Εορτές 11 Νοεμβρίου: Αγία Στεφανίδα Άγιος Βικέντιος ο Διάκονος Ιερομάρτυρας Άγιος Βίκτωρ ο Μεγαλομάρτυρας Άγιος Δράκων Άγιος Μηνάς «ὁ ἐν τῷ Κοτυαείῳ» ο Μεγαλομάρτυρας Βικεντία Βικτώρια Δρακούλα Μήνα
©ΤΕΗ - Τεκμαρτή Εορταστική Ημερομηνία: -
Άλλες Σημερινές Εορτές: Όσιος Θεόδωρος ο Ομολογητής
Άλλες Πληροφορίες > Αποφθέγματα

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλέξανδρος  Αλέξανδρος την Ιλιάδα αρετής εφόδιον ενόμιζε.
Αλέξανδρος  Ο Αλέξανδρος, ο υιός του Φιλίππου και οι Έλληνες πλην Λακεδαιμονίων από των βαρβάρων των την Ασίαν κατοικούντων
Αννίβας  Ο Αννίβας προ των πυλών
Απόστολος  Εννοίξαν τον απόστολον τσ΄εμίλησεν ο Παύλος βαστάζετε τον κώλο σας τσαί θα τιρντίση ναύλας 
Άραψ  Ο Αράπης από πισω παραμονεύει
Άρειος  Ενθάδι κείται ο μονομάχος Άρειος, ος με της μυίγιαις 'πάλευε πεζός και καβελάριος 
Αριστοτέλης  Αριστοτέλης δε φησιν ότι οι μεν υπ’ οίνου μεθυσθέντες επί πρόσωπον φέρονται, οι δε τον κρίθινον πεπωκότες εξυπτιάζονται την κεφαλήν· ο μεν γαρ οίνος καρηβαρικός, ο δε κρίθινος καρωτικός.
Αφροδίτη  Τις δε βίος, τι δε τερπνόν άτερ Χρυσής Αφροδίτης;
Βηχιανός  Θά του/τής κόψω τό βήχα
Γεράκης  Γαμεί η αλιντζαύρα τον λα(γ)όν, γιατ' εν ο γέρακας ποπάνω
Γεράκης  Το γεράκ' ψ'λά πετά, μα χαμηλά λογιάζ'
Γεράκης  Στου γερακιώνε τσι φωλιές κουνάδια δεν πατούνε 
Γιασεμή  Η μακρά με τον κοντό πάει σαν τον πατασμό, κι ο μακρύς με την κοντή πάει σαν το γιασεμί, κι ότι νά 'ναι ίσα ίσα, πάνε σαν τα κυπαρίσσα 
Δεσπότης  Ούτε διάκο σ’ είδαμε ούτε πρωτοσύγκελο, και συ δεσπότης έγινες;
Δροσίς  Ο Μάρτης βάνει το σκύλο στο δροσό και το γάτη στον πυρόμαχο 
Εμμανουήλ  Άμε να ζωγραφίσης έναν Άι – Μανώλη 
Εριφύλη  Τσίτα – φούλα και τ' άσπρα πούλα
Ευφράνθης  Οίνος ευφραίνει καρδίαν ανθρώπου
Ηρώδης  Στις τρεις ημέρες πριν γεννηθεί ο Χριστός μαθεύτηκε πως θα γεννηθεί κι έπιασε ο Ηρώδης κι έσφαξε ούλες τις γκαστρωμένες και τήραγε τα παιδιά που έβγαλε από την κοιλιά τους να ιδεί ποιο είναι ο Χριστός και όταν γεννήθηκε ο Χριστός ούλα τα παιδάκια αναστηθήκανε.
Θεόδωρος  Λες τι εφόρισε τα ράσσα πως δεν είν' ο Θόδωρος
Θέος  Τον στραβό τον λέλεκα ο Θεός τον κάνει φωλιά.
Κήρυκος  Οι δυο μας να το ξέρουμι κι του χωριού ου κήρυκας
Κικέρων  Έχω διαβάσει στον Πλάτωνα και στον Κικέρωνα ρήσεις που ήταν σοφές και ωραίες. Αλλά σε κανέναν από αυτούς δεν διάβασα: «έλθετε προς εμέ πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι».
Λάμπρος  Αν σου αρέσει μπάρμπα Λάμπρο, ξανά πέρνα από την Άνδρο
Μάξιμος  Ingenio maximus, arte rudis. Μέγιστη διάνοια, πρωτόγονη τεχνική.
Μαρία  Μπρος Μαρία και πίσω Γιάννης
Μαρία  Τα θέλει ο Γιάννης τση Μαργιάς, θωρεί η Μαργιά στο Γιάννη
Μαρία  Άλλο πράγμα οι Τουπαμάρος, κι άλλο το μουνί της Μάρως
Μηνάς  Ο Μηνάς εμ που μηνά – τους βουνάτους τζαι περνά τζαι τους ασπροζιμπουνάτους σούζει τους τζαι πελεκά τους
Μηνάς  Ο τούρτουρος εμύνησεν τ' άι Μηνά πως έρκεται' τζ' αδ δεν έρτη τ' άι Μηνά, τ' άι Φιλίππου δέχτου τον 
Νώε  Αυτό είναι απ΄ τογ κατακλυσμό του Νώε! 
Ποσειδών  Τους Λαιστρυγόνες και τους Κύκλωπας, τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις, αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου, Αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.
Ποσειδών  Ο Διόνυσος έχει πνίξει περισσότερους ανθρώπους από τον Ποσειδώνα.
Σάρρα  Σάρα, μάρα και του Θεού κατάρα
Σπυρίδων  Άγιε Νικόλα βόηθα με, Βαρβάρα μου λυπήσου με και συ καημένε Σπυρίδωνα θυμήσου με.
Τρυγών  Ύστερ' από τόσα χρόνια μ' ένα σμπάρο δυό τρυόνια
Φατμέ  Χέστηκε η Φατμέ στο Γενί τζαμί.
Φίλιππος  Τ' Άη – Μηνός εμήνυσα, τ' Άη – Φιλίππου φίλησα τα βουνά και ζύγωσα, κι' αυτού κοντά τ' Άη Νικολάου φωτοβολώ μονάχο μου!
Φοίβος  Είπατε τω βασιλεί, χαμαί πέσε δαίδαλος αυλά. Ουκέτι Φοίβος έχει καλύβην, ου μάντιδα δάφνην, ου παγάν λαλέουσαν. Απέσβετο και λάλον ύδωρ.
Χρυσόστομος  
Παροιμίες
Aισχραίος  Αισχρόν έστι και λέγειν
Αββάς  Αββάς και το ραβδί του
Αβραάμ  Κακό πόπαθες Αβράμη που σε πήρε το ποτάμι.
Αβραάμ  Του Αβραάμ και του Ισαάκ τα αγαθά / καλά
Αβραάμ  Ξέρει ο Αβράμης τι έχει στον τουρβά (σακίδιο)
Αβραάμ  Ξέρει ο Αβράμης τι έχει στον τουρβά
Αγάθη  Αγαθούλα, από που φυσάν οι μύλοι;
Αγάθη  Αγαθία και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
Αγάθη  Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Αγάθης κουταμάρες 
Αγάθη  Ολογυρίζ η Αγαθή σα τη πορδή μεσ το βρακί
Αγάθη  Καλή σου σπέρα κι΄αγαθή, και μιά κοπέλλα τορνευτή, για να φα να πιή μ΄έσένα , και να κοιμηθή μ΄εμένα 
Αγάθη  Αγαθή τη λεν, μα δεν τση στέκει τ' όνομα  ή Αγάθη τήνε λεν μα δεν του μοιάζει τ' όνομα
Αγάθη  Όποιος την έβγαλε Αγαθή, το 'καμε για να γελάσει
Αγάθη  Αδελφή Αγάθη, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
Αγάθων  Καλόπιασε τον αγαθό να μάθεις τα μυστικά του
Αγάθων  Ανέπιασε τον α(γ)αθόν, να πει τα μυστικά του 
Αγάθων  Ο αγαθός με τον πονηρόν δε 'μονοιάζουνε 
Αγάθων  Πολίτης αγαθός και άδικος δεν γίνεται 
Αγάπη  Χωρίς αέρα το πουλί, χωρίς νερό το ψάρι, χωρίς αγάπη δε βαστούν κόρη και παλικάρι.
Αγάπη  Η αγάπη είναι η πιο γλυκιά τυραννία, γιατί το μαρτύριό της το υποφέρουμε πρόθυμα.
Αγάπη  Όποις χάνει στα χαρτιά (τράπουλα) κερδίζει στην αγάπη
Αγάπη  Η αγάπη κάνει το χρόνο να περνάει.Ο χρόνος κάνει την αγάπη να περνάει.
Αγάπη  Καινούργια αγάπη πιάνεται, παλιά δε λησμονιέται. αλλά υπάρχει και Καινούργια αγάπη χάνεται, παλιά δε λησμονιέται.
Αγάπη  Η αγάπη σου είναι ψεύτικη σαν του Απριλιού το χιόνι, πρωί-πρωί απλώνεται, το μεσημέρι λειώνει.
Αγάπη   Αν δεν εχεις ότι αγαπάς, αγάπα ό,τι έχεις.
Αγάπη  Αγάπη δίχως πείσματα, φαΐ δίχως νοστιμάδα.
Αγάπη  Εκεί που σ’ αγαπάνε δεν είναι ποτέ νύχτα. ή Εκεί που σ΄αγαπάνε δεν νυχτώνει ποτέ
Αγάπη  Η Αγάπη είναι το κλειδί για όλες τις κλειδαριές που ανοίγει τις πύλες της ευτυχίας.
Αγάπη  Καλύτερα να είσαι η αγάπη ενός γέρου παρά η σκλάβα ενός νέου.
Αγάπη  Κοντακιανός λογαριασμός, παντοτινή αγάπη.
Αγάπη  Μήτε νύχτα δίχως μέρα, μήτε νιος δίχως αγάπη
Αγάπη  Όποιος θέλει ν’ αγαπήσει, θέλει να χασομερήσει.
Αγάπη  Σ’ αγαπώ κυρά να κλάνεις, αλλά μην το παρακάνεις.
Αγάπη  Αγάπη δίχως πείσματα δεν έχει νοστιμάδα.
Αγάπη  Από μεγάλη αγάπη έρχεται κι ο πικρός πόνος.
Αγάπη  Αραμπάς με τα καρούλια…Βάσανα πού ’χει η αγάπη.
Αγάπη  Η αγάπη πύργους κυνηγά και κάστρα ρίχνει κάτω. ή Η αγάπη πύργους καταλεί και κάστρα ρίχνει κάτω.
Αγάπη  Η αγάπη δεν πουλιέται, ούτε αγοράζεται.
Αγάπη  Η αγάπη είναι μια τέχνη και μάλιστα η καλύτερη απ’ όλες τις καλές τέχνες.
Αγάπη  Η αγάπη θέλει αγάπη.
Αγάπη  Η αγάπη και το μίσος δεν κρατούν πολύ καιρό.
Αγάπη  Η αγάπη κινεί βουνά.
Αγάπη  Η αγάπη ψωμί δε φέρνει.
Αγάπιος  Αγαπούλη, από που φυσάν οι μύλοι; 
Αγάπιος  Αγαπουλίνος και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
Αγάπιος  Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Αγάπιου κουταμάρες 
Αγάπιος  Αδελφέ Αγάπιε, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
Αγγέλα  Τα μανίκια τς Αλέξαινας και τα κουμπιά τς Αγγέλας
Αγγέλα  Αγγέλω την λεν, μα δεν τση μοιάζει τ' όνομα 
Αγγέλα  Καλημέρα (Γεια σου) Αγγέλω, κουκκιά σπέρνω 
Αγγέλα  Αγγέλω τήνε λέν, μά' χει διαόλους μέσα της
Αγγέλα  Αγγέλω τήνε λεν, μα τσόχει άρτους και δίπλα 
Αγγέλα  Τον άγγελον ατ αντίδωρον κί δί
Αγγέλα  Αγγέλω κρένει η μάννα σου, δεν ξέρω τι σε θέλει..
Αγγελική  Αγγέλω την λεν, μα δεν τση μοιάζει τ' όνομα 
Αγγελική  Τα μανίκια τς Αλέξαινας και τα κουμπιά τς Αγγέλας
Αγγελική  Αγγελική φωνή από γαϊδαρου στόμα
Αγγελική  Ώσπου να πά' το μήνυμαν τζιαι να 'ρτει το χαπάρι, η Αντζιελού εγέννησεν τζι έκαμεν παλληκάρι.
Άγγελος  Δε δίνει στον άγγελο θυμιάμα.
Άγγελος  Στον άγγελό του νερό δεν δίνει! ή Δεν δίνει του αγγέλου του νερό.
Άγγελος  Κυριακάκης κι' Αγγελής επί των ομοίων τα ήθη
Άγγελος  Ο Αγγελάκης πάλι κουβανιέται
Άγγελος  Δε δίνει στον άγιο του λιβάνι
Άγγελος  Μια (Άλλη) φορά ήμουν άγγελος  Ή Άλλη φορά ήμουν άγγελος, τώρ' αγγελείζουν (ή αγγελίζουν) άλλοι  Ή Έναν καιρό 'μουν άγγελος τώρ' αγγελίζουν άλλοι. Στην βρύση που πινα νερό τώρα το πίνουν άλλοι 
Άγγελος  Αμ μεν εν τζείνος δαχαμαί εν ο αντζελός του
Άγγελος  Αν δεν έτρωγα το χοιρινό εμιλούσα με τζ' αγγέλους 
Άγγελος  Απόψε είδα τον αγγελό μου 
Αγνή  Σ’ αυτήν που είναι αγνή μπορούμε να ’χουμε εμπιστοσύνη.
Αγνή  Η αγνότητα είναι απροστάτευτη.
Αγνός  Σ’ αυτόν που είναι αγνός μπορούμε να ’χουμε εμπιστοσύνη.
Αγνός  Η αγνότητα είναι απροστάτευτη.
Άγριος  Κάμνω τα πικρά γλυκά και τ' άγρια μερωμένα 
Άγριος  Ιστορίες για αγρίους είναι αυτά που μου λες..
Αγρίππας  Aκαρπότερος Aγρίππου
Αδάμ  Α' δεν έτρωγε ο Αδάμ το ξύλο της γνώσεως, δεν αναγογιόντανε όπως ήταν ολόξορκος
Αδάμ  Δεν πρωτοπλάστηκε ο Αδάμ, αλλά βγήκε ένα σκουλήκι και σιγά σιγά έγινε ο άνθρωπος
Αδάμ  Ο ιδιοκτήτης στο σπίτι είναι ότι ο Αδάμ στον παράδεισο.
Αδάμ  Κι' εγώ από τον Αδάμ γεννήθηκα 
Αδάμ  Αν εγελάστηκε ως κι ο Αδάμ, είναι που ήταν η Εύα ! 
Αδάμ  Αν η ομοφυλοφιλία ήταν φυσιολογική, θα έφτιαχνε τον Αδάμ και τον Εύη
Αδάμ  Αδάμ’ς αιΐδα ’κι είχ εν και πυτίδα εσέρευεν
Αδαμάντιος   Το διαμάντι και στην κοπριά να το ρίξεις πάλι διαμάντι θα είναι.
Αδελφός  Τον αδερφό σου αγάπαγε κι όχι το μερτικό του.
Αδελφός  Μακριά ο αδερφός και σιμά ο γείτονας.
Αδελφός  Που έχει αδερφό καλόγερο, έχει ζευγάρια βόδια.
Αδελφός  Σαν αρχοντήνει ο άνθρωπος θαμπώνεται το φως του και δε γνωρίζει το φτωχό, ας είναι κι αδερφός του
Αδελφός  Oι αδελφοί μαλλώνουσι, και το τσικάλι βράζει
Άδης  Πώς πάνε οι στραβοί στον Άδη; Ο ένας κοντά στον άλλονε.
Άδης  Εν τω Άδη ουκ έστι μετάνοια, ή Ουκ εστί εν τω Άδη μετάνοια.
Άδης  Άδης στον άδη και βρωμάει και τυρίλιας.
Αέτιος  Αετού γήρας κορύδου νεότης.
Αέτιος  Αετός μυίας ου θηρεύει.
Αέτιος  Αετός εν νεφέλαις.
Αετός  Αετός μυίας ου θηρεύει.
Αέτων  Αετός μυίας ου θηρεύει.
Αζαρίας  Ούμπαν γάμος και κλητόν κι Αζαρίας με το τζιμπόν’
Αηδόνιος  Πήρε τον τζίτζικα γι’ αηδόνι.
Αηδών  Αν κελαηδάει ο γάιδαρος, γκαρίζουν τ' αηδόνια.
Αηδών  Παρά αηδόνι στο κλουβί, κάλλιο κουρούνα στο βουνί.
Αηδών  Κοντή γυναίκα πέρδικα, ψηλή καρακαηδόνα.
Αηδών  Όταν λαλούν οι κόρακες, τα αηδόνια φεύγουν.
Αηδών  Τότε λαλούν τ’ αηδόνια όταν πάψουν τα κοράκια.
Αηδών  Είπα ‘γω πολλά και σώνει, ας λαλήσει κι άλλο αηδόνι.
Αηδών  Κόστισε ο κούκος αηδόνι.
Αηδών  Η Άρτα είναι χρυσός μπαξές, κλουβί με πέντ' αηδόνια 
Αθανάσιος  Κόψε ξύλο φτιάσε Γιώργο κι από κουτσουκιά Θανάση, αν ρωτήσης και για Γιάννη, ότι ξύλο κόψης, κάνει 
Αθανάσιος  Ένας Θανάης απ' τ' Σαμπατίνα, ένας κουντός μί γένεια 
Αθανάσιος  Ο κόσμος καίγεται κι ο Θανάσης λούζεται
Αθανάσιος  Βάν' η κόρη στ' όνειρό της άκουρους και κουρεμένους, βάνει κι ο Παπα – Θανάσης ζωντανούς και πεθαμένους 
Αθανάσιος  Ο Θανάσης κ' η Μαριώ γδύσαν ένα λιοτριβείο 
Αθανάσιος  Άι Βαρβάρα βαρβαρώνει, Άη Σάββας σαβανώνει κι Άη Θανάσης παραχώνει.
Αθανάσιος  Λέγε με Θανάση
Αθανάσιος  Ποιος Θανάσης;
Αθανάσιος  Κόψε κέδρο, φτιάξε Αντώνη και από πλάτανο Θανάση, εάν πεις και για το Γιάννη, όποιο ξύλο να ‘ναι κάνει
Αθανάσιος  Τ’ Αγι' Αντωνιού, τ' Αϊ Θανασιού, του βλάχαρου ο Χειμώνας
Αθανάσιος  Τ’ Αγιαντωνιού τ’ Αηθανασιού, ειν’ η καρδιά του Χειμωνιού.
Αθανάσιος  Κόψε ξύλο κάνε Αντώνη κι από πλάτανο Θανάση (ή Μανόλη) κι αν ρωτήσεις και το Γιάννη, ό, τι ξύλο θέλεις (έχεις) κάνει.
Αθανάσιος  Σαν τον Καραθάνο με τη γυάλα 
Αθανάσιος  Γάμαε Θόδωρε κούναε Θανάση
Αθανάσιος  Τώρα δ' λευώ για τον άη Θανάσ';
Αθανάσιος  Άϊ - Αντώνης κι' 'Αϊ- Θανάσης, χέσι μέσα στου σαξί 
Αθανάσιος  Θανάσ' πήγε στον κουμπάρο τ' για τυρί. Ου κουμπάρος του είπε το Μάη, κι αυτός πήγε τη μέρα τ' Άϊ – Θανάσ'(18 Ιανουαρίου) και πάγωσι στο χιόν'. 
Αθηνά  Ομπρός είμαι γέροντας, οπίσω νεούτσικος, βρέφος σάν τό πουλί τής Αθηνάς – σοβαρό γέρικο ομπρός οπίσω ωρά μικρή, ασκόπουλο 
Αθηνά  Σὺν Ἀθηνᾷ καὶ σὺ χεῖρα κίνει
Αθηνά  Κομίζει γλαύκα ες Αθήνας.
Αθηνά  Ω Αθήνα πρώτη χώρα, τί γαϊδάρους τρέφεις τώρα; 
Αθηνά  Φέρ΄ τήν Αθήνα να κάψωμε την Παραμυθιά 
Αθήναιος  Αθηναίοι και Θηβαίοι και κακοί Μυτηλιναίοι άλλα λένε το βράδυ κι άλλα κάνουν το ταχύ (ή πρωί 
Αθήναιος  Κάλλια αχινιό στα στήθη σου παρ' Αθηνιό στο σπίτι σου
Αθήναιος  Οι Αθηναίοι δυό σε δυό περπατούν για να πάρουν συμβουλή 
Αικατερίνη  Πέρα από της Αγια Κατερίνης ψωμί σε ξένο μην δίνεις.
Αικατερίνη  Απ’ της Αγια Κατερίνης όξω ζωντανά μην αφήνεις.
Αικατερίνη  Καληνύχτα Κατερίνα τζι' η γαούρα βόσσιει
Αικατερίνη  Καληνύχτα Κατερίνα τζι' ο γάμος ετέλειωσεν
Αικατερίνη  Τση Αγία Κατερίνης ρίχνουνε τσι βαρειές τσι άνκορες! (άγκυρες)
Αικατερίνη  Η αγια Κατερίνα το δανείζεται το νερό
Αικατερίνη  Κατερίνες και Μαργιόλες, γιόμισαν οι στράτες όλες 
Αικατερίνη  Όλα τά 'χ' η Κατινίτσα μόν ο φερετζές τής λείπει 
Αικατερίνη  Μωρή Ρίνα καί Κατίνα καί Σοφιά και Κατερίνα φέρε μ' τά σαφιά μου καί τά μεταξωτά μου. Μία έχεις κι είμαι γω. Ένα τ'όχεις κι είν' ογρό καί κρέμεται στόν καπνό 
Αικατερίνη  Της Αγίας Κατερίνας βασιλεύ' η πούλια 
Αικατερίνη  Η πείνα, πρώτα χτυπά στα γόνατα κι ύστερα στην κατίνα 
Αικατερίνη  Όλα τα ντέρτια, ντέρτια 'ναι, ντέρτι 'ναι και η πείνα πρώτα χτυπά στα γόνατα κι' ύστερα στην κατίνα
Αικατερίνη  Και σκύλινα και κάτινα και αλογινα και πρόβια 
Αικατερίνη  Να με λαλούν Κατίνα τζ ας πεθανίσκω που την πείνα", ή Ας με κράζουσιγ Κατίναν τζι' ας λαώννουμαι της πείνας  ή Να με λέγουνε Κουτίνα κι' ας πεινώ
Αικατερίνη  Μπρός Μαριά καί πίσω 'Ρήνη κι' αξαπίσω Κατερίνη 
Αικατερίνη  Εμπρός Ερήνη κι' από πίσω Κατερίνη 
Αικατερίνη  Παντρεύτηκι η Κατερινιώ και παίρνει άντρα γιμιντζή
Αικατερίνη  Σφικτόν κώλον καντινιό τονε θέλει ο πηλός
Αιμιλία  Αιμιλίτσα, από που φυσάν οι μύλοι;
Αιμιλία  Έμιλη και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
Αιμιλία  Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Αιμιλίας κουταμάρες 
Αιμιλία  Αδελφή Αιμιλία, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
Αιξ  Ό,τι κάν' η αίγα στο σουμάκι κάνει το σουμάκι στο τομάρι της
Αιξ  Μιά μαμουναρά αίγα χαλά όλο τό κουράδι 
Αιξ  Θωρείς εκείνο το βουνί, που το πηδά η αίγα; Πηδά το και το ρίφιον της, γιατ' οι παλιοί το λέγα 
Αιξ  Ένα δεμάτι αίγα και μια σούβλα γάλα
Αιξ  Ξύσε ξύσ΄ η αίγα ήβγαλε τ΄ ομμάτι της
Αιξ  Ξύσε ξύσε η αίγα ήαλε το τσέρατσο στοκ κώλο της
Αιξ  Ποτζεί π΄ αππήησεν η αίγια εν ν αππηήση τζαί το ρίφιν
Αιξ  Εσ σαν τογ κώλον της αίγιας, που τα κάμνει σαν τα πατερημά 
Αιξ  Ξύσε ξύσ΄ η αίγα ήβγαλε τ΄ ομμάτι της
Αιξ  Ώσπου να κάμη η αίγα μπέ, χάνει μια μπουκιά 
Ακάμας  Άμ' αστράψη του Ακάμα ούλα τα νερά δικά μας 
Άκανθος  Από ρόδο βγαίνει αγκάθι
Άκανθος  Η πείνα κάνει γλυκά ακόμα και τ' αγκάθια]
Ακρίβος  Κριβός στη στάχτη, φτηνός στ’ αλεύρι
Αλεβίζος  Ίντα κάνεις Αλεβίζο; Την πιστόλα μου γεμίζω
Αλεβίζος  Ίντα κάνεις Αλεβίζο; Την πιστόλα μου γεμίζω
Αλεξάνδρα  Τα κουμπιά της Αλέξεως, ή Τα κομβία της Αλέξαινας, ή Τα κουμπιά της Αλέξαινας
Αλεξάνδρα  (Αυτά είναι) Τα νέα της Αλεξάντρας,
Αλέξανδρος  Ο Μεγαλέξανδρος και το καταραμένο φίδι !!!
Αλέξανδρος  Το παίζει Αλέκος.
Αλέξανδρος  Εἰ μὴ Ἀλέξανδρος ἤμην, Διογένης ἂν ἤμην.
Αλέξανδρος  Ο Καίσαρας έχει παραπάνω από τον Αλέξανδρο, τον Καρλομάγνο και τον Ναπολέοντα, ότι ο Ιησούς πρόφερε το όνομά του.
Αλέξανδρος  Ο μεν Ηφαιστίων φιλαλέξανδρος, ο δε Κρατερός φιλοβασιλεύς.- Ο μεν Ηφαιστίων είναι φίλος του Αλεξάνδρου, ο δε Κρατερός φίλος του βασιλιά -
Αλέξανδρος  Αλέξανδρος ο βασιλιάς, είχε τράγινο εις αυτί 
Αλέξανδρος  Ο βασιλιάς Αλέξανδρος, απού 'χε το παλάτι όπου 'φτανε η χέραν του εκρέμα το καλάθι 
Αλεξία  Πήγα να διαλέξω και πήρα τη γκαβ' Αλέξω 
Αλεξία  Σαν πήγα να διαλέξω, πήρα τ' γκαβό 'Λέξω, σαν πήρα αράδ' αράδα πήρα τ' Βιργινάδα
Αλεξία  Αδελφή Αλέξια, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
Αλεξία  Αλεξούλα, από που φυσάν οι μύλοι;  
Αλεξία  Αλέξα και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
Αλεξία  Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Αλέκας κουταμάρες 
Αλεξία  Τα μανίκια τς Αλέξαινας και τα κουμπιά τς Αγγέλας 
Αλεξία  Τα κουμπιά της Αλέξεως
Αλεξία  Μια κυρά κι πέντ' Αλέξου 
Αλεξία  Τα κουμπιά της Αλέξαινας ή Αυτά είναι τα κουμπιά της Αλέξαινας ή Τα κομβία της Αλέξαινας.
Αλέξιος  Ρέ Αλέξη, κάκνος είσι γιά λελέξι 
Αλέξιος  Αμ πής Αλέξι το πόδι σου να παίξει και το φτίσ σου να χορέψει 
Αλέξιος  Οι όρνιχες της Κουκουνούς τζαι τ' αβκά του Αλέξη.
Αλήθεια  Η αλήθεια είναι κουτσή, αλλά φτάνει στην κορφή.
Αλήθεια  Ἐν οἴνῳ αλήθεια. .
Αλήθεια  Αλήθεια χωρίς ψέμα, φαΐ χωρίς αλάτι.
Αλήθεια  Από μικρό κι από χαζό (τρελό) μαθαίνεις την αλήθεια.
Αλήθεια  Η αλήθεια βασιλεύει και το ψέμα ψέγεται.
Αλήθεια  Η αλήθεια είναι πικρή, αλλά πρέπει να λέγεται.
Αλήθεια  Η αλήθεια είναι του Θεού και το ψέμα του διαόλου.
Αλήθεια  Η αλήθεια έρχεται κι όταν δεν τη ζητήσει κανείς.
Αλήθεια  Η αλήθεια θα λάμψει κι ας περάσουν χίλια χρόνια.
Αλήθεια  Η αλήθεια και το λάδι πάντα βγαίνουν από πάνω.
Αλήθεια  Η γλώσσα λησμονάει και λέει την αλήθεια.
Αλήθεια  Η κολακεία φέρνει φίλους, η αλήθεια εχθρούς.
Αλήθεια  Ο καιρός ξεσκεπάζει την αλήθεια.
Αλήθεια  Όποιος λέει την αλήθεια έχει το Θεό βοήθεια.
Αλήθεια  Πολλές φορές η αλήθεια έρχεται κι όταν ακόμα δεν τη ζητούμε.
Αλήθεια  Την αλήθεια πάντα κράτει και το ψέμα ας έχει αλάτι.
Αλήθεια  Το να βλέπω είναι αντίληψη, μα το να αισθάνομαι είναι αλήθεια.
Αλήθεια  Το φαρμάκι είναι πικρό στη γλώσσα, η αλήθεια στ’ αυτιά.
Αλκυών  Ο Γενάρης κι αν γεννάται του καλοκαιριού θυμάται.
Αλώνιος  Χέστηκε η φοράδα στ’ αλώνι
Αμβρόσιος  Τo να σαι και παππούς αυτό δεν είναι πράμα, το να 'χεις μυαλό Αμβρόσιου, εκείνο είν' το δράμα!
Αμερίκη  Ιά κάποιοι και 'ια μερικοί ευρέθη κι' η Αμερική ή ήτονε κι' η Αμερική
Άμπελος  Τ’ αμπέλι θέλει αμπελουργό, το σπίτι νοικοκύρη και το καράβι στο γιαλό θέλει καραβοκύρη.
Άμπελος  Η καλή καρδιά φυτεύ' αμπέλι, κ' η κακή το ζερριζώνει 
Άμπελος  Μ' ανάξιο αμπελουργό τ' αμπέλι δεν προκόβει.
Άμπελος  Σαν το κλάδεμα του αμπελιού
Άμπελος  Νερόν τζι αμπέλι, τζι αναρήν με το μέλι
Άμπελος  Τ' αμπέλι δεν θέλει προσευχή, τ' αμπέλι θέλει το τσαπί.
Αμυγδαλέα  Για να φας αμύγδαλο, πρέπει να το σπάσεις .
Αμυγδαλέα  Η καλή αμυγδαλιά ανθίζει το Γενάρη και βαστάει τα αμύγδαλα μέχρι τον Αλωνάρη .
Αμυγδαλέα  Αν πρώιμα η αμυγδαλιά ανθίσει το Δεκέμβρη , βαρύς χειμώνας κι όψιμος θε να ‘ρθει να μας εύρει .
Αμυγδαλέα  Χέρι κάτασπρο κι αφράτο και ποδάρι αμυγδαλάτο.
Αμυγδαλέα  Ο τεμπέλης δεν τρώει τ’ αμύγδαλα, για να μην τα σπάσει.
Αμυγδαλέα  Ο Νότος δένει αμύγδαλα, κι' ο κυρ Βοριάς απίδι κι' η συνεβριά τα πωρικά κι' ο εξάνεμος τα μήλα
Αμυγδαλέα  Η αθασιά, η στρινιαρκά, γεννά που τόγ Γεννάριν 
Ανανίας  Ο Μπρούσκος το είπε και ο Ανανίας το επικύρωσε 
Αναστασία  Ώσπου ν’ αλλάξει ο γιορτιλής, σκόλασε η Ανάσταση.
Αναστασία  Λαζαch μαζάch τον Θόδωρον, πρεμέζ την Ναστασίαν 
Αναστασία  Τρεις στα Γέννα, τρεις στα Φώτα κι έξι στην Ανάσταση.
Αναστάσιος  Ώσπου ν’ αλλάξει ο γιορτιλής, σκόλασε η Ανάσταση.
Αναστάσιος  Αδελφέ Αναστάση, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
Αναστάσιος  Στάσος και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
Ανατολή  Άστραψε στην Ανατολή και βρόντηξε στη Δύση.
Ανατολή  Κόκκινη ανατολή καλοκαιρία, κόκκινη δύση κακοκαιρία 
Ανατόλιος  Άστραψε στην Ανατολή και βρόντηξε στη Δύση.
Άνδρεα  Η Αντριάνα επνίετουν μέσα σ' ένα ποτήρι
Άνδρεα  Οταν έρθ' η γνώση, πάει η ανδρεία 
Άνδρεα  Νύν εν τω γήρατι επιδείξομαι την ανδρείαν
Άνδρεα  Η σοφία νικά (σήμερα) την αντρεία 
Άνδρεα  Όπου δε χωρεί αντρειά έρχεται η πονηριά 
Άνδρεα  Τ' είν' που φελά η αντρειά, σα λείπ' η φρονιμάδα 
Άνδρεα  Όταν είναι η αντρειά, λείπ' η γνώση κι όταν έλθ' η γνώση, πάει κ' αντρειά 
Άνδρεα  Αδελφή Άνδρεα, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
Άνδρεα  Αντρούλα, από που φυσάν οι μύλοι; 
Άνδρεα  Αντρούλα και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
Άνδρεα  Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Αντρούλας κουταμάρες 
Ανδρέας  Πόθεν που τ' Αντριά γουμάρα κι του Κώστα πουλαρίνα
Ανδρέας  Στσί τριάντα τ' άη αντρία αρχινάει μέρα μία
Ανδρέας  Τ' αϊ Ντρικά αντριών η νύχτα
Ανδρέας  Τον Απρίλη και το Μάη το μουνί φουρομανάει τον Αντριά και το χαμένο χώσ' τον μέσα τον καημένο
Ανδρέας  Τουν Αντριά κι' του χαλάζ κακό δεν κάν'
Ανδρέας  Στις τριάντα (30 Νοεμβρίου) τ' Αντριά (Αγίου Ανδρέα) αντρειεύεται το κρύο, τα ζώα και τα σπαρτά
Ανδρέας  Α' τ'αϊά Δριά κι εκεί πηδά η μέρα, πηδά και του βοσκού η 'υναίκα 
Ανδρέας  Άμα κατσιαρίση ο άις Αντριάς έσει νερά 
Ανδρέας  Ανδρέαν δεν ετίμησες, Θεόν δεν εφοβήθης 
Ανδρέας  Αντρέας με τ' αντρειωμένα χιόνια 
Ανδρέας  Εις τις τριάντα τ' Αντρία, στις έξι του Νικόλα 
Ανδρέας  Τ' αγιά Αντρέα αντρειούται η μέρα, της αγιάς Άννης ανασαίνει, τ' αΐ Σπυρή παίρνει ένα σπειρύ τ' αΐ Δανιλίου νιώθουντο σ' τα γαϊνσύρια, τ' αϊ Βασιλείου παίρνει μιαν ώρα 
Ανδρέας  Ο απόστολος Βαρνάβας ανοί(γ)ει τα παντα(γ)ύρκα τζ' ο απόστολος Αντρέας βαδώννει τα 
Ανδρέας  Στις τριάντα Αϊντριάς, αντριεύετ' ο βοριάς 
Ανδρέας  Τ’ Αγιαντρεός ο καιρός θεριώνει, χώνει τη γριά στο παραγώνι.
Ανδρέας  Αης – Ανδρέας έφθασε, το κρύο αγριεύει.
Ανδρέας  Άδρωπον Αντρίαν, γάαρον σιερκάν τζαι γεναίκαμ Μαρούν έσσω σου μεβ βάλεις.
Ανδρέας  Απ’ τ’ Απόστολου Αντρέα, αντρειώνει η μέρα.
Ανδρέας  Άης Αντρέας έφτασε, το κρύο αντρειεύει.
Ανδρέας  Ο Πελλαντρίκκος με την τζιυλιτούραν
Ανδρέας  Απ’ τ’ Αγιά Αντρεός και μετά τρύπωσε ο γέρος στα σκουτιά.
Ανδρέας  Αγιαντρέας φεύγει στο χειμώνα μας παντρεύει.
Ανδρέας  Αν βρέχει τ’ Αγιά Αντρεός, θα είναι ο Μάης καυτερός κι αν τ’ Αγια Αντρεός χιονίζει, ο Απρίλης τα σπαρτά μαυρίζει.
Ανδρέας  Τ’ Αγιαντρεός θεριεύει ο καιρός.
Ανδρέας  Τ’ Αγιαντρεός ο καιρός θεριώνει, χώνει τη γριά στο παραγώνι.
Ανδρέας  Τ’ Αγιαντρεός, αντρειεύει ο καιρός.
Ανδρονίκη  Αντρονίκη, όνομα τζιαι πράμα
Ανθή  Χόρευε, κυρά Ντουντού, κοίταζε και του σπιτιού
Ανθή  Έτσι τάχει το λινάρι, να ανθή τον Αλωνάρη! 
Ανθή  Εύκου του ξένου κήπου ν΄ανθή ο δικός σου 
Ανθή  Δεντρολίβανος ανθεί τσ' ατσιγκάνου την αυλή κι' ανθεί κι' αν ανθή πάλι τσιγκανιές βρωμά 
Ανθή  Αγκάθι δεν είναι που να μην κάνη τ΄άνθη του 
Ανθή  Τ' άνθω πέφτουνε, μα τ΄αγκάθια μένουνε
Ανθή  Θάλασσα, πικροθάλασσα και πικροκυματούσα όλοι σε λένε θάλασσα κι εγώ ανθούσα
Άνθος  Ένας ανθός έαρ ού ποιεί.
Άνθος  Έτσι τάχει το λινάρι, να ανθή τον Αλωνάρη! 
Άνθος  Εύκου του ξένου κήπου ν΄ανθή ο δικός σου 
Άνθος  Δεντρολίβανος ανθεί τσ' ατσιγκάνου την αυλή κι' ανθεί κι' αν ανθή πάλι τσιγκανιές βρωμά 
Άνθος  Όλα τ΄ άνθη κ΄ η πασχαλίτσα 
Άνθος  Αγκάθι δεν είναι που να μην κάνη τ΄άνθη του 
Άνθος  Τ' άνθω πέφτουνε, μα τ΄αγκάθια μένουνε 
Άνθος  Η αγάπη δεν είν' ανθός να πέση μόν' είναι βάτος με κλαδιά κι αλίμονο ποιος μπλέξη
Άνθος  Ατσάλι το αλαλιάς κι' ανθός τση κουταμάρας
Άνθος  Μην το περηφανεύεσαι και μην το κάνης νάζι, γιατ' ο Θεός την ομορφιά σαν άνθος την τινάζει 
Άνθος  Ο κόσμος ειν ένα δενδρί, κ' εμείς είμαστ' ο ανθός του, κι ο χάρος ειν ο τρυγητής που κοβι τον καρπό του 
Άννα  Ήρθε της Αγίας Άννης κάτσε ήλιε μου να ξανασάνεις 
Άννα  Της Αγίας Άννης ανασαίν' η μέρα 
Άννα  Έκαμε ο σκαλτζής (Γλυδής) σκαλτζούνι κι' η Μαγδαληνή τζιπούνι, κι' η Αννούλα μας φουστάνι ω τι σείσιμο που κάνει! 
Άννα  Αλί καϋμένη Αννιό, που του κόπηκε το κοντό
Άννα  Άγιας Άννης να λογιέσαι και να μη δοξολογιέσαι.
Άννα  Σήμερα εσηκώσαμε το μωρό της Ανέττας 
Άννα  Απού τσ Αγίας Άννας κι εκεί παίρνει ο νήλιος προς τα βόρεια μέρη και πηδά ο πετεινός και πηδά ο άρνος και πηδά ο βοσκός και πηδά του βοσκού η 'υναίκα 
Άννα  Τ' αγιά Αντρέα αντρειούται η μέρα, της αγιάσ Άννης ανασαίνει, τ' αΐ Σπυρή παίρνει ένα σπειρύ τ' αΐ Δανιλίου νιώθουντο σ' τα γαϊνσύρια, τ' αϊ Βασιλείου παίρνει μιαν ώρα 
Άννα  Άλλοτες ελέανε πως απού τσ' Αγίας Άννας, π' αρχινά η μέρα και μεγαλώνει, παίρνει ο νήλιος προς τα βόρεια μέρη και πηδά ο άρνος και πηδά και του βοσκού η 'υναίκα 
Άννα  Από τσ' Αγίας Άννας, αξαιν' η μέρα νιά γατοπατησιά 
Άννα  Απού τσ' Αγίας Άννας παίρνει (αρχίζει) η μέρα και μεγαλώνει κι απού τ' Αη Ιαννιού του Κληδόνου παίρνει (αρχίζει) και μικραίνει 
Άννα  Τ' αγιά Αντρέα αντρειούται η μέρα, της αγιάσ Άννης ανασαίνει, τ' αΐ Σπυρή παίρνει ένα σπειρύ τ' αΐ Δανιλίου νιώθουντο σ' τα γαϊνσύρια, τ' αϊ Βασιλείου παίρνει μιαν ώρα 
Άννη  Άγιας Άννης να λογιέσαι και να μη δοξολογιέσαι
Άνοιξη  Ένας κούκος δε φέρνει την άνοιξη
Άνοιξη  Περπάτα ελαφρά την άνοιξη. Η Μητέρα Γη είναι έγκυος
Άνοιξη  Αν δε σπείρεις την Άνοιξη, δε θερίζεις το Καλοκαίρι.
Άνοιξη  Αν δε σπείρεις την Άνοιξη, σε αργεί το Καλοκαίρι.
Άνοιξη  Λουλουδάτα τρία πανέρια, η άνοιξη κρατάει στα χέρια.
Άνοιξη  Μ’ ένα λουλούδι, Άνοιξη δεν έρχεται.
Αντισθένης  Αντισθένους Ιμάτιον
Αντώνης  Είσαι για τον Άγιο-Αντώνη.
Αντώνης  Κόψε κέδρο, φτιάξε Αντώνη και από πλάτανο Θανάση, εάν πεις και για το Γιάννη, όποιο ξύλο να ‘ναι κάνει
Αντώνης  Τ’ Αγι' Αντωνιού, τ' Αϊ Θανασιού, του βλάχαρου ο Χειμώνας
Αντώνης  Τ’ Αγιαντωνιού τ’ Αηθανασιού, ειν’ η καρδιά του Χειμωνιού.
Αντώνης  Κόψε κέδρο κάμε Αντώνη, κι από πλάτανο Μανώλη, κι αν ρωτάς και για τον Γιάννη, ό,τι ξύλο κόψεις κάνει.
Αντώνης  Κόψε ξύλο κάνε Αντώνη κι από πλάτανο Θανάση (ή Μανόλη) κι αν ρωτήσεις και το Γιάννη, ό, τι ξύλο θέλεις (έχεις) κάνει.
Αντώνης  Κόψε ξύλο κάνε Αντώνη κι από πλάτανο Θανάση (ή Μανόλη) κι αν ρωτήσεις και το Γιάννη, ό, τι ξύλο θέλεις (έχεις) κάνει.
Αντώνης  Μπρος Μαρία, πισ’ Αντώνης
Αντωνία  Μπρος Μαριώ και πίσω Αντώνα
Αντώνιος  "Είναι η μούλα του Παπάντωνη"
Αντώνιος   Τ’ Αγι’ Αντωνιού, τ’ Αϊ-Θανασιού, του βλάχαρου ο χειμώνας.
Αντώνιος  Κόψε κέδρο, φτιάξε Αντώνη και από πλάτανο Θανάση, εάν πεις και για το Γιάννη, όποιο ξύλο να ‘ναι κάνει.
Αντώνιος  Παντρεύτηκε η Μαρία και πήρε τον Αντώνη με τρύπιο παντελόνι
Αντώνιος  Τις δεκαεφτά του Γεναριού είναι κυρά τ’ Άγι’ Αντωνιού.
Αντώνιος  Τ’ Αγιαντωνιού τ’ Αηθανασιού, ειν’ η καρδιά του Χειμωνιού.
Αντώνιος  Μπρος Μαριώ και πίσω Αντώνα.
Αντώνιος  Κόψε κέδρο κάμε Αντώνη, κι από πλάτανο Μανώλη, κι αν ρωτάς και για τον Γιάννη, ό,τι ξύλο κόψεις κάνει.
Αντώνιος  Κόψε ξύλο κάνε Αντώνη κι από πλάτανο Θανάση (ή Μανόλη) κι αν ρωτήσεις και το Γιάννη, ό, τι ξύλο θέλεις (έχεις) κάνει.
Αντώνιος  Αγάιτα, Αντώνη, κι' ο πουγγος σηκώνει
Αντώνιος  Γκιόνης σκούζει, Γκιόνης δέρνει, Γκιόνης πάνει κι άγκαλνάει.
Αντώνιος  Κουρέματα σου σαν τσ' αμπλάς, μια λύρα σαν τ' Αντώνη 
Αντώνιος  Ανήμερα τ' Αγι' – Αντωνιού, μας έπιασε φουρτούνα, ανάμεσα στο πέλαος μαζεύαμε μπαρμπούνια 
Αντώνιος  Και να τον κάψη κι' η φωτιά, του άϊ Αντωνιού η λάβρα 
Αντώνιος  Ως τ' άγι- Αντωνιού παγώνα πάει η τρούλλα του χειμώνα
Αντώνιος  Ως τ' άγι- Αντωνιού παγώνα πάει η τρούλλα του χειμώνα
Αντώνιος  Ως τ' αγι - Αντωνιού, τρυγόνα, είν' η γούρια του χειμώνα 
Αντώνιος  Κόψε ξύλο κάμε Αντώνη πάλε ξύλινος ο Αντώνης
Αντώνιος  Μπρος Μαρία, πισ’ Αντώνης
Αντώνιος  Πότε σου μημ πιστέησαι ΄ς την τίμια σου γυναίκα μα το κακόν οπόποθεν ο μαύρος Παπαντώνης
Απόστολος  Να σε παντρέψουμε Αποστόλη; Εσείς ξέρετε μαστόροι 
Απόστολος  Δώδεκα Απόστολοι, καθένας με τον πόνο του
Απόστολος  Χέσε μέσα Αποστόλη που δεν πήραμε την Πόλη
Απόστολος  Απόστολος παρήγορος χασάπικης ειρήνης
Απόστολος  Σε δώδεκα αποστόλους ήταν κι' ένας Ιούδας 
Απόστολος  Των Αγίων Αποστόλω τα παπούτσα και στο δρόμο
Απόστολος  Από δώδεκ' Αποστόλους και πάλιν ο ένας ήβγεν κακός 
Αραβέλλα  Απουπόξω μπέλα μπέλα κι' απού μέσα κατσιβέλα 
Αραβέλλα  Από 'πόξω μπέλα μπέλα κι από μέσα δεν εφέλα 
Αράχνη  Κι η αράχνη για να βγάλει το ψωμί της κάθε μέρα υφαίνει και ξυφαίνει.
Αράχνη  Κουκουβάγιες και αράχνες στα αρχοντικά.
Αράχνη  Η αράχνη τα μικρά έντομα πιάνει και τα μεγάλα της χαλάνε τον ιστό.
Άραψ  Αν καταλάβω Αράπης να γίνω
Άραψ  Τόν άράπη νά λευκαίνης, τοϋ κουφοϋ νά τυμπανίζης, τοΰ τυφλοΰ νά δείχνης στράταν, εύκαιρα τόν κόπο χάνεις.
Άραψ  -Χόρεψ’, Αράπη. -Δεν αδειάζω, αφέντη. Χόρεψ’ άράπη — δέ μπορ’ άφέντη
Άραψ  Σαν το μαλλί του Αράπη
Αρβανίτης  Αρβανίτη αν κάνεις φίλο, κράτα και κανένα ξύλο.
Αργυρά  Την Αργύρω βάλε να στα σάσω
Αργυρός  Ο Αργύρης κ΄ η Χρυσούλα, έκαμαν το Φαταούλα 
Αργυρός  Του βούλλωσ' ο Αργύρης το στόμα 
Αργυρός  Όταν ΄μιλούν οι ιερείς, Αργύρη, μη ΄μιλείς
Αρδαβάνης  Στων αμαρτωλώ τη χώρα κι ο Αδραβάνης ’πίσκοπος
Άρειος  ... του Αρείου το απύλωτον στόμα…
Αρετή  Η κακία πεθαίνει, αλλά η αρετή δεν πεθαίνει 
Αρετή  Αρετούσα τηνε λές την πολυειδωμένη 
Αρετή  Αρετούσα τηνε λές την χιλιομουσκεμένη 
Αρετή  Και πούθεμ μπου Ρωτόκριτος, και πούθεμ που Αρετούσα 
Άρης  Είναι πολλά τα λεφτά Άρη… Ήταν πολλά τα λεφτά, Άρη.
Άρτα  Η Άρτα είναι χρυσός μπαξές, κλουβί με πέντ' αηδόνια 
Άρτα  Ο Θεός να σε φυλάει από Αγιαννιώτη Τούρκο κι από Αρτινό Χριστιανό 
Αρτέμιος  Αμη αποτάσσει ο Άγι – Αρτέμης κοντάρζα;
Αρτέμιος  Αδελφέ Αρτέμιε, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
Αρτέμιος  Αρτεμάκη, από που φυσάν οι μύλοι; 
Αρτέμιος  Αρτέμης και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
Αρτέμιος  Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Αρτέμη κουταμάρες 
Αρχιμήδης  Ένα μύδι κι ένα στρείδι κάνουνε τον Αρχιμήδη
Αρχοντία  Η καθαριότητα είναι μισή αρχοντιά.
Ασημίνα  Αν αρτυθείς να φας αρνί κι αν κλέψεις να είν' ασήμι
Ασημίνα  Ασημένια μου μιλιά, χρυσή μου βουβαμάρα 
Αυγερινός   Η Μάρω μένει στα βουνά κι ο Γιάννος πάει στους κάμπους
Αυγερινός  Τ' άι Φιλίππου φίλησε κερά Πούλια την δύσι, και συ γλυκιέ Αυγερινέ την νύκτα για να σβύση 
Αυγή  Όσο με βόηθηκε η νύχτα και η αυγή, δε με βόηθηκε μήτε μάνα μήτε αδερφή.
Αυγή  Βοηθάει η νύχτα κι η αυγή σαν να ‘χω μάνα κι αδερφή.
Αυγή  Αράχνη είδες την αυγή; Σε καλό δε θα σου βγή 
Αυγή  Η νύχτα βγάζει επίσκοπο κι η αυγή μητροπολίτη.
Αυγή  Τ’ Αγιαννιού του Θεριστή, γυρίζει η μέρα κι η αυγή!
Αυγή  Αν δεν δουλέψεις την αυγή, γυμνός θα είσαι τη Λαμπρή.
Αυγή  Τση μελαχρινής η τζιέρα, νόστιμ' είναι κάθε μέρα και τση άσπρης τση μπουχνάτης, μιαν αυγή 'ν' η ομορφιά της
Αυγή  Αν είν' παπάς και λειτουργά, η αυγή θα μας το δείξει.
Αυγή  Μαύρα κι άσπρα σύγνεφα, η αυγή τα ξεχωρίζει 
Αύγουστος  Αύγουστε, καλέ μου μήνα, να 'σουν δυο φορές τον χρόνο.
Αύγουστος  Ήρθε ο Αύγουστος, πάρε την κάπα σου.
Αύγουστος  Κάθε πράμα στον καιρό του και ο κολιός τον Αύγουστο
Αύγουστος  Μακάρι σαν τον Αύγουστο να 'ταν οι μήνες όλοι.
Αύγουστος  Πάτησε και ο Αύγουστος, η άκρη του χειμώνα
Αύγουστος  Ο Αύγουστος νοικοκυράκος και ο Μάρτης διακονιαράκος.
Αύγουστος  Να ’σαι καλά τον Αύγουστο που είναι παχιές οι μύγες.
Αφροδίτη  Αφροδίτη ύν τέθηκε Θυσίασε γουρούνι στην Αφροδίτη Αρχαιοελληνική παροιμιακή φράση
Αφροδίτη   Η Μάρω μένει στα βουνά κι ο Γιάννος πάει στους κάμπους =
Άχμετ  Το ξέρει ο Αχμέτ, ο Μεχμέτ, και ο κόσμος όλος.
Βάια  Πότε νάρθη τω Βαγιώ να δακάσω τον κολιό 
Βάια  Σήμερά ναι του Βαγιώ τρώνι ψάρια κι κολιό κι ως τεν άλλη Κεριακή τρων το κόκκινο τ' αυγό 
Βάια  Βάγια Βάγια τω Βαγιώ, τρώνε ψάρια και κολιό, ως τεν άλλη Κυριατσή του μαμά κι του τσιτσί
Βάια  Βάγια βάγια τω βαγιώ, φάε ψάρι τσαί κολοιό, την απάνου Τουριατσή βάλε τ' άσπρο σου βρατσί τσαι να πάης στην εκκλησιά με τα κότσινα αυγά 
Βαλσάμων  Η σοδειά είναι βάλσαμο στα μάτια του γεωργού
Βαλσάμων  Οι φίλοι είναι βάλσαμο στην ψυχή
Βαλσάμων  Απήγανο και βάλσαμο της γης το χαμομήλι.
Βαλσάμων  Από κλωνί βασιλικού κι' από βαλσάμου ρίζα
Βάμβαξ  Δεν τον μέλει τον Γιαννάκη, αν εχάθη το βαμβάκι
Βαρβάρα  Άγιος Νικόλας φώναξε, Βαρβάρα απολογήθη και συ μικρέ Σαββατιανέ φύγε από την μέση.
Βαρβάρα  Τα Νικολοβάρβαρα για βρέχει για χιονίζει 
Βαρβάρα  Αν δεν έλθω τ' αγιού Στρατηγού θάρθω τ' άγιου Φιλίππου κι' αν δεν έλθω τ' άγιου Φιλίππου τα Νικολοβάρβαρα με παιδιά μου, με σκυλιά μου
Βαρβάρα  Βαρβάρα βαρβάρων', Σάββας σαβανών', άη Νικόλας παραχών', άη Γιώργης ξιναχών΄, άη Δημήτρης τα μαζών΄ 
Βαρβάρα  Τα Νικολοβάρβαρα και τα βουνά τρομάξαν 
Βαρβάρα  Έχει της αγιάς Βαρβάρας τα κλειδιά
Βαρβάρα  Εν η αγία Βαρβαρού 
Βαρβάρα  Να πάρη ο διάολος τον πατέρα της αγιάς Βαρβάρας 
Βαρβάρα  Φύγε, φύγε, κατσιφάρα (ομίχλη, καταχνιά) κι έρχεται στ' αγιάς Βαρβάρας 
Βαρβάρα  Βαρβαρίτσι, Νικολίτσι, Σάββα τι ήθελες στη μέση;
Βαρβάρα  Άγια Βαρβάρα μίλησε, κι Αη-Σάββας αποκρίθη, κι άγιος Νικόλας έρχεται στα χιόνια φορτωμένος.
Βαρβάρα  Άγια Βαρβάρα γέννησε, κι Αη-Σάββας το εδέχθη, κι ο Αη-Νικόλας έτρεχε να πάει να το βαφτίσει…
Βαρβάρα  Άγια Βαρβάρα μίλησε, Νικόλας απολογήθη κι εσύ κακόσαββα πού βρέθηκες στη μέση;
Βαρβάρα  Βαρβάρα βαρβαρώνει, Σάββας σαβανώνει, Νικόλας παραχώνει
Βαρβάρα  Η Βαρβάρα βαρβαρώνει, Αϊ-Σάββας σαβανώνει κι ο Αϊ- Νικόλας παραχώνει.
Βαρβάρα  Μπρος πίσω τα Νικολοβάρβαρα βαρύ χειμώνα κάνει.
Βαρβάρα  Απ’ τα Νικολοβάρβαρα αρχίζει ο Χειμώνας.
Βαρβάρα  Άγιε Νικόλα βόηθα με, Βαρβάρα μου λυπήσου με και συ καημένε Σπυρίδωνα θυμήσου με.
Βαρβάρα  Άι Βαρβάρα βαρβαρώνει, Άη Σάββας σαβανώνει κι Άη Θανάσης παραχώνει.
Βαρβάρα  Αγία Βαρβάρα μίλησε κι ο Σάββας απολογήθη: - Μαζώχτε ξύλα κι άχερα και σύρατε τα στο μύλο, τι ο Άγιο Νικόλας έρχεται στα χιόνια φορτωμένος.
Βαρβάρα  Αγία Βαρβάρα φώναξε κι Άγιος Νικόλας απεκρίθη.
Βαρβάρα  Βαρβάρα βαρβαρώνει, Σάββας σαβανώνει, Αϊ Νικόλας παραχώνει.
Βαρβάρα  Μπρος πίσω του Χριστού τα Νικολό – Βάρβαρα.
Βαρβάρα  Άγια Βαρβάρα εγέννησε Σάββα κι' άη Νικόλα 
Βαρβάρα  Άε Βαρβάρα φύσα, άε Σάββα βρέξον, άε Νικόλα σόνστσον
Βαρβάρα  Άι Βαρβάρα (γ)έννησε, γι' η Στελιανή το δέχτη, κι άης Νικόλας το 'κουσε, γιατί πά να το βαφτίση
Βαρβάρα  Αγιά Βαρβάρα φώναξε Σάββας απολογήθη, κι άϊς Νικόλας έτρεξε να πα να λειτουργήσει 
Βαρβάρα  Αϊ Βαρβάρα βαρβαρίζει κι άϊ Νικόλας χωματίζει 
Βαρνάβας  Ο απόστολος Βαρνάβας ανοί(γ)ει τα παντα(γ)ύρκα τζ' ο απόστολος Αντρέας βαδώννει τα 
Βαρνάβας  Ο απόστολος Βαρνάβας ανοίγει τα παναΰρκα, τζ' ο άϊς Μηνάς βαδώννει τα 
Βασιλεία  Όπου δόξα και μαντίρα, δέξου και την κυρ Βασίλαν
Βασιλεία  Όσο βιάζεται η Βάσω, τόσο κόβεται η κλωστή
Βασιλεία  Όπου γάμος και χαρά, η Βασίλω πρώτη.
Βασιλεία  Στογ καταραμένον τόπον οι μαϊμούδες βασιλεύκουν 
Βασιλεία  Γονικόν το παπαδίκι, σόϊ μ πάει το βασιλίκι
Βασιλεία  Όπου τάβλα και μαντήλα, δέχτου και την κυρ – Βασίλα 
Βασιλεία  Ο Κοντέλιας πάει στο Βόλο και η Βασίλω ξει τον κώλο.
Βασίλειος  Ο Βασίλης με τον παπά κι' η παππαδιά με το Βασίλη
Βασίλειος  Κόψε ξύλο κάμε Γιάννη κι από κουτσουπιά Βασίλη
Βασίλειος  Άστραψεν ο Βασιλιάτης τζιαί μουγκάρισεν ο σοιρός ες ει νερά
Βασίλειος  Κόψε ξύλο φκιάσε Γιώργο, κι απ' αγραγκελωνιά Βασίλη, κι αν ρωτήσης και για Γιάννη ό,τι ξύλο κόψεις, κάνει 
Βασίλειος  Βασίλη, τίμα τόν παπά — καί σύ παπά ’χε γνώση
Βασίλειος  Όπου τάβλα και μαντήλι και καλώς τον κυρ Βασίλη
Βασίλειος  Όσον καιρό θερίζαμε, Βασίλη κυρ Βασίλη, και σαν αποθερίσαμε «Ποιος είσαι, βρε κασίδη;
Βασίλειος  Αν παντρευτώ και κάνω γιο και βγάλω τον Βασίλη Και βγει πάνω στον πλάτανο να κόψει το σταφύλι και πέσει...Αχ τον γιο μου τον Βασίλη. Ή σε συντομία Τζιαν καμω γιον Βασιλη;
Βασίλειος  Άγιο Βασίλης έρχεται Γεννάρης ξημερώνει 
Βασίλειος  Τ' αγιά Αντρέα αντρειούται η μέρα, της αγιάσ Άννης ανασαίνει, τ' αΐ Σπυρή παίρνει ένα σπειρύ τ' αΐ Δανιλίου νιώθουντο σ' τα γαϊνσύρια, τ' αϊ Βασιλείου παίρνει μιαν ώρα 
Βασίλειος  Βασίλ', 'ς σα ξύλα, 'ς σό νερόν, Βασίλ', 'ς σή χαμαιλέτεν  ή Βασίλ' σα ξύλα, βασίλ' σην χαμελέτεν 
Βασίλειος  Ο Βασίλης με τον παπά κι' η παππαδιά με το Βασίλη 
Βασίλειος  Άγιος Βασίλης έρχιτι απ' τσι Γιαντσαριώτις, δόμ κι μέ τσανάκ' αλγόμ' γες 
Βασίλειος  Ο Βασίλης του τοππάρη είδεν το μουννίν τσ' εχάρη 
Βασίλειος  Ο Βασίλης με τα λόγια, χτίζ' ανώγια τσαι κατώγια 
Βασίλειος  Σν- Βασίλη με κοφτό – χάνι γιού τ ζες φτωχό
Βασίλειος  Σν- Βασίλη με ψητό – χάνι γιού τ ζες αρχόd 
Βασίλειος  Άμντα θαρζείς, πούναι ούλ' μέρες τ' 'Αη-Βασ' λειού; 
Βασίλειος  Όσό είχε το βουτσί κρασί, Βασίλη και Βασίλη, τώρα που σώθη το κρασί που σε είδα, βρε Βασίλη 
Βασιλεύς  Το γύφτο κάναν βασιλιά κι αυτός γύρευε ρείκια.
Βασιλεύς  Από πίσω βρίζουν και το βασιλιά.
Βασιλικός  Βασιλικός κι αν μαραθεί, την μυρουδιά τη έχει.
Βασιλικός  Βασιλικός στην πόρτα μας κι εμείς τονε ζητούμε.
Βασιλικός  Για χάρη του βασιλικού ποτίζεται και η γλάστρα.
Βεατρίκη  Κι εμείς έτσι δεν ήμασταν καλή μου Βεατρίκη;
Βενετία  O κόσμος είναι βενέτικη κρησάρα και τα κοσκινίζει όλα
Βενετία  Αβδέλλ' από Φηγκιά, γιατρός από τη Βενετιά 
Βενετία  Όποιος πουλάει στο σπίτι του πουλάει στη Βενετία ή Όποιος πουλεί στην πόρτα του, πουλεί στην Βενετία 
Βενετία  Ντα Μέγαρα, ντα πόλι, ντα Χάσια, ντα Βενετία. Έκαμες το Ληξούρι Βενετία
Βενετία  Στα είκοσ' είσαι Βενετιά στα τριάντα είσαι χώρα στα σαράντα μάδευκε και στα πενήντα 'φόρα 
Βενετία  Κάλλιον στην ερημιά να ζής με τα θεριά, παρά στη Βενετία με γυναίκαν κακιά 
Βενετία  Πως περνού στη Βενετία με τη πάσα μαριολίαν
Βενετία  Τα μικρά παιδιά είναι πενιτιά και τα μεγάλα (σαν αξίζουν) βενετιά 
Βενετία  Παρά παπούτσιμ που τηβ Βενεδκιάν, τζαί ναν 'μαρτζελλωμένον, κάλλιομ που τηγ γειτονιάν, τζαί ναν 'κομμαδκιασμένον
Βενετία  Στον τόπο σου πουλείς τη Βενεθιά
Βηχιανός  Βήχα καί συνάχι, χαρά σ' αυτόν πού τάχει 
Βηχιανός  Ο βήχας καί ο έρωτας δεν κρύβονται 
Βηχιανός  Η πλούτη κι' η νιότη φαίνεται. Τό ξυλόχτενο κι' ο βήχας ακούγεται 
Βηχιανός  Ο βήχας, ο έρωτας και τα λεφτά (χρήμα, παράς) δεν κρύβονται.
Βηχιανός  Τρόπος δέν είναι νά κρυφτή ο βήχας κι' η αγάπη, ιάτ' είναι πράμα φανερό, σάν τό κερί π' ανάφτει 
Βιθυνία  Αυτή έχει βουλιάξει γι αυτό τη λένε Βιθυνία.
Βίλντα  Βίλντα, Γιάννη, τουν Κώστα, κι' άλλους Κώστας δε 'νι 
Βλάμης  Πιάστηκαν βλαμάδες στα βαγγέλια 
Βλάσιος  Τ’ Άη Βλάση ζευγαρώνουνται ούλα τα πετούμενα κι ο λύκος
Βλαχέρνα  Τ' άη Γιαννιού με το μαντήλι, και τση Βλαχερνός με το καλάθι
Βόηθα  Όποιος δεν ξέρει να βοηθάει μένει κατάμονος και δυστυχάει.
Βοήθιος  Όποιος δεν ξέρει να βοηθάει μένει κατάμονος και δυστυχάει.
Βορεύς  Τα μαύρα νέφη του βοριά ,τα κόκκινα του νότου,κι εκείνα τα κατάμαυρα του σκύλου του σορόκου.
Βορεύς  Γέρο βοριά αρμένιζε και νότο παλληκάρι.
Βουνού  Βουνό με βουνό δεν σμίγει.
Βρέφος  Ο βασιλιάς του σπιτιού είναι το βρέφος
Βρέφος  Οι πολλοί μαμίδοι το βρέφος κοτσόν ποίγουν 
Βρέφος  Χαρά στο βρέφος π' αγρυπνά, τον γέρο που κοιμάται 
Βρέφος  Μυθωδώς λέγεται ότι βρέφος σφίγξαν από τον λαιμού όλον απήγξεν αυτά. 
Βροντεύς  Κουφού καμπάνα κι' αν βροντάς, λολλόν κι' αν θυμιατίζης και μεθυσμένο κι' αν κερνάς, ούλα τα χαραμίζεις 
Βροντή  Κάθα πράμα στο τζαιρόν του τζι' η βροντή στον ουρανό 
Βροντή  Όλο τον καιρό δεν ήτο (βροχή) και το Μάη εβροντολόγα 
Βροντή  Αλλού βροντάνε τα νερά κι αλλού αλέθει ο μύλος
Βροντή  Αλλού χτυπάει το νερό κι αλλού βροντά ο μύλος
Βροντή  Αν δεν αστράψει δε βροντά κι αν δε βροντά δε βρέχει
Βροντή  Βροντούν όλα τα σίδερα, βροντούν κι οι σακκοράφες. (Βροντά κι η σακοράφα)
Βροντή  Έχει το θεό της βροντής μέσα του
Βροντή  Κάθα πράμα στο τζαιρόν του τζι' η βροντή στον ουρανό 
Βροντή  Κοντά βροντή, μακρυά βροχή μακρυά βροντή, κοντά βροχή -
Βρούτος  Το λάθος, αγαπητέ μου Βρούτε, δεν είναι στ’ αστέρια, αλλά μέσα μας.
Γαβαλάς  Επήρε καιρό σαν του Γαβαλά την πιστόλα 
Γαβριήλ  Ατού ο Γαβρίλης
Γαία  Περπάτα ελαφρά την άνοιξη. Η Μητέρα Γη είναι έγκυος.(Ινδιάνικη παροιμία)
Γαία  Το να ακουμπάς τη γη είναι να έχεις αρμονία με τη φύση. .(Ινδιάνικη παροιμία)
Γαία  Γαία πυρί μιχθήτω.
Γαία  Γαίαν έχει ελαφράν.
Γαλανή  Ο Θεός να σε φυλά από τσι γαλανές 
Γαλανή  Όσες κουρούνες γαλανές, τόσες πεθερές καλές
Γαλανός  Γαλανός σαν το λουλάκι 
Γαρυφαλλιά  Μαζί με τη γαρυφαλιά ποτίζεται κι η γλάστρα.
Γαρυφαλλιά  Για της γαρουφαλιάς τουν καϊμό πιν' η γλάστρα του νιαρό 
Γαρυφαλλιά  Βρακί δεν έχει ο κώλος μας, γαρίφαλο στ’ αυτί μας.
Γαρυφαλλιά  Σ᾿ είχα γαρούφαλο στ᾿ αυτί, και τώρα σ᾿ έχω αγκάθι. 
Γαρυφαλλιά  Κασίδα στην κορφή και γαρούφαλο στ᾿ αυτί.
Γεράκης  Με τα γεράκια κάθουμαι τσσι μπούφοι δε φοβάμαι
Γεράκης  Ο διάβολος φαίνεται από τας μορφάς φιδιού, μαύρου γερακιού.
Γεράκης  Ο διάβολος φαίνεται από τας μορφάς φιδιού, μαύρου γερακιού. 
Γεράκης  Κακό γεράκι επέρασε από τη γειτονιά μας
Γεράκης  Γύρα, γύρα το γεράκι ως τα δίχτυα θε να φτάκει 
Γερακίνα  Κάλλιο τον λαγό παρά την γερακίνα 
Γερακίνα  Η πρώτη σκλάβα, η δεύτερη κυρά κ΄ η τρίτη γερακίνα, του τρώγει τα μυαλά 
Γεράσιμος  Ο γέρος ο Γεράσιμος τζ΄ η ΄ρκά η Παραδείσα είχαν τα πόθκια στέκοντα τζι ο κώλος τους εφύσαν.
Γεράσιμος  Αφέντ' άη – Γεράσιμε, μεγάλο 'ν' τ' όνομα σου, φύλλο δε σειέτ' από δεντρί, χωρίς το θέλημά σου 
Γεράσιμος  Εν τζ' εφ φαρράς του Γεράσιμου
Γεράσιμος  Ο άγιος Γεράσιμος ανοίγει τσι γιορτάδες, κι' ο άγιος Χαράλαμπος τσι κλείνει
Γέρων  Το γέρο δεν τον ρωτούν πού πονεί, αλλά πού δεν πονεί.
Γέρων  Ο όμορφος νιος κάνει κι όμορφο γέροντα
Γέρων  Γέρου πορδή μην ακούς, λόγο ν’ ακούς.
Γέρων  Θέλει η γριά και παίζει ο γέρος.
Γέρων  Όπ΄ έχει πλατειά καρδιά, ποτέ του δε γερνάει 
Γέρων  Νύν εν τω γήρατι επιδείξομαι την ανδρείαν
Γέρων  Τι έχεις γέρο που χορεύεις; Δε μ' αφήνουν τα δαιμόνια. (Αρκαδία)
Γέρων  Αν θες την ευτυχία σου και γέρος ν' αποθάνης, με τους μεγαλυτέρους σου ποτέ να μην τα βάνης
Γέρων  Του γέρου σκόνταμμα, του χάρου μήνυμα.
Γέρων  Χαρά στο νιο που νοιάζεται, το γέρο που γελάει.
Γέρων  Ζήε γέρο να παθαίνεις Ζήε γέρο να μαθαίνεις
Γέρων  Απ’ τ’ Αγιά Αντρεός και μετά τρύπωσε ο γέρος στα σκουτιά.
Γεωργία  Έκανε η Γιωργούλα θέλημα.
Γεωργία  Αυτά είναι ύδατα κυρά Γιωργούλα!
Γεωργία  Είσαι καμπίσια μικρή Γιωργούλα.
Γεωργία  Καυχιέται η Γιωργούλα μας το ποιος θα τη φιλήσει,
Γεώργιος  Άη Γιώργη μου βοήθα να φάνω το πανάκι μου
Γεώργιος  Αϊ Γιώργην όσον και να ξεπέφτει, πέντ' έξι άγιους ακόμ' αξίζει  ή Άη Γιώργης κι αν ξεπέσ δέκ άγιους καταπονεί
Γεώργιος  Του Σταυρού σταύρωσε και δένε, τ' Άη Γιωργιού τσιμάριζε κι αμόλα
Γεώργιος  Άγι Γιώρην βόγιαθα με. -αμ ανέμιζε και συ τα χέργια σ' κομμάτ'
Γεώργιος  Άι Γιώργη βοήθαμε σήκω κ΄συ μαγκούφι μου
Γεώργιος  Άλοον τ' Αγιωργιού (άλοον=άλογον) έντομο λεπτό μεγαλόσωμο (ο μάντις). Είναι 'γκακόν να το σκοτώσης, γιατί θυμώνει ο Άης Γιώργης
Γεώργιος  Αυτός είναι μπίτι Γιώργος
Γεώργιος  Βάλλεις τογ Γιωρκήν με τον Άΐγ – Γιώρκην;
Γεώργιος  Άγι’ Γιώργη μου Αράπη, βάσανα πώχει η αγάπη
Γεώργιος  Άγις Γεώργις σκορπά τα παιδιά, Άγις Δημήτρις τα μαζώνει κι άγις Νικόλας καλά τα συμμαζόνει
Γεώργιος  Άδεια π΄έχει ο Γιώργης να πάη στο στρατιωτικό
Γεώργιος  Άι Γιώργη Σκυριανέ, άι Νικόλα ψαριανέ, Ταξιάρχη Παναρμιώτη και αι Γιάννη Κρανιδιώτη
Γεώργιος  Άϊ μου Γεώργη μου, βοήθα μου. Μα σειέ και συ τα πόδια σου!
Γεώργιος  Απού τ' άϊ – Γιωρτζού στο 'ώμα τσ' απού τ' άϊ – Νιτσήτα, τσοίτα
Γεώργιος  Χαίριτι ο νιος τα νιάτα του κι ου Γιώργους για τις κάλτσες του.
Γεώργιος  Παρά πορδή έχασ' ο Γιώργης το γάϊδαρο
Γεώργιος  Ο Άϊς Γιώργης βρακώνει και ξεβρακώνει
Γεώργιος  Ο άη Γιώργη ο βούργαρος και σκορποφαμελίτης
Γεώργιος  Ο Άη – Γιώργης τ' αρχινάει κ' η Γαστριτσα τ' αποσώνει
Γεώργιος  Ξεπέλ' σε 'Εζ Γιώργης τ' αβγό του σο τσαΐρι. Ξαπόλυσε ο Άι -Γιώργης τ' άλογο του στο λιβάδι
Γεώργιος  Κόψε ξύλο φτιάσε Γιώργο κι από κουτσουκιά Θανάση, αν ρωτήσης και για Γιάννη, ότι ξύλο κόψης, κάνει
Γεώργιος  Κόψε ξύλο φκιάσε Γιώργο, κι απ' αγραγκελωνιά Βασίλη, κι αν ρωτήσης και για Γιάννη ό,τι ξύλο κόψεις, κάνει
Γεώργιος  Κόψε ξύλο φκειάσε Γιώργο
Γεώργιος  Κουμπάρε; τάχα να ήσαι καλεσμένος τ' Άϊ -Γιωργιού;
Γεώργιος  Κόσμος σ'τον Αγιώργη και σκυλιά σ' το Κουτσοπόδι
Γεώργιος  Κόσμος στον άγ' Γεώργη!
Γεώργιος  Εροματισέμ με ο Άης Γιώρκης
Γεώργιος  Εν να βάλης ρογ Γεωρκήν με τον άϊν Γεώρκιν;
Γεώργιος  Εμπήκε ο Γιώργης στο χωριό κι απάντησε το Γιάννο.
Γεώργιος  Είναι τ' Άϊ – Γιρωργιού και χορεύγη η Γιώργαινα
Γεώργιος  Είναι ακριβότερα από το σφουγγάτον του Άη Γιώργη
Γεώργιος  Γιώργου, Γιώργου, Γιωργαρά, παίξι το βιουλί καλά, να χουρέψ' ξ Κουσταντ'νιά μι του Γιώργου τουν ψαρά
Γεώργιος  Γιώργον είχα, Γιώργον πήρα, Γιώργον έστειλα στα ξύλα
Γεώργιος  Γιώργον είχα, Γιώργον πήρα και σκατά στο Γιώργο πόχω
Γεώργιος  Γιώργο Γιάννο γύρευε και Νικολό καρτέρει
Γεώργιος  Γιώργη, ο σορόκος φουσκώνει!
Γεώργιος  Βγήτσε καντήλα λάδι ο Γιώργις
Γεώργιος  Βαρβάρα βαρβάρων', Σάββας σαβανών', άη Νικόλας παραχών', άη Γιώργης ξιναχών΄, άη Δημήτρης τα μαζών΄
Γεώργιος  Αυτός είναι σαν εκείνον που καρζών' Άϊ Γεώργη απ' κάτ' απ' τ' άλογο
Γεώργιος  Χόλιασι ου Γιώργους κι έκαψε τις κάλτσες του.
Γεώργιος  Όλοι μιλούν για τ’ άρματα κι ου Γιώργους για τις κάλτσες.
Γεώργιος  Χαίριτι ο νιος τα νιάτα του κι ου Γιώργους τις κάλτσες του.
Γεώργιος  Τουν Γιώργου τουν χάριζαν παλάτια, κι αυτός κάλτσες κοίταζε.
Γεώργιος  Ο Αγιώργης τ’ ανοίγει και ο Αϊ Δημήτρης τα κλείνει.
Γεώργιος  Του Σταυρού κοίτα κι από του Αη –Γιωργιού ξεκοίτα
Γεώργιος  Απρίλης με τα λελούδια, Μάης με τα χορτάρια. Και του Αη – Γιωργιού να φέξει!
Γεώργιος  Άη Γιώρκη βοήθαμε τζιαι ‘σου τον πόδα τάρασσε
Γεώργιος  Ακριβὰ τα σφουγγάτα του αγίου Γεωργίου ή Άγια Γιώργε, ακριβά πουλεί τα σφουγγάτα
Γεώργιος  Απ’ τ’ Αη-Γιωργιού και πέρα, δως του φουστανιού σου αέρα. ή Από τ’ Άη-Γιωργιού και πέρα, παίρνουν τα φουστάνια αέρα.
Γεώργιος  Γιώργο είχα, Γιώργο πήρα κι αν η δόλια μεταχηρέψω πάλι Γιώργο θα γυρέψω
Γεώργιος  Είπαν το παιδί σου Γιώργο, ξαναβάφτισέ το!
Γεώργιος  Κάθε μέρα δεν είναι τ’ Αη-Γιωργιού.
Γεώργιος  Και τ’ Αη-Γιωργιού να φέξει.
Γεώργιος  Όπου Γιώργος και μάλαμα.
Γεώργιος  Θες να μάθης τι είν' ο Γιώργης; Δος του ράβδον εις το χέρι
Γεώργιος  Η λαμπρή καμάρα 'ναι και σκύψε να περάσης τ' άϊ Γιωργιού 'νεν η χαρά σαν έχης να 'γκινιασης
Γεώργιος  Η λαμπρή είν' καμάρα τσ' ας περνάη, τ' Αγιού Γεωργιού είν' το τέλος, φιάστε τα δραπανάτσια σας, γιατ' έφτατσε το θέρος
Γεώργιος  Αϊ-Γιώργη μου ακριβός είσαι.
Γεώργιος  Από τ’ Άϊ Νικήτα κοίτα, από τ’ Άϊ Γιωργιού ξεκοίτα.
Γεώργιος  Σαράντα ο γιατρός ο Κούκος, σαράντα κι ο Γιώργης ο μπούφος.
Γεώργιος  Σαμού φήνει τ' άβgο του Έζ Γιώργης σο τσαΐρι, έρτσεται η άνοιξη
Γιάκουμος  Ήντα σε κόφτει που τβ βουν του Γιακουμή.
Γιασεμή  Ο μακρύς με την κοντή πάνε σαν το γιασεμί, η μακρυά με το κοντό πάνε σαν τον πειρασμό κι απού είναι ίσια σαν τα κυπαρίσσια 
Γιασεμή  Στες είκοσι γαρύφαλλο, και εις τες τριάντα βιόλα και εις τες σαράντα γιασεμί και στους πενήντα 'μόλα 
Γιωργοδήμας  Ας με λένε Γιωργοδήμα κι ας πεθαίνω από την πείνα!
Γλύκων  Πικρόν του στομάτου, γλυκόν της καρδιάς 
Γλύκων  Κάλλιο λάχανα με γλύκα, παρά ζάχαρι με πίκρα 
Γουρίας  Μη βλέπης την άσσημη μου μούρη μόνον το καλό μου γούρι 
Γραία  Όσο βιάζεται η γριά, τόσο κόβεται η κλωστή.
Γραμματική  Ο κόσμος και το εμπόριο γραμματική δεν έχει
Γραμματικός  Γραμματικέ που δίδασκες και νόμο δεν εκράτεις.
Γραύς  Γάιδαρος είν' ο γάιδαρος, αν εφορεί και σέλλα, κ' η γριά κι αν εμορφίζεται, δεν γίνεται κοπέλα. (Κεφαλονίτικη)
Γραύς  Είπαν της γριάς να χέσει, κι αυτή ξεκωλιάστηκε.
Γραύς  Πες, πες το κοπέλι κάνει τη γριά και θέλει.
Γραύς  Η γριά το μεσοχείμωνο, πεπόνια αναζητάει
Γραύς  Τ’ Αγιαντρεός ο καιρός θεριώνει, χώνει τη γριά στο παραγώνι.
Γραύς  Πέρασε του Αϊ – Δημητράκη, άναψε γριά το τζάκι.
Γραύς  Η γριά Νέτζω χάλευε τον Δεκέμβρη μήνα κεράσια.
Γρηγορία  Εγληγόρεψ' η Γληγόρω σίντας είδε την κομμάτα! 
Γρηγόριος  Του Μελέτη τη γεναίκα ο Γρηγόρης τηνε πήρε 
Γρηγόριος  Ο Μελέτης εμελέτα κι ο Γρηγόρης εγρηγόρα
Γρηγόριος  Το γλήορον και το καλόν ΄εν παν μαζίν τα δκυό τους.
Γρηγόριος  Ε Μελέτης εμελέτα, τσ' ε Γληγόρης επαντρεύτη 
Γρηγόριος  Θα σε πιάση ο γέρω Γληγόρης με τη λαγούσα του 
Γρηγόριος  Ο Μελέτης εμελέταν τζι ο Γληόρης επελέκαν.
Γρηγόριος  Ο Γρηγόρης εγρηγόρει κι ο Μελέτης εμελέτα, κι ο Γρηγόρης τηνε πήρε του Μελέτη τη γυναίκα.
Δαίμων  Ήθος ανθρώπω δαίμων.
Δαλιδά  Είναι φτούνη 'φτου μια κακούργα Δαλιδά! 
Δαλιδά  Μωρή κακούργα, Δαλιδά, άει στο διάλο, μωρή! 
Δαλιδά  Τα κανόνισε, λοιπόν, η Δαλιδά κι είχε πράγματι μια ανιψιά ξεγυρισμένη και κόμματο αλλιώτικο.
Δάμασκος  Άγουρα δαμάσκηνα και πικρές ελιές.
Δαμιανός  Τον έφεραν από τον Κοσμά και το Δαμιανό
Δανάη  Αγέρας και γυναίκα δεν κλειδώνονται.
Δαναός  Φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντας. Βιργίλιος, 70-19 π.Χ., Λατίνος ποιητής
Δέσποινα  Ούλοι οι Άγιοι σαν την Δέσποινα είναι;
Δέσποινα  Στον πορισμένο τον καιρό, δυστυχισμένη χώρα, εγώ η Μάρω δέσποινα και ο Γιάννης Θεολόγος
Δέσποινα  Εγώ η Μάρω, Δέσποινα κι' ο Γιάννης, θεολόγος
Δέσποινα  Ούλοι οι άγιοι δεν είναι σαν τη Δέσποινα 
Δέσποινα  Παναγία μου Δεσποινα μου στραβοκούφανε τομ παπά μου
Δέσποινα  Σε τούτη την περίσταση στον οργισμένο τόπο, έγιν' η Κούτσω δέσποινα, κι ο Γιάννης θεολόγος 
Δέσποινα  Όσα να τς δώκς η Δέσπω δε σ' λει κ' πολλά έτη 
Δέσποινα  Αλλού με τρίβεις Δέσποινα, κι αλλού εγώ πονάω.
Δέσποινα  Σ’ τον μπιρισμένο τον καιρό δυστυχισμένη χώρα, εγώ η Μάρω Δέσποινα κι ο Γιάννης Θελόγος
Δέσποινα  Ας με λένε δεσποτίνα κι' ας πεθνήσκω πε τη πείνα
Δέσποινα  Οποία η δέσποινα, τοίαι και αι θεραπαινίδες.
Δεσπότης  Φοβήθηκε ο παπάς τον Νοέμβρη και ο Δεσπότης τον Φλεβάρη.
Δεσπότης  Άλλου μέ τρίβεις, δέσποτα, κι άλλοϋ ’χω ’γώ τόν πόνο
Δεσπότης  Κάθε πρώτη του μηνός, για δεσπότης, για φανός.
Δεσπότης  Αν ήταν καλή η δουλειά, θα δούλευε κι ο Δεσπότης.
Δεσπότης  Σαν θέλει η μοίρα, ο μυλωνάς γίνεται και δεσπότης.
Δεσπότης  Καλά είν’ τα φαρδομάνικα, μα είν’ για δεσποτάδες.
Δήμαρχος  Και στο δήμαρχο να πας, γαϊδουρινή θα τηνε φας!
Δήμαρχος  Οι βλάχοι γίναν δήμαρχοι κι οι γύφτοι καπετάνιοι.
Δήμητρα  Δημητρούλα μου γειά σου πάρτα όλα δικά σου.
Δημήτριος  Όλα τα μάτια άγιο Δημήτριο δεν βλέπουνε 
Δημήτριος  Την μέρα του Αγίου Δημητρίου ο χειμώνας σκαρφαλώνει στο φράχτη.
Δημήτριος  Ο μπαρμπα-Δημήτρης τινάζει τα άσπρα γένια του και πέφτει το πρώτο χιόνι
Δημήτριος  Πούστης τον πούστη αγαπά, πουτάνα τη πουτάνα, κι ο Μήτσος ο κωλομπαράς τους παίρνει όλους σβάρνα.
Δημήτριος  Τ’ άη – Δημητριού, τι είσαι ‘σύ και τι ‘μαι εγώ λέει το νιο κρασί στο παλιό.
Δημήτριος  Τον τρυγητή ξερόκανε τον Άγιο-Δημήτρη λασπόκανε.
Δημήτριος  Τ’ Αϊ – Δημητριού, μικρό καλοκαιράκι, κράτα το πουκάμισο και πέτα το σακάκι.
Δημήτριος  Πέρασε του Αϊ – Δημητράκη, άναψε γριά το τζάκι.
Δημήτριος  Ο Αγιώργης τ’ ανοίγει και ο Αϊ Δημήτρης τα κλείνει.
Δημήτριος  Άγιος Δημήτρης έρχεται (έφτασε) στα χιόνια φορτωμένος.
Δημήτριος  Έκαμε κι ο Νιόνιος βάρκα κι όλη μέρα τηνε καλαφάτιζε
Δημήτριος  Αη-Δημητράκη, μικρό καλοκαιράκι.
Δημήτριος  Τα έκαναν τάτσι μίτσι κότσι, και σε συντόμευση 'Τα τακιμιάσανε"
Δημήτριος  Άγιο Δημήτρη το σπυρί σου ως του Αγίου Πλατάνου 
Δήμος  Θαν το φας και θα ειπείς και το Δήμο λεβέντη!
Δήμος  Τα θρέφ' ο δήμος λοιμόν φοβούνται;
Δίας  Βούλευμα μεν το Δίον, Ηφαίστου δε χειρ. Αισχύλος, 525-456 π.Χ., Αρχαίος τραγικός ποιητής (Προμηθεύς Δεσμώτης) (για τα δεσμά του Προμηθέα)
Δίας  Αεί γαρ πίπτουσιν εύ οι Διός κύβοι. Σοφοκλής
Διογένης  Εἰ μὴ Ἀλέξανδρος ἤμην, Διογένης ἂν ἤμην. (Αν δεν ήμουν ο Αλέξανδρος, θα 'θελα να 'μουν ο Διογένης)
Διόνυσος  Αν σου κάτσει η Μαρία, τύφλα να’ χει ο Διονύσης.
Διόνυσος  Από τ' Άγιου - Διονυσίου και πέρα μπαίνει η οργή στη θάλασσα 
Δόξα  Μη ζητάς τή δόξα περισσότερο από την ευτυχία! 
Δόξα  Μόνε δεις τή Δόξα μ', μή φοβάσαι!
Δόξα  Νειάτα και κάλλη φτείρουνται και πλούτος μπατταλεύγει, μόνο μιά δόξα και τιμή στό κόσμο βασιλεύκει 
Δόξα  Όταν έρθ' η δόξα, χάνεται το μνημονικό
Δόξα  Οι δόξες είναι αστραπές πού φέγγου μά πετούσι κ' εις ανοιγοσφάλισμα των ομματιώ σκορπούσι 
Δόξα  Πάντα όσ' άν ποιήτε εις δόξαν Χριστού καλώς ποιείτε 
Δόξα  Πολλοί τον πλούτον εμίσησαν την δόξαν ουδείς 
Δόξα  Ποτέ ανθισμένος δρόμος δεν οδηγεί στή δόξα 
Δόξα  Ουδέν κτήμα σεμνότερον της δόξας, πλήν μόνης της αρετής. Πάντων δ' ευτυχέστατος είναι ο αμφοτέρας ταύτας κατέχων
Δόξα  Ως πού να πή δόξα Πατρό, πέφτ' η πέτρα κί τόνε βαρεί 
Δόξα  Δόξα από βραδύ κάπα κρέμα στό μαντρί
Δόξα  Δόξα νάχεις τρυγητή μου που ‘δα τρίχα στο μουνί μου.
Δόξα  Δόξα να ’χεις Αγιάννη μου Θεριστή, που ’δα την πούτσα μου ορθή!
Δόξα  Ιδού δόξης στάδιον λαμπρόν.
Δόξα  Ο πλούσιος έχει την τιμή, ο πλούσιος και τη δόξα.
Δόξα  Αγεράσης τσ' ά-χ-χαλάσης, την καλήν τή-δ-δόξα θάσης 
Δούλη  Η κυρά έχει το σπίτι και η δούλα το κλειδί 
Δούλη  Η κυρά έχει τον άντρα και η δούλα τα κλειδιά! 
Δούλος  Αφέντες και δούλοι ένα γίναμε ούλοι.
Δούλος  Να δουλεύεις σαν το δούλο και να τρως σαν τον αφέντη.
Δράκων  Έκλασεν ο δράκος τζ' έκαμα εγιώ αγγόνιν
Δράκων  Μέθ θωρείς την οσσιάσ σου έτσι μηαλήτζ' τζαί νομίζης, πως είσαι δράκος
Δράκων  Έκλασεν ο δράκος, τζ' έβκαλεφ φωνήν
Δράκων  Ο δράκος βρίσκει λέσα πεθαμέν ανθρώπ' ξεχών' έτρωε. 
Δράκων  Δράκου ρίζα νάχη (δε γλυτώνη) η κωκλή
Δροσίς  Από τσου ξένους δροσιά, κι από τσου δικούς φωτιά
Δροσίς  Όποιος τσοιμάται στη δροσιά τσαί στη δροσοπεζούλα κακοχειμώνα τημ περνά η έρημη του γούλα
Δροσίς  Άντρα μου, καλάντρα μου, τρώς κρομμύδι, τρώς δροσιά, τρώω κι' εγώ τ' αυτγά με το πολύν πολύν πιπέριν και καίεται η καρδιά μου 
Δροσίς  Από κρυφοθέρμη περίμενε να σου δώση δροσιά
Δροσίς  Ο Μάης ρίχνει τη δροσιά, Απρίλης τα λουλούδια 
Δροσίς  Ο Θεός με τον πάγο δροσίζει και με την δροσιά καίγει 
Δροσίς  Κατακαϊμένε άνθρωπε σαν πόντικας γεννιέσαι, σαν λοντάρι θρέφεσαι, σαν τη δροσιά χαλειέσαι
Δροσίς  Όποιος δεν επερπάτησε τη νύχτα με φαγγάρι και την αυγή με τη δροσιά τον κόσμο δεν εχάρη
Δροσίς  Οι όψιμες θέλουν βροχές κι οι πρώιμες δροσούλες.
Δροσίς  Τ’ Αγιαννιού του Ριγανά, θέλουν τα μνιά δροσιά!
Δροσίς  Τρώω βούτυρο κι' αυγά, μου έφαγαν την καρδιά. Τρώω κρεμμύδια, τρώω δροσιά 
Δροσίς  Τα σύκα θέλουνε δροσιά και τα κεράσια κάψα
Δροσίς  Άλλο δεν έψησε την Οσία Μαρία, παρά η δροσιά του Μαγιού 
Δροσίς  Ανάρια τα κλωνάρια του κουνάει ο γερο-πεύκος, και πίνει και ρουφάει δροσιά κι αχολογάει και τρίζει
Δροσίς  Ήμεις οι ζέν ιδώ ήμαστι σαν τ' δροσούλα στου κλαράκ'
Δροσίς  Αυτός είναι ανιδρόσγους παπάς πουτέ δεν είδαμι τ' δρουσιά τ' 
Δύση  Άστραψε στην Ανατολή και βρόντηξε στη Δύση.
Δώρος  Το δώρον θέλει αντίδωρον 
Δώρος  Φόβου τους Δαναούς και δώρα φέροντας
Δώρος  Και το δώρο, για μια θύμησ' είναι 
Δώρος  Μερικών ανθρώπων κ' η αποδωρά των είναι φαρμάκι 
Δώρος  Πέντι παραδιού δώρου η χαρά τ' είνι μιγάλ' 
Δώρος  Το δώρο έχει αντίδωρο.
Δώρος  Δώρο αν είναι και μικρό, μεγάλη χάρη έχει.
Δώρος  Εχθρών άδωρα δώρα ούκ ονήσιμα
Ειρήνη  Κάλλια χόρτα με ειρήνη, παρά ψάρια με τη γκρίνη
Ειρήνη  Χόρευγε Μαριά και Ρήνη χόρευγε κ’ εσύ Φροσύνη 
Ειρήνη  Μωρή Ρίνα καί Κατίνα καί Σοφιά και Καταιρίνα φέρε μ' τά σαφιά μου καί τά μεταξωτά μου. - Μία έχεις κι είμαι γω. Ένα τ'όχεις κι είν' ογρό καί κρέμεται στόν καπνό 
Ειρήνη  Απόστολος παρήγορος χασάπικης ειρήνης
Ειρήνη  Ζήσε εν ειρήνη γιά νά τρώς ψωμί γλυκό! 
Ειρήνη  Κάλλια ρίγανη κ' ειρήνια πέρι ζάχαρη καί γκρίνια 
Ειρήνη  Κάλλιο ξερό ψωμί μέ ειρήνη, παρά μάγγανα μέ μέλι 
Ειρήνη  Όποιος ζεί μέ ειρήνη, κοιμάται αναπαυμένος! 
Ειρήνη  Ρήνεια μόνοια,νά σκάσουν τά δαιμόνια 
Ειρήνη  Ρήνα, Ρήνα κυρά Ρήνα, πάρ' τον Καλογιάννο άντρα 
Ειρήνη  Κάλλιο λάχανο και ΄ρήνια πάρα ζάχαρι και γκρίνια
Ελένη  Ελένη Μπιρμπιλόχαρτη και ούγια λευκαμένη! 
Ελένη  Και η Ελενιώ τον άντρα της με τους πραματευτάδες 
Ελένη  Της Πηνελόπης ο αργαλειός βελόνι της Ελένης 
Ελένη  Της Ελένης το βρακί, κρέμεται στο μπογιατσή, κάνει πάνω κάνει κάτω, όλο τσιρλιτό γεμάτο
Ελένη  Λεν την λεν την λεν και Λέν' με λεν σου λέω, δεν σου λέγω πως με λεν
Ελένη  Για τ' ατήν την Ελενίτσαν, για τ' ατήν αντρώς κ ευρέθεν και καρσάν κ' επελεκέθεν
Ελένη  Άγια Λένη να λογιέσαι και να μή δοξολογιέσαι 
Ελένη  Ένδοθι την Εκάβην, έκτοθι την Ελένην
Ελένη  Η Κοντύλω με την Λένη 
Ελένη  Έσιει κυράς Ελένης που το πωρνόν; Σφίξε τα ξεβλοράμματα. Έσιει το δείλις; Κόψε τα ζεβλοράμματα
Ελένη  Εν το κουτσόν της αγίας Ελένης
Ελένη  Κυρά Σελένη το βράδυ, βάλε σπόρο στο σακκί. Κυρά Σελένη το πωρνό, βάλε ρόβιν των βωδιών 
Ελευθερία  Ελεύτερος καί λεύτερη μαντήλι διπλωμένο 
Ελευθερία  Η ζάχαρ' είναι ζάχαρη, τό μέλι είναι μέλι, δέν είν' ελεύθερος κανείς νά κάνη ό,τι θέλει! 
Ελευθερία  Λευτεριά για να (μ') ορίζεις, λευτεριά για να με γδύσεις 
Ελευθερία  Τη λευτεριά του ο άνθρωπος σα χάσει τι του μένει; 
Ελευθερία  Λευτεριά να κλέφτουμε, και να μη μάς πιάνουνε! 
Ελευθερία  Λευτεριά για να (μ') ορίζεις, λευτεριά για να με γδύσεις 
Ελευθερία  Λευτεριά θα πει να μη με βλάβης, και όχι να μπορείς να κάνης τσ' όρεξαίς σου 
Ελευθερία  Λευτεριά θα πει, να κάνεις τη δουλειά σου! 
Ελευθερία  Λευτεριά και να με δέρνουν, χέζω μεσ' στη λευτεριά του 
Ελευθερία  Λευτεριά και να με πεινάνε, χέζω μεσ' στη λευτεριά μου 
Ελευθερία  Τη λευτεριά του ο άνθρωπος σα χάσει τι του μένει; 
Ελευθέριος  Άϊ μου Λευτέρη άρτο και διπλέρι 
Ελευθέριος  Άϊ μου Λευτέρη άρτο και διωλέρι 
Ελευθέριος  Χα ο Λεφτέρτς, και πασιά λέγωσε 'πέατον Λεφτέρ
Ελπίδα  Όποιος βόσκεται μ’ ελπίδας, αποθαίνει και της πείνας.
Ελπίδα  Πάμε στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα.
Ελπίδα  Η ελπίδα είναι το ψωμί των φτωχών
Ελπίδα  Ο ζευγίτης κάθε χρόνο έχ’ ελπίδα να πλουτίσει”
Ελπίδα  Όσο υπάρχει ζωή, υπάρχει ελπίδα
Ελπίδα  Μα η ελπίδα μιας άνοιξης ζεί και μέσα στην καρδιά του χειμώνα.
Ελπίδα  Η μέρα που ο Θεός δημιούργησε την ελπίδα ήταν πιθανότατα η ίδια μέρα που δημιούργησε την Άνοιξη.
Ελπίδα  Η ελπίδα είναι καλό πρόγευμα αλλά κακό δείπνο.
Ελπίδα  Η ψεύτικη ελπίδα σκοτώνει πιο γρήγορα από την πικρή αλήθεια.
Ελπίδα  Οι δυνατοί έχουν θέληση και οι αδύναμοι έχουν ελπίδα.
Ελπίδα  Την ελπίδα ούτε η φωθκιά την κρούζει μήτε το νερόν την πνίει
Ελπίδα  Η ελπίδα είν' ως αστραπή πού ωσάν τήν διής εχάθη, τό πόδι της οπού βαλε ποτέ τής δέν εστάθη 
Εμμανουήλ  Υπομονή Μανόλη, σαν υπομένουν όλοι.
Εμμανουήλ  Με γεια Μανώλη την καμιτζόλα εφτά δραχμές είχε με χάτριζια μ' όλα
Εμμανουήλ  Ξυπασμός, μωρέ Μανώλη 
Εμμανουήλ  Κατά το μαστρο Μανώλη και τα κοπέλια του
Εμμανουήλ  Όρτσα Μανώλης πόντσα Μιχάλης
Εμμανουήλ  Το είπε κι' ο κυρ Μανώλης! 
Εμμανουήλ  Κάνω 'γω κι ας είναι σκόλ' για να ντύσου του Μανώλ' ... (σε μερικές περιπτώσεις συμπληρώνεται με) ...π' ο φορεί καθόλ' βρακί,
Εμμανουήλ  Έκαμα τουν του Μανώλ' τσι βρακουζώνι 
Εμμανουήλ  Θάμμασμα, μαρέ Μανώλ' σ' ένα κλήμα δυό σταφύλια
Εμμανουήλ  Θύμωσε (Άλλαξε) ο Μανωλιός κι έβαλε τα ρούχα (βρακί, σκούφια, κάπα) του αλλιώς
Εμμανουήλ  Ο Μανώλης με τα λόγια, χτίζει ανώγεια και κατώγεια. (κι εκατό παραθυράκια)... Ο Μανώλης με τα λόγια χτίζει ανώγια και κατώγια, κι αν τα λες και δεν τα κάνεις την υπόληψή σου χάνεις 
Εμμανουήλ  Κόψε ξύλο κάνε Αντώνη κι από πλάτανο Θανάση (ή Μανόλη) κι αν ρωτήσεις και το Γιάννη, ό, τι ξύλο θέλεις (έχεις) κάνει.
Εμμανουήλ  Κόψε κέδρο (ξύλο, πρίνο) κάμε Αντώνη, κι από πλάτανο (κερασιά, κουμαργιά) Μανώλη (Θανάση), κι αν ρωτάς και για τον Γιάννη, ό,τι ξύλο κόψεις κάνει, και αν πεις και για Νικόλα, κάμνουνε τα ξύλα όλα 
Εμμανουήλ  Άλλαξεν η χήνα τα 'εβαλ' οδ' εκείνα, άλλαξεν η πάπια κι' έβαλε τα σάπια, άλλαξε κι' ο Μαγαλιός κι' έβαλε την κάππα αλλεώς 
Εμμανουήλ  Έσέ τα λέω, Μανώλη, για να τ' ακούνε όλοι 
Εμμανουήλ  Α λαλήσ' κι' α δε λαλήσ' κ'δούνια τάχ' η Μανωλής 
Εμμανουήλ  Θα γίνη του Κουτρούλ' το πανηγύρι και του Μανώλ' ο γάμος 
Εμμανουηλία  Μανουελίτσα, από που φυσάν οι μύλοι;  
Εμμανουηλία  Μανουέλλα και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
Εμμανουηλία  Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Μανουέλλας κουταμάρες
Εμμανουηλία  Αδελφή Εμμανουέλλα, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
Εξακουστός  Η φήμη κάνει τον άνθρωπον ξακουσμένον
Επίσκοπος  Θεωρία επισκόπου και καρδία μυλωνά
Επίσκοπος  Η νύχτα βγάζει επίσκοπο κι η αυγή μητροπολίτη.
Επίσκοπος  Άδε νουν για πίσκοπον! 
Επίσκοπος  Α δεν ορίζη ο πίσκοπος, ποιος διάολος ειν' που ορίζει; 
Επιφάνιος  Όπου τοβ Βάτον, βάδωννε όπου μητέραν, φεύκε, τζ’ όπου τομ πελλοπίφανον μπήε τη στύπαν μέσα (Κύπρος)
Εριφύλη  Αδελφή Εριφύλη, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
Εριφύλη  Εριφυλίτσα, από που φυσάν οι μύλοι; 
Εριφύλη  Εριφύλη και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
Εριφύλη  Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Εριφύλης κουταμάρες = Ειρωνικά
Ερίφων  Αν σμίξουν τα Δεματορά με το καϊμένο Ρίφι, τότες θενα συγκάνουνε η πεθερά κι η νύφη
Ερμής  Η Μάρω μένει στα βουνά κι ο Γιάννος πάει στους κάμπους
Ερμιόνη  Πέφτει βροχή – παντρεύοντ' οι φτωχοί. Πέφτει ψιχάλα – παντρεύετ' η δασκάλα. Πέφτει χιόνι – παντρεύετ' η Ερμιόνη (ή και το μάρμαρο παγώνει)
Ερμογένης  Απ' ατου άϊ (γι)άννυ τ' άϊ Αρμογενιού
Έρωτας  Ο βήχας, ο έρωτας και ο παράς (τα λεφτά) δεν κρύβονται.
Ερωτόκριτος  Και πούθεμ μπου Ρωτόκριτος, και πούθεμ που Αρετούσα 
Εύα  Γαμώ το μουνί της Εύας
Εύα  Αν εγελάστηκε ως κι ο Αδάμ, είναι που ήταν η Εύα !
Εύα  Τζείνα πόσ' η Ευαλλού, ζητά να τα φορτώσ' αλλού
Εύα  Εμέλ' λαλούσιν Ευαλλούν, σήμερα δα, τζ' άρκον αλλού ή Εμέναγ κράζουμ μ' Ευαλλούν, σήμερα δα τζ' αύριον αλλού 
Εύα  Εύα, από που φυσάν οι μύλοι;
Εύα  Εύα και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
Εύα  Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Εύας κουταμάρες
Εύα  Η γυναίκα είναι Εύα, σε γελά κάθε μέρα 
Εύα  Οι γυναίκες είναι Εύες (πονηρές)
Εύα  Κανένας δεν υπάρχει που να μην έχει πάρει μυρουδιά από τον Αδάμ κι από τα μεσοφούστανα της Εύας.
Εύα  Αδελφή Εύα, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
Ευαγγελία  Ο Γιαννος και η Βαγγελιω σε ενα σχολειό πηγαινουν!
Ευαγγελία  Άμα υπάρχει το λιλί, χορεύει και η Βαγγελή
Ευάγγελος  Καλώς τον κύριο Ευάγγελο που ‘χει την τρίχα κάγκελο
Ευάγγελος  Σκίσε με Βαγγέλη και πέτα με στ΄ αμπέλι
Ευάγγελος  Άλλοι παπάδες ήρθανε, άλλα Βαγγέλια φέραν.
Ευάγγελος  Στάζει μέλι η πούτσα του Βαγγέλη.
Ευάγγελος  Κόψε ξύλο κάμε Σπύρο, κι από κουτσουπιά Βαγγέλη, κι α ρωτάς και για το Γιάννη/ ό,τι ξύλο βάνεις κάνει (πιάνει)
Ευάγγελος  Βαγγέλη, βαγγελίσετε, σιτάρια σηκωθήτε ( ξεπαχνάσετε ) 
Ευγένης  Αδελφέ Ευγένιε, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
Ευγένης  Ευγενάκη, από που φυσάν οι μύλοι; 
Ευγένης  Ευγένης και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
Ευγένης  Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Ευγένη κουταμάρες 
Ευγενία  Στις καστανιές του Παπαλιώνη κλαίει η Βγένω και δεν μορώνει…(Αντρώνι)
Ευγενία  Η ευγένεια δεν πωλείται στο παζάρι
Ευγενία  Απού το καλαμοβράκι του τρέχ΄η ευγένεια
Ευγενία  Ευγένεια μένει παντού και πάντοτε ευγένεια
Ευγενία  Η ευγένεια ούτε πουλιέται ούτε εξαγοράζεται 
Ευδοκία  Ευδοκίτσα, από που φυσάν οι μύλοι;
Ευδοκία  Ευδοκώ και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
Ευδοκία  Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Ευδοκίας κουταμάρες
Ευδοκία  Ο κόσμος εκαιούνταν κι η Ευδοκία ευλογούνταν 
Ευδοκία  Αδελφή Εδοκία, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
Εύη  Αν η ομοφυλοφιλία ήταν φυσιολογική, θα έφτιαχνε τον Αδάμ και τον Εύη
Ευθυμία  Θύμωσε η Θυμιώ και ξύπνησε το πρωί με θυμό.
Ευμορφία  Αδελφή Ευμορφία, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
Ευμορφία  Μορφούλα,από που φυσάν οι μύλοι;
Ευμορφία  Ομορφούλα και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
Ευμορφία  Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Ευμορφίας κουταμάρες
Ευμορφία  Στόλιζε το κούτσουρο, να ιδής την ευμορφιά του
Ευμορφία  Η νύφη μας την ευμορφιά στην κεαλή την έχει 
Ευσταθία  Ευσταθίτσα, από που φυσάν οι μύλοι; 
Ευσταθία  Στάθω και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
Ευσταθία  Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Σταθούλας κουταμάρες 
Ευσταθία  Αδελφή Ευσταθία, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
Ευτύχης  Η μόρφωση τον ευτυχή στολίζει, τον άτυχο με θάρρος τον οπλίζει.
Ευτυχία  Στην ευτυχία έχεις πολλούς, στη δυστυχία κανέναν.
Ευτυχία  Σαν κυνηγάς την ευτυχία, να σηκώνεσαι νωρίς.
Ευτυχία  Μη γυρεύεις την ευτυχία. Έρχεται μόνη της.
Ευτυχία  Η ευτυχία μοιάζει με χειμωνιάτικο ήλιο. Ανατέλλει αργά και δύει νωρίς.
Ευτυχία  Η ευτυχία με τη δυστυχία σ’ ένα έλκηθρο ταξιδεύουν (Ρώσικη)
Ευτυχία  Η ευτυχία έχει ανησυχίες και η δυστυχία ελπίδες.
Ευτυχία  Η ευτυχία είναι το μόνο πράγμα που μπορείς να δώσεις χωρίς να το’χεις.
Ευτυχία  Η ευτυχία είναι διάλειμμα της δυστυχίας.
Ευτυχία  Ευτυχία δεν είναι να κάνεις αυτό που θέλεις, αλλά να θέλεις αυτό που κάνεις.
Ευτυχία  Τα λεφτά δεν κάνουν την ευτυχία
Ευτυχία  Η ευτυχία έχει κατοικήριο τη ψυχή και δεν βρίσκεται στα χρήματα ή στα βοσκοτόπια
Ευφροσύνη  Φροσούλα, από που φυσάν οι μύλοι; 
Ευφροσύνη  Φρόσω και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
Ευφροσύνη  Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Φρόσας κουταμάρες
Ευφροσύνη  Άλλη καμιά δεν το ᾿βαλε το λαχιουρί φουστάνι, πρώτη η Φροσύνη το ‘βαλε και βγήκε στο σιργιάνι.
Ευφροσύνη  Τούτα λογιάζει η Νένα τση, κι άλλα λογιάζει εκείνη, κι άλλα ξομπλιάζει η Αρετή, κι άλλα θωρεί η Φροσύνη
Ευφροσύνη  Χίλια καντάρια ζάχαρη θα ρίξω με τη λίμνη, για να γλυκάνει το νερό, να πιει η κυρά Φροσύνη.
Ευφροσύνη  Ή σε πήρα ή με πήρες, επαρθήκαμε, Φροσύνη μου 
Ευφροσύνη  Χόρευγε Μαριά και Ρήνη χόρευγε κ’ εσύ Φροσύνη
Ευφροσύνη  Γι' αυτό και ο Αλή Πασάς έπνιξε τη Φροσύνη
Ευφροσύνη  Αδελφή Ευφροσύνη, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
Εφραίμ  Αδελφέ Εφρέμιε, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
Εφραίμ  Εφρεμούλη, από που φυσάν οι μύλοι; 
Εφραίμ  Εφρεμάκος και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
Εφραίμ  Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Εφρέμη κουταμάρες 
Ζαμπέτα  Θα σου δείξω εγώ Ζαμπέτα, (ή Ζαμπέτω >> από το Ελιζαμπέτα) πώς την παίζουν την τρουμπέτα.
Ζαφειρία  Προκομμένη μου Ζαφείρα, πού σ' ευρήκα και σ' επήρα!
Ζαφειρία  Θέλει κι ο μούτζος κ' η Ζαφείρω λεφτόκαρα
Ζαφειρία  Όλα τα ’χει η Ζαφειρούλα (Ζαφειρίτσα) μόν' ο φερετζές της λείπει
Ζαφείριος  Κατὰ μάνα, κατὰ κύρη, ἔκαμαν καὶ γιὸ Ζαφείρη
Ζαφείριος  Φάε Ζαφείρη. Τι να φάω, πλαστήρι;
Ζαχαρία  Ας είν' κι ζαχαρένια, κατέβασέ την
Ζαχαρία  Ζαχαρένια στο θυμό σου, και εγώ στον ορισμό σου.
Ζαχαρία  Νάν τα ιδώ θειά Ζαχαρένια, τα χρυσά και τ' ασημένια!
Ζαχαρία  Ανάθεμα την πεθερά κι ας είν και ζαχαρένια
Ζαχαρία  Έχει χείλη ζαχαρένια και καρδιά φαρμακερή
Ζαχαρία  Πεθερά κι από ζάχαρη αν είναι, πάλι πικρή θα είναι 
Ζαχαρίας  Ανάθεμά σε Ζαχαριά με το ζακόνι πόχεις κάθε βδομάδα πόλεμο κάθε μήνα γυναίκα
Ζαχαρίας  Κουμπάροι φάγαν το Μαντά κουμπάροι και το Ζαχαριά 
Ζαχαρίας  Το 'χει ο Ζαχαριάς ζακόνι 
Ζαχαρίας  Τόχει ο Ζαχαριάς ζακόνι τ' άσπρα πόδια να σηκώνει
Ζεύς  Αλλ’ ου Ζευς άνδρεσσι νοήματα πάντα τελευτά.
Ζήσης  Όλοι αλλάζουν Κυριακήν κι΄ ο Ζήσης την Δευτέραν 
Ζήσης  Α θ' α ζήσεις με τον κόσμο, παρ' τον κόσμο κατά που είναι 
Ζήσης  Όπως θε μπορείς να ζήσεις, μα όπως θέλεις δε μπορ' να πεθάνεις
Ζωγραφία  Μήτε ζωγραφιστό δε θέλει να τον ιδή
Ζωγραφία  Ούτε στον ύπνο μου ζουγραφιστό δεν θέλω να τον διω 
Ζωγράφος  Μήτε ζωγραφιστό δε θέλει να τον ιδή
Ζωγράφος  Ούτε στον ύπνο μου ζουγραφιστό δεν θέλω να τον διω 
Ζωή  Κανένας δεν πεθαίνει παρθένος. Η ζωή τους πηδάει όλους.
Ζωή  Ζωή χωρίς γιορτές, μακρύς δρόμος χωρίς πανδοχείο.
Ζωή  Η ζωή ειν' ένας κώλος: ή προλαβαίνεις και τον γαμάς, ή δεν προλαβαίνεις και σε χέζει.
Ζωή  Μια ζωή χρωστάμε ούλοι μας. (Κεφαλονίτικη παροιμία)
Ζωή  Όσο υπάρχει ζωή, υπάρχει ελπίδα
Ηγουμένη  Ότι κάμ' ο 'γούμενος άξιο κι' αξιαζούμενο, ότι κάμ' η 'γουμένισσα μούζα και στάχτη 
Ηγουμένη  Ποτέ με τα καρύδια του, πότε με τον χαρβάν του, ήφερεν την καλογριάν εις τα θελήματά του
Ηγούμενος  Όποιος έκανε γούμενος, έκανε και κελάρης.
Ηγούμενος  Για να γίνεις ηγούμενος, πρέπει να σε πηδήξει ο προηγούμενος.
Ηδόνη  Ούτε ρόδο χωρίς αγκάθι ούτε ηδονή χωρίς θλίψη
Ηδόνη  Εις τις μεγάλες ηδονές η λύπη γειτονεύει 
Ηλίας  Της Αγιάς Μαρίνας σύκον, τ’Αϊ Λιά σταφύλιν Τζ’ αι τ’ Αϊ Παντελεήμονα γεμάτον το κοφίνι. (Κύπρος) ή Της Άγιας Μαρίνας σύκο, του Αη – Λιά σταφύλι και του Αγίου Παντελεήμονα γιομίζει το μαντήλι.
Ηλίας  Ό τι Γιάννης ό τι Λιος τύφλα νάχουνε κι οι δυο
Ηλίας  Ξημερώματα του άι Λία είδες τον σσύλλον κουλλούριν, ο γρόνος εν ναν καλός.
Ηλίας  Αγιά Μαρίνα με τα σύκα και Άγιος 'Λιας με τα σταφύλια
Ηλίας  Τ’ Αηλιός καρύδι, της Σωτήρος σταφύλι και της Παναγιάς σύκο.
Ηλίας  Από τ’ Αη – Λιός και πέρα τον κακό καιρό καρτέρα.
Ηλίας  Από τ’ Άη-Λιος ο καιρός γυρίζει αλλιώς. ή Απ' τ' Άη – Λιός και μπρός γυρίζει ο καιρός αλλοιώς  ή Ήρθε τ’ Αη – Λιός, γύρισε ο καιρός τ’ αλλιώς.
Ηλίας  Ο άη- Λιας κόβει σταφύλια και η αγία Μαρίνα σύκα.
Ηλίας  Της αγιά Μαρίνας ρόγα, του άη -Λιός σταφύλι. και το δεκαπενταύγουστο γεμάτο το κοφίνι 
Ηλίας  Χόρευε, Μαριά του Λιου κι έχε κι έννοια του σπιτιού
Ηλίας  Άιλιά πού τοϋ κόπη κοντό τό πουκάμισο.
Ηλίας  Μπρός πίσω τ’ Αηλιός σπορίζει η πέτρα στο γιαλό.
Ηλίας  Ο Προκόπης κόβει αγγούρια, η Αγιά Μαρίνα σύκα κι ο Αηλιάς τα σταφυλάκια μεσ’ στα βεργοπανεράκια.
Ηλίας  Ό τι Γιάννης ό τι Λιος τύφλα νάχουνε κι οι δυο
Ηλίας  Της αγιάς Μαρίνας ρόβα τζαί τ' άϊ Ηλιού κνιζί 
Ηλίας  Αϊ – Γιάννης και νερό, όπ΄Αγιολιάς και ράχη 
Ηλίας  Άγιος Ηλίας στα βουνά κι΄άη Νικόλας στα πελάγη 
Ηλίας  Ήρθε τ’ Αη – Λιός, γύρισε ο καιρός τ’ αλλιώς.
Ηλίας  Μπρός πίσω τ’ Αηλιός σπορίζει η πέτρα στο γιαλό.
Ηλίας  Απ' τ' Άι – Ηλιά το βράδυ βάζει η ελιά το λάδι 
Ηλίας  Αγιά Μαρίνα δωσ' μου σύκα κι άη Λιά άπλωσε και πάρε 
Ηλίας  Αγιά Μαρίνα φέρε σύκα τσ' άη Λιά, φέρε σταφύλια 
Ηλίας  Της Αγιά Μαρίνας σύκο και τ' Άϊ Κοσμά σταφύλι, τ' Άϊ Λιός με το μαντήλι, του Σωτήρος με το κοφίνι 
Ηλίας  Της αγιάς Μαρίνας σύκο τ' άι Τσηρύκου φάε καρύδι, τ' άι Λιά φάει σταφύλι, πάρε τσαί στο πανηγύρι 
Ηλίας  Τ' Άη Λιά με το μαντήλι, του Χριστού με το κοφίνι 
Ηλίας  Τ' άη Λιά πάει στ αμπέλι και η κουτσή Μαρία 
Ηλίας  Την ημέραν τ' Αιλιώς (Προφήτου Ηλίου 20 Ιουλίου) γυρίζει ο καιρός αλλοιώς 
Ήλιος  Ο ήλιος λάμπει για όλο τον κόσμο
Ήλιος  Ας λάμπει ο ήλιος κι ας είναι και τα βουνά.
Ήλιος  Του ηλίου τηγ καρδίαν έχω 
Ημέρα  Άσπρος ήλιος, μαύρη ημέρα.
Ημέρα  Του Γενάρη το φεγγάρι, ήλιος της ημέρας μοιάζει
Ημέρα  Του Γενάρη το φεγγάρι την ημέρα σιγοντάρει.
Ημέρα  'Ολημέρα Καλογιάννη καί τό βράδυ Κακογιάννη.
Ημέρα  Ηύραμεν ζουρλόν παπάν, καί όλη μέρα ψάλλωμεν.
Ημέρα  Την ημέρα της Υπαπαντής, ούτε ράμα στο βελόνι ούτε τσάκνο στο γομάρι
Ημέρα  Κάθε ημέρα δεν είναι τ' Αϊ Γιαννιού.
Ήρα  Να ξεχωρίσουμε (Ξεχώρισε) την ήρα (=ζιζάνιο) από το σιτάρι.
Ηρακλής  Εσιέστην η Φανού τζι εγρίστην ο Ηράκλης
Ηρακλής  Προς δύο ουδέ Ηρακλής. Αρχίλοχος, 725-650 π.Χ., Αρχαίος ιαμβογράφος
Ηρώδης  Αυτός που δεν αντίκρισε τον Ναό του Ηρώδη, δεν γνωρίζει τι θα πει ομορφιά.
Ήρως  Δε θα μπορούσε να νοηθή ήρωας χωρίς τραύμα
Ηώς  Ηώς ορώσα τα νυκτός έργα, γελά.
Θεόδουλος  Αδελφέ Θεόδουλε, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
Θεόδουλος  Θεοδουλάκη, από που φυσάν οι μύλοι; 
Θεόδουλος  Θεοδούλης και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
Θεόδουλος  Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Θεόδουλου κουταμάρες
Θεοδώρα  Παστρικιά Θουδώρα κουτσουλιά 'ς την πίτα
Θεοδώρα  Σ' αυτό το χωριό μοναχα γω κι η αδερφή μου η Θοδώρα είμαστε παστρικές 
Θεοδώρα  Παστρικιά η Ζιόλια η κουτσουλιά στην πίττα 
Θεοδώρα  Η Θοδωρούλα 'σήκωσε κόκκινο μπαϊράκι 
Θεοδώρα  Η Θοδωρούλα βγήκε στα πανιά
Θεοδώρα  Ξέρει η Θοδωριόσα τέχναις, μα κι ο Θόδωρος που νοιώθει
Θεοδώρα  Παστρική καλή Θοδώρα το τσαρούχι μέσ' την πίτα (στο πινάκι).
Θεοδώρα  Με τη θεια μου τη Θοδώρα, επηγαίναμε στη χώρα Κι έλεγε μου κι έλεγα της, κι άγγιζε μου κι άγγιζα της.
Θεοδώρα  Όλοι λέγουν παραμύθια κι' η Θοδώρα λέει αγγούρια 
Θεοδώρα  Παστρική καλή Θοδώρα, και λαδοπεριχυμένη 
Θεόδωρος  Ο μπάρμπας μου ο Θοδωρής δεκαεφτά βρακιά φορεί . Κόβω τα γενάκια του ,πέφτουν τα βρακάκια του , τι είναι; 
Θεόδωρος  Έχει κι’ άλλη μάνα γιο γη η Μαριά το Θόδωρο».
Θεόδωρος  Από κοντά απ’ τ’ς άλλους ως και Κουτσοθοδωρής χορεύει
Θεόδωρος  (Γυρίζω ή γυρίζει) σαν τον Μουρλοθοδωρή απο του Μπουρντάνου.
Θεόδωρος  Ξέρει η Θοδωριόσα τέχναις, μα κι ο Θόδωρος που νοιώθει
Θεόδωρος  Λες που εγίνη πίσκοπος πως δεν ειν ο Θόδωρος, λες γιατί εγίνη διάκος πως δεν ειν ο μουρλομάρκος! 
Θεόδωρος  Λες τι εφόρισε τα ράσσα πως δεν είν' ο Θόδωρος = 1876
Θεόδωρος  Από πού, και πώς, και πόσα; Απ΄ΑΘήνα, Θόδωρος, πεντακόσια.
Θεόδωρος  Από τον άγιο Θόδωρο και στη Φανερωμένη το γάιδαρό σου να χαρείς και καλομοίρα να 'σαι
Θεόδωρος  Κόρ' ελούστη τ' Άη – Θοδώρου κ' έλαβε τ' Άη – Λαζάρου
Θεόδωρος  Μπάρπα Θόδωρε πουρνιά πύ την πας τη Λεϊμονιά; Στο σπίτι μου την πάω και κανέναν δε ρωτάω
Θεόδωρος  Να μι γαμήης, Άι – Θοδουρί, αν μάτα σι γιουρτάσου
Θεόδωρος  Του αγίου Λουκός, λουκάνικα τ' αγίου Θοδώρου πίττες και τα Νικολοβάρβαρα τρώνε τες τηγανίτες
Θεόδωρος  Γάμαε Θόδωρε κούναε Θανάση 
Θεόδωρος  Λαζαch μαζάch τον Θόδωρον, πρεμέζ την Ναστασίαν 
Θεόδωρος  Ο chόκοτον ο Θόδωρον και ο μαναχόν ο Γιάνες   
Θεόδωρος  Ποιος είδε πράσινο άλογο και Θοδωρή με γνώση;
Θεόδωρος  Αναθεμα που δούλεψε τα τρία τα Σαββάτα. Το Ψυχοσάββατο της Τυρινής και του Αγίου Θεοδώρου
Θεόδωρος  Μάη Μάη κιουκιουρή επόθαν' ο μπαμπάς σου ο κουτσοθοδωρής απού 'βανε στην κούπα πολύ πολύ κρασί 
Θεόδωρος  Ζαγιάνατα, Θοδωρή, και βάστα, Γιώργο 
Θεόδωρος  Από πού, και πώς, και πόσα; Απ΄ΑΘήνα, Θόδωρος, πεντακόσια.
Θεόδωρος  Άλλος είν’ ο Θοδωρής κι άλλος εκείνος που θωρείς. ή Άλλος είναι ο Θοδωρής κι άλλος είναι απού θωρείς
Θεολογία  Αυτό δεν θέλει (ή χρειάζεται) πολλή (ή μεγάλη) θεολογία 
Θεολόγος  Εγώ η Μάρω, Δέσποινα κι' ο Γιάννης, Θεολόγος
Θεολόγος  Ο Αηγιάνς ο Θεολόγος κρύφθηκε 'ς τον δυόσμο 
Θεολόγος  Σε τούτη την περίσταση στον οργισμένο τόπο, έγιν' η Κούτσω δέσποινα, κι ο Γιάννης θεολόγος 
Θεολόγος  Στον πορισμένο τον καιρό, δυστυχισμένη χώρα, εγώ η Μάρω δέσποινα και ο Γιάννης Θεολόγος
Θέος  Το στανιό και τη βία ο θεός τα 'δωσε.
Θέος  Του ακαμάτη το τσουκάλι ο Θεός το μαγειρεύει.
Θέος  Ζευγαρώνει ο θεός δυο κακούς κι έτσι χαλάει δυο σπίτια.
Θέος  Ο Θεός στα ψηλά βουνά ρίχνει το χιόνι.
Θέος  Ο Θεός βλέπει το βουνό αν είναι ψηλό ή χαμηλό και ρίχνει το χιόνι.
Θέος  Ο Θεός να σε φυλάξει από νότο γιονιστή κι' από βοργιά βροχάρη 
Θέος  Τι εδωκ’ ό Θεός και τι νά πάρ’ ό Χάρος;
Θέος  Να σε φυλάει ο Θεός από κουμπάρας μάτια κι από χήρας πόδια.
Θέος  Να σε φυλάει ο Θεός από φτωχό περήφανο κι από γέρο πόρνο
Θέος  Κούτρα, γρα, το μονοδαύλι, να το κάμ' η θος (Θεός) τριδαύλι 
Θέος  Όταν ο άνθρωπος κάνει σχέδια ο Θεός γελάει!!!
Θέος  Ποιος είδε το Θεό και δεν τον φοβήθηκε;
Θέος  Πρώτη βοήθεια του θεού, δεύτερη του γειτόνου.
Θέος  Σ' όσους δε δίνει ο Θεός παιδί, δίνει ο διάολος ανίψια.
Θέος  Στα στραβά πουλιά ο Θεός χτίζει φωλιά.
Θέος  Στο φαϊ και στο γαμήσι ο Θεός δεν κάμει κρίση.
Θέος  Τα στραβά πουλιά ο Θεός τα κάνει φωλιά
Θεριστής  Τ’ Αγιαννιού του θεριστή, ούτε κότα στην αυλή
Θεριστής  Απ’ αρχής τον θεριστή, του δρεπανιού γιορτή.
Θεριστής  Γενάρη πίνουν το κρασί, το θεριστή το ξίδι.
Θεριστής  Θεριστής με το δρεπάνι, τον καιρό του δεν τον χάνει.
Θεριστής  Τον Θεριστή, ο νοικοκύρης τηράει την ελιά και τραβάει τα μαλλιά του»
Θεριστής  Ο Μάης έχει τ’ όνομα κι ο Θεριστής την πείνα
Θεριστής  Καλώς τόνε το θεριστή, όπου μας εγλιτώνει, και με τα στάρια τα ππολλά, το σπίτι μας φορτώνει.
Θηριανός  Φοβάται ο Γιάνης το θεριό και το θεριό το Γιάννη
Θωμαή  Ό,τι βγάζει η κυρα-Θωμαή, μια στο γλέντι και μια στο φαΐ.
Θωμαΐς  Έφτασ στο νυν και αεί η κυράτσα Θωμαή
Θωμάς  Αυτά είπε ο Θωμάς και άφησε την γυναίκα του σε μας.
Θωμάς  Απού του Λατζάρου το Σάββατο έως του Θωμά τη Δευτέρα όλες οι μέρες μιά 
Θωμάς  Ότ ο κόσμος κι' ο Κοσμάς κάνει κι' ο χατζη Θωμάς 
Θωμάς  Είνι απ΄ του Θωμά του σόϊ 
Ιάκωβος  Είντα σε κόφτει που τον βουν του Γιακουμή
Ιάκωβος  Εδώκαν μιαν του Γιακουμή, πισίαν με το μέλι, τζι' είπεν τους ο ποδκιάντροπος πως δεκαπέντε θέλει
Ιάκωβος  Μήτε γλυκύς και φάσι σε μήτε πικρός και ριξούσι σε συγκεραστός σην το κρασί να σ' αγαπά ο κούμης 
Ιάκωβος  Δέκα, είκοσι, σαράντα, μισέ Γιακουμή, ταγιάντα 
Ιανουάριος  Η αθασιά, η στρινιαρκά, γεννά που τόγ Γεννάριν 
Ιανουάριος  Αδελφέ Μιχάλη, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
Ιανουάριος  Γενάρη γέννα το παιδί, Φλεβάρη φλέβισέ το.
Ιανουάριος  Γενάρη και Φλεβάρη καταβολάδα και ξινάρι.
Ιανουάριος  Γενάρη μήνα κλάδευε, φεγγάρι μη γυρεύεις. ή Γενάρη μήνα κλάδευε, φεγγάρι μην εξετάζεις. (Ή και ήλιο μην εξετάζεις.)
Ιανουάριος  Κάλλιο κρύο το Γενάρη παρά ήλιος που δε ζεσταίνει. 
Ιανουάριος  Με τα Φώτα του ο Γενάρης, όλης της χρονιάς μπροστάρης.
Ιανουάριος  Ο Γενάρης κι αν γεννάται, του καλοκαιριού θυμάται.
Ιανουάριος  Ο Γενάρης κι ο Φλεβάρης είναι ο ξεπροβιδάρης.
Ιγνάτιος  Του Αγίου Ιγνατίου αγναντεύ' ο ήλιος κατά το καλοκαίρι
Ιέραξ  Γαμεί η αλιντζαύρα (σαυρα) τον λα(γ)όν, γιατ' εν ο γέρακας ποπάνω 
Ιέραξ  Γύρα, γύρα το γεράκι ως τα δίχτυα θε να φτάκη 
Ιέραξ  Κακό γεράκι επέρασε από τη γειτονιά μας
Ιέραξ  Με τα γεράκια κάθουμαι τσσι μπούφοι δε φοβάμαι 
Ιέραξ  Στου γερακιώνε τσι φωλιές κουνάδια δεν πατούνε 
Ιέραξ  Το γεράκ' ψ'λά πετά, μα χαμηλά λογιάζ'
Ιορδάνης  Εν Ιορδάνη το βλέπεις Γιάννη το νεροπούλι, άρπαξέτο και βάλτο στο σακκούλι 
Ιορδάνης  Η ευλογία του Ιορδάνη ήτανε μαζί του 
Ιορδάνης  Όσο λεν' τον Ιορδάνη βάνε ψάρια στο τηγάνι. Όσο λεν το βαφτιστή βάνε ψάρια στο ταψί 
Ιορδάνης  Όξου απ' τον Ιορδάνη (Ορδάνη)
Ιορδάνης  Το κρασί είναι εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου Κύριε
Ιορδάνης  Ο Ιορδάνης ναν καλά, και τση γηορτάδαις ούλαις τσ' άλλαις, ως τότ' πάγη ο διάολος
Ιούδας  Σε δώδεκα αποστόλους ήταν κι' ένας Ιούδας 
Ιούδας  Στο χωριό της Ντρούβα γεννιέται το παιδί του Γιούδα 
Ιούδας  Κόκκινα γένια, μάτια γαλανά, καρδιά του Ιούδα, ψυχή του σατανά.
Ιούδας  Αυτό είναι φίλημα του Ιούδα
Ιούδας  Αυτός είναι Ιούδας ο προδότης και δόλιος 
Ισαάκ  Του Αβραάμ και του Ισαάκ τα αγαθά / καλά ή Ο Θεός να σου δώση του Αβραάμ και του Ισαάκ τ'αγαθά 
Ισμαήλ  Δίπλα, Σμαηλάκο μου κ' οι παπίτσαις περνούνε
Ιφιγένεια  Αδελφή Ιφιγένεια, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
Ιφιγένεια  Ιφιγενίτσα,από που φυσάν οι μύλοι;  
Ιφιγένεια  Φιγενού και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
Ιφιγένεια  Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Φιγενούς κουταμάρες 
Ιωάννα  Η Γιαννούλα με φουστάνι ω τι λύγισμα (σείσιμο) που κάνει 
Ιωάννα  Τα λειβά ... μωρή Γιαννούλα 
Ιωάννα  Απ' εδώ ως τα Γιάννινα για κυρά Γιάννενα 
Ιωάννα  Τού βαλε την καπιστράνα (χαλινάρι) κ' Γιαννιά! 
Ιωάννα  Νοικοκυρά με τ' όνομα η καρακάξα η Γιάννενα 
Ιωάννα  Και ο Γιάννης μούρλιακας, κ' η Γιάννενα μουρλιάκο 
Ιωάννα  Όλοι θέριζαν κι η Γιαννούλα άσπριζε..
Ιωάννης  Σαράντα πέντε Γιάννηδες, ενός κοκόρου γνώση και όλοι οι υπόλοιποι δεν κάνουν άλλη τόση
Ιωάννης  Ακόμα δεν τον είδαμε, Γιάννη τον φωνάζουμε. (βαφτίσαμε)
Ιωάννης  Αν είχαν οι Γιάννηδες γνώση, να μας δάνειζαν καμπόση.
Ιωάννης  Βγάλε Γιάννη το παιδί σου να γιορτάζει κάθε μήνα.
Ιωάννης  Γιάννη είχα, Γιάννη έχω κι αν ποτέ μου θα χηρέψω, πάλι... Γιάννη θα γυρέψω!
Ιωάννης  Γιάννης κερνάει, Γιάννης πίνει.
Ιωάννης  Γιάννης πήγε, Γιάννης ήρθε
Ιωάννης  Δεν είναι κάθε μέρα τ’ Άι-Γιαννιού”
Ιωάννης  Έχ’ κι ο Γιάννς καΐκ’
Ιωάννης  Κάμε Γιάννη τη δουλειά σου κι ύστερα είμαι πάλι θεια σου
Ιωάννης  Κάνε Γιάννο μ' τη δουλειά σου, κι ύστερα και πάλι θεια σου.
Ιωάννης  Κατά τον μαστρο-Γιάννη και τα κοπέλια του.
Ιωάννης  Να σε κάψω Γιάννη, να σ' αλείψω μέλι (ή λάδι) να γιάνει
Ιωάννης  Να σε κάψω Γιάννη, να σ’ αλείψω λάδι (ή μέλι).
Ιωάννης  Ξέρει ο Γιάννης τι έχει μέσα στον τορβά του…
Ιωάννης  Ο Γιάννης με τα λόγια, χτίζει ανώγεια και κατώγεια.
Ιωάννης  Όπου γάμος και χαρά, τρέχα Γιάννη μασκαρά
Ιωάννης  Όπου Γιάννης και του Θεού η χάρη.
Ιωάννης  Όχι Γιάννης, Γιαννάκης.
Ιωάννης  Παναγία κι Άι-Γιάννη, βάλε ψάρι στο τηγάνι
Ιωάννης  Πότε ο Γιάννης δε μπορεί, πότε ο κώλος του πονεί.
Ιωάννης  Σαράντα πέντε Γιάννηδες ενός κοκόρου γνώση.
Ιωάννης  Σαράντα χρόνια Γιάννης, μαστρο-γιάννης δε γίνεται.
Ιωάννης  Σπίτι χωρίς Γιάννη προκοπή δεν κάνει.
Ιωάννης  Τα καλά του Γιάννη θέλουν, μα τον Γιάννη δεν τον θέλουν.
Ιωάννης  Τα καλά του Γιάννη θέμε και το Γιάννη δεν τον θέμε.
Ιωάννης  Τι Γιάννης, τι Γιαννάκης
Ιωάννης  Τι είχες Γιάννη, τι είχα πάντα!
Ιωάννης  Τι κάνεις Γιάννη; Κουκιά σπέρνω!
Ιωάννης  Ακόμα δεν τον είδαμε, Γιάννη τον βαφτίσαμε.
Ιωάννης  Ακόμα δεν τον είδανε και Γιάννη τονε κράξανε. (Παξοί)
Ιωάννης  Ακόμα δεν τον είδαμε, Γιάννη τον εβγάλαμε
Ιωάννης  Κάθε μέρα δεν είναι τ' Αϊ-Γιαννιού.
Ιωάννης  Κατά το μαστρο-Γιάννη και τα κοπέλια του.
Ιωάννης  Φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό το Γιάννη.
Ιωάννης  Του Γιάννου η φλογέρα
Ιωάννης  Είπαμεν Γιαννή να κλάννεις, μα να μεν το πολλοκάμνεις
Ιωάννης  Αν εύρεις Γιάννην κούρευκε
Ιωάννης  Κόψε ξύλο κάνε Αντώνη κι από πλάτανο Θανάση (ή Μανόλη) κι αν ρωτήσεις και το Γιάννη, ό, τι ξύλο θέλεις (έχεις) κάνει.
Ιωάννης  Άλλη δεν έκαμε παιδί, μόνο η Μαριώ τον Γιάννη
Ιωάννης  Άλλη καμιά δε γέννησε, μόνο η Μαριώ το Γιάννη.
Ιωάννης  Κόψε ξύλο κάνε Αντώνη κι από πλάτανο Θανάση (ή Μανόλη) κι αν ρωτήσεις και το Γιάννη, ό, τι ξύλο θέλεις (έχεις) κάνει.
Ιωάννης  Ό τι Γιάννης ό τι Λιος τύφλα νάχουνε κι οι δυο
Ιωάννης  Άμα ακούς Μαρία – Γιάννη, βάλε ψάρια στο τηγάνι, εξόν του μπάρμπα-Γιάννη.
Ιωάννης  Έκανε η Μαριώ το Γιάννη κι άλλη γιο δεν έχει κάνει!
Ιωάννης  Τρέξε Γιάννη γύρευε και Νικολό καρτέρει.
Ιωάννης  Κόψε κέδρο, φτιάξε Αντώνη και από πλάτανο Θανάση, εάν πεις και για το Γιάννη, όποιο ξύλο να ‘ναι κάνει
Ιωάννης  Κόψε κέδρο κάμε Αντώνη, κι από πλάτανο Μανώλη, κι αν ρωτάς και για τον Γιάννη, ό,τι ξύλο κόψεις κάνει.
Ιωάννης  Από Ναννάκου
Ιωάννης  Εξηνταπέντε Γιάννηες, έναμ πετεινόβ βαρούσιν.
Ιωάννης  Ψύλλοι ψύλλοι φύετε τζαι κορκοί ψοφήσετε τζ' Αϊς Γιάννης έρκεται με το κονταρόξυλλον τζαι κονταροξυλίζει σας.
Ιωάννης  Φοβάται ο Γιάννης το θερκόν τζαι το θερκόν τογ Γιάννην.
Ιωάννης  Τα πράγκας και τα σίδερα τη ζαβαλή τη Γιάννε έν’
Ιωάννης  Βοηθάει ο Άη- Γιάννης και ο Σταυρός, γιομίζει το αμπάρι κι ο ληνός.
Ιωάννης  Έλα να σε κάψω Γιάννη να σε κάψω για να γιάνεις
Ιωάννης  Ακόμη δεν τον είδανε και Γιάννη τον βαφτίσανε.
Ιωάννης  Τ’ Αγιανιού του Ριγανά, πάνε οι Βλάχοι στα βουνά.
Ιωάννης  Τ’ Αγιαννιού του θεριστή, ούτε κότα στην αυλή.
Ιωάννης  Απέξω Γιάννης κι από μέσα Σουλεϊμάνης.
Ιωάννης  Αν εύρεις Γιάννην κούρευκε
Ιωάννης  Όλην την ημέρα Καλογιάννη, και το βράδυ Κακογιάννη.
Ιωάννης  Γιάννης κερνά και Γιάννης πίνει.
Ιωάννης  Του Σταυρού μέχρι τ’ Αγιανιού ήρθε η ώρα τ’ αμπελιού.
Ιωάννης  Γεναριάτικο φεγγάρι με τα’ Αϊ Γιαννιού τη χάρη.
Ιωάννης  Ξέρει ο Γιάννης τι έχει μέσα στον τορβά του.
Ιωάννης  Άγιε μου Αγιάννη μου Ριγανά, φέρνεις δροσούλα στα μνιά!
Ιωάννης  Απ’ τ’ Αγιαννιού του Θεριστή, κάνουν γιόμα κι οι κουτοί!
Ιωάννης  Απ’ τ’ Αγιαννιού του Ριγανά και πέρα θέλουν τα μνιά αγέρα!
Ιωάννης  Απ’ τ’ Αγιαννιού του Ριγανά, ανοίγ’ ο Θεούλης τ’ ασκιά.
Ιωάννης  Απ’ τ’ Αγιαννιού του Ριγανά, αρρωσταίνει ο τεμπέλης βαριά!
Ιωάννης  Απ’ τ’ Αγιαννιού του Ριγανά, βάλε για σκούφια τα βρακιά!
Ιωάννης  Απ’ τ’ Αγιαννιού του Ριγανά, βαραίνουν τα ράσα τον παπά!
Ιωάννης  Απ’ τ’ Αγιαννιού του Ριγανά, βλέπει κι περβολάρης χαρά!
Ιωάννης  Απ’ τ’ Αγιαννιού του Ριγανά, βρωμάν τα βαριά μουνιά!
Ιωάννης  Απ’ τ’ Αγιαννιού του Ριγανά, ιδρώνουν βυζιά και μνιά!
Ιωάννης  Απ’ τ’ Αγιαννιού του Ριγανά, μακριά από φωτιά!
Ιωάννης  Απ’ τ’ Αγιαννιού του Ριγανά, μαυρίζει ο ήλιος τα σπαρτά!
Ιωάννης  Απ’ τ’ Αγιαννιού του Ριγανά, μη σε βρει βαριά γκαστριά!
Ιωάννης  Απ’ τ’ Αγιαννιού του Ριγανά, μην ξανατρώς αυγά!
Ιωάννης  Απ’ τ’ Αγιαννιού του Ριγανά, μην ξαναφοράς βρακιά!
Ιωάννης  Απ’ τ’ Αγιαννιού του Ριγανά, μουσκεύουνε ούλα τα βρακιά!
Ιωάννης  Απ’ τ’ Αγιαννιού του Ριγανά, ξεβρακώνεται κι η κυρά!
Ιωάννης  Απ’ τ’ Αγιαννιού του Ριγανά, πάν’ στ’ αλώνια τα σπαρτά!
Ιωάννης  Απ’ τ’ Αγιαννιού του Ριγανά, χαρά ’χουν τα μποστανικά!
Ιωάννης  Απ’ τ’ Αγιαννιού του Ριγανά, ψήνει ο ήλιος τ’ αυγά!
Ιωάννης  Απ’ του Ριγανά και πέρα θέλουν τα μνιά αέρα!
Ιωάννης  Απ’ του Ριγανά και πίσω, τρούπω τον κώλο σου στον ίσκιο!
Ιωάννης  Απ’ τ’ Αγιαννιού του Ριγανά, πάρε την τσίτσα σου κοντά!
Ιωάννης  Όπου Γιάννης και του Θεού η χάρη.
Ιωάννης  Κάθε μέρα δεν είναι τ’ Αϊ-Γιαννιού.
Ιωάννης  Είχαμε το Γιάννη γερό, έπεσε το κόσκινο και τον πλάκωσε.
Ιωάννης  Δεν είναι Γιάννης είμαι γιανακτής και δεν είναι Γιαννάκης είναι γιανακουλης
Ιωάννης  Κατά το μαστρο-Γιάννη και τα κοπέλια του.
Ιωάννης  Όχι Γιάννης, Γιαννάκης.
Ιωάννης  Δόξα να ’χεις Αγιάννη μου Θεριστή, που ’δα την πούτσα μου ορθή!
Ιωάννης  Ήρθε τ’ Αγιάννη, ανασαίνει το δρεπάνι!
Ιωάννης  Θερίζει ο Γιάννης, δροσίζει ο Αγιάννης!
Ιωάννης  Θεριστή μου κι Αγιάννη, κάνε το πράμα μου να γειάνει!
Ιωάννης  Όποιος τ’ Αγιαννιού θερίζει, ο Διάβολος τον ορίζει!
Ιωάννης  Σάματις έρθει τ’ Αγιαννιού, χαίρεται κι ο κώλος της μυλωνούς!
Ιωάννης  Τ’ Αγιαννιού τον Θεριστή, βάλε καπίστρι στο τσουπί!
Ιωάννης  Τ’ Αγιαννιού τον Θεριστή, θέλει κι η χήρα να δροσιστεί!
Ιωάννης  Τ’ Αγιαννιού τον Θεριστή, κάνουν κι οι φτωχοί γιορτή!
Ιωάννης  Τ’ Αγιαννιού τον Θεριστή, πέταξ’ η βλάχα το βρακί!
Ιωάννης  Τ’ Αγιαννιού του Θεριστή, γυρεύει και το μουνί αρτυμή!
Ιωάννης  Τ’ Αγιαννιού του Θεριστή, γυρίζει η μέρα κι η αυγή!
Ιωάννης  Τ’ Αγιαννιού του Θεριστή, δεν θέλει το μουνί ντροπή!
Ιωάννης  Τ’ Αγιαννιού του θεριστή, ούτε κότα στην αυλή.
Ιωάννης  Τ’ Αγιαννιού του Ριγανά κουρεύουνε μνιά και αρνιά!
Ιωάννης  Τ’ Αγιαννιού του Ριγανά, βάλε την βλάχα ανάσκελα!
Ιωάννης  Τ’ Αγιαννιού του Ριγανά, θέλουν τα μνιά δροσιά!
Ιωάννης  Τ’ Αγιαννιού του Ριγανά, κουρεύουν κι βλάχες τα μνιά!
Ιωάννης  Τ’ Αγιαννιού του Ριγανά, ξεψειρίζουν τα μουνιά!
Ιωάννης  Τ’ Αγιαννιού του Ριγανά, ούλες τις κρένουν τα σταμνιά!
Ιωάννης  Τ’ Αγιαννιού του Ριγανά, πάν’ οι βλάχοι στα βουνά!
Ιωάννης  Τ’ Αγιαννιού του Ριγανά, πιάνει Λίβας τα σπαρτά!
Ιωάννης  ’ Αγιαννιού του Ριγανά, ξετάζουνε οι ρουφιάνες τα ριζικά!
Ιωάννης  Τ’ Αγιαννιού του Ριγανά, βάνει κι ο Διάβολος την ουρά!
Ιωάννης  Τ’ Αγιαννιού του Ριγανά, χλιμιντράει κι η παπαδιά!
Ιωάννης  Τ’ Αγιαννιού του Ριγανά, χωσ’ τον κώλο σου στην σκια!
Ιωάννης  Γεναριάτικο φεγγάρι με τ’ Αϊ Γιαννιού τη χάρη.
Ιωάννης   Η Μάρω μένει στα βουνά κι ο Γιάννος πάει στους κάμπους
Ιωάννης  Δυο Γιάννηδες κι ένας Πέτρος κάνουν ολάκερο γάιδαρο
Ιωάννης  Βγάλε το παιδί σου Γιάννη, και απόλα το στον λόγγο
Ιωάννης  Είπε ο Γιάννης του Γιαννή: «Χαιρετίσματα στη Σέρ’φο
Ιωάννης  Κι αυτοκράτορας να γένεις, πάντα Γιάννης θε να μένεις
Ιωάννης  (Το κάναμε) του Γιάννου η φλογέρα
Ιωάννης  Άφησε ο Γιάννος την κλεψιά κι έπιασε το ζευγάρι.
Ιώβ  Ιώβ, Ιωβέ οι κόρακες τον χειμώνα δεν έρχονται μόνον εις! 
Ιωσήφ  Σαν ο Iσούφης με τον Τζαμαλή
Καδής  Ο καδής γαμεί τη μάνα σου τζαι πού να τον αγκαλέσεις (καταγγείλεις);
Καδής  Αθθά Τουρτζιέψεις να γινείς καδής Αν θα τουρκέψεις φρόντισε να γίνεις καδής
Καθαρή  Πήγα κ' ηύρα την αγιακαθάρα
Καθαρή  Ας είν' η δύση καθαρή, κι ανατολή ας αστράφτει (χιονίζει)
Καθαρή  Καρδιά καθαρά και πάτα και στην αγία Τράπεζα 
Καθαρή  Καθαρήν καρδιά κι' όπου θέλεις πάτησε 
Καθαρή  Η καθαρή μητέρα όσο ν' αναθρέψει το παιδί τρώγει μια χουλιάρα κι' η μουρτάρα τρώγει μια φκυαριά
Καθαρή  Καθαρή, Κυρά Θοδώρα! Το τσαρούχι μέσ' στην πήττα 
Καθαρή  Στο χωριό μας αφέντ' Δεσπότη, εγώ κι' η αδελφή μου είμαστε καθαρές. - Το βλέπω ευλογημένη μου, το βλέπω 
Καθαρή  Τα καθαρά μαντήλια κάνου γκι' εφτές
Καθαρή  Ας είν' καθάριο το γυαλί και τύφλες του που το λαλεί
Καθαρή  Καθαρή η Θοδώρω τα ποδάρια στο πινάκι 
Καθαρός  Ο παπάς έναι μισός θεός, άμα έναι καθαρός 
Καθαρός  Ο καθαρός αέρας είναι το μισό φαΐ
Καθαρός  Τον παλιό καιρό ο κόσμος ήταν καθαρός και τα έβλεπε (νεράϊδες, μοίρες), τώρα πια δεν είμαστε καλοί. 
Καθαρός  Βγαίνει κάθαρος σαν το νερό της Λειτουργιάς
Καθαρός  Έχω το κούτελό (μέτωπο) μου καθαρό
Καθαρός  Καθάριος ουρανός, σύγνεφα δε φοβάται 
Καθαρός  Καθαρός ουρανός μηδ' αστραπές μηδέ βρουντές 
Καθαρός  Καθαρός ουρανός, αστραπές δε φοβάται 
Καθαρός  Είναι καθαρός σαν του γουρουνιού τη μύτη
Καθαρός  Είναι καθαρός σαν της κόττας τα ποδάρια
Καίσαρ  Ο Καίσαρας έχει παραπάνω από τον Αλέξανδρο, τον Καρλομάγνο και τον Ναπολέοντα, ότι ο Ιησούς πρόφερε το όνομά του.
Κάλαιθος  Μάραθο το μάραθο, γεμίζ' η γριά τον κάλαθο
Κάλαιθος  Σκουλί σκουλί το μάραθο γεμίζ' η γριά τον κάλαθο
Κάλαιθος  Α' δεν το σκώσης το καλάθι δεν του βγαίνει ο πάτος
Κάλαιθος  Μη βάλης όλα σου τ' αυγά σ' ένα καλάθι
Κάλαιθος  Ο βασιλιάς Αλέξανδρος, απού 'χε το παλάτι όπου 'φτανε η χέραντου εκρέμα το καλάθι
Κάλαιθος  Καθένας κυττάζ να πλέξ του καλάθι τ'
Κάλαιθος  Η μάννα χρυσό πάπλωμα και τα σκεπάζει όλα, κ' η πεθερά ξέσκεπο καλάθι
Κάλαιθος  Στογ γάμοσ σου, εν να κουβαλώ νερόμ με το καλάθιν
Κάλλιστος  Πού ν τάλλου; Το φαϊ Κάλλου 
Κάλλιστος  Ο καθείς το κάλλειο του γυρεύει 
Κάλλιστος  Αδελφέ Καλλή, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
Κάλλιστος  Κάλλο, από που φυσάν οι μύλοι; 
Κάλλιστος  Κάλλος και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
Καλόγερος  Αράθυμος καλόγερας, εύκαιρο το σακί του.
Καλόγερος  Που τον τζαιρόν π' αγάπησα του τζύκκου καλοήριν, μήτε τον γάμον είδα το, μήτε το παναύριν
Καλόγερος  Θύμωσε ο καλόγερος κι έκαψε τα ράσα του.
Καλόγερος  Θύμωσε ο καλόγερος κι έκοψε τον πούτσο του.
Καλόγερος  Ή μικρός-μικρός παντρέψου ή μικρός καλογερέψου.
Καλόγερος  Επάσχασε ο καλόγερος, κουκιά του μαγειρεύουν.
Καλόγερος  Άγιε μου Νικόλα σώσε με και σου τάζω τον αδερφό μου καλόγερο.
Καλόγρια  Καλόγρια στα γεράματα.
Καλόγρια  Η αλεπού σαν γεράσει γίνεται καλόγρια
Καλόγρια  Καλογριά στο μοναστήρι, το μουνί της εργαστήρ
Καλομοίρα  Η τελευταία για καλομοίρα για κακομοίρα
Καλομοίρα  Της καλομοίρας το παιδί, στους πέντε μήνες κάθεται, στους έξι καλοκάθεται, και στους εφτά και στους οκτώ, τον τοίχο-τοίχο πάει.
Καλομοίρα  Είδες, μάννα, καλομοίρα; Ιδέ και το παιδί της
Καλόμοιρος  Ο τελευταίος για καλομοίρης για κακομοίρης.
Καλόμοιρος  Είδες, μάννα, καλόμοιρον; Ιδέ και το παιδί του 
Καλόμοιρος  Στου καλόμοιρου την πόρτα, θηλυκό γεννιέται πρώτα
Καλόμοιρος  Σ' του καλόμοιρου τη μοίρα να βρεθή και το τορνέσι
Κανέλλα  Από την Πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλα
Κανέλλα  Από την Πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλα και στα ξανθά σου τα μαλλιά κρέμεται μια τσαπέλα
Κανέλλα  Από την Πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλλα, και πέφτω μεσ' στη θάλασσα και πλέω σα μπαλτάς
Κανέλλα  Από την Πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλλα, χαμήλωσε το φέσι (ή βγάλε το καπελάκι) σου για να φανεί η ομπρέλλα 
Κανέλλα  Από την Πόλη έρχουμαι και στην κορφή κανέλλα, χαμήλωσε την ουμβρέλλα σου να μη βραχή η κοπέλλα
Κανέλλα  Από την Πόλι έρχομαι και στην κορφή κανέλα κι αν δεν σ' αρέσει η μέση μου να σου την πελεκίσω 
Κανέλλα  Του γέρου τα καϊνάκια όλου μύξις κι' όλου σάλια, κι του νέου τα καϊνάκια όλου μόσχους κι κανέλλα 
Κανέλλα  Να 'χε φάει κανέλλα ο προξενητής 'Η Ποιός ήτο ο προξενητής που να χε φάει κανέλλα 
Κανέλλα  Σε πήρα για καννέλλα και βγήκες πιτύκι
Κανέλλος  Του γέρου τα καϊνάκια όλου μύξις κι' όλου σάλια, κι του νέου τα καϊνάκια όλου μόσχους κι κανέλλα 
Κανέλλος  Να 'χε φάει κανέλλα ο προξενητής
Κανέλλος  Ποιός ήτο ο προξενητής που να χε φάει κανέλλα 
Κανέλλος  Από την Πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλα
Καρδιανός  Όπ΄ έχει πλατειά καρδιά, ποτέ του δε γερνάει 
Κάρολος  Ο Κάρολος καρύδια τρώγει 
Καστανίς  Καιρός πουλεί τα κάστανα καιρός τα ξαγοράζει 
Κατερίνα  Κατίνα, σαλαμακι!
Κερασία  Όπου ακούς πολλά κεράσια, κράτα και μικρό καλάθι:
Κερασία  Οι μακρές για το κεράσι, κι οι κοντές για το κουμάσι
Κερασία  Τα λόγια είναι σαν το κεράσι
Κερασία  Τα λόγια σαν τα κεράσια πιάνεις ένα και σηκώνονται δέκα.
Κερασία  Η σφονδυλιά κι΄ η κερασιά ποτέ της δεν ξεχνιέται 
Κερασία  Πολλά κεράσια πέφτουν χωρίς να 'ριμάσουν και πολλά παιδιά πεθνήσκους μπριχού να μεγαλώσνα 
Κερασία  Κόψε ξύλο κάμ' Αντώνη, κ' από κερασιά Μανώλη, ανέ πής και για το Γιάννη, ό,τι ξύλο κόψης κάνει 
Κερασία  (Αυτό θα βαστάξ') απ' το Μάη ως τα κεράσια =
Κερασία  Άλλοι ρίχναν τα κεράσια, κι' άλλοι λάχαν και τα φάαν 
Κερασία  Με τον αφεντικό σου μη τρώς κεράσια μη σου ρήξη τα κουκούδια στο πρόσωπο 
Κερασία  Έρθεν κι ο Κερασινόν έγκεν φύλλον πράσινον =
Κερασία  Κερασινόν φέρ'τον ήλον και μαραίν' τσε άμον μήλον
Κερασία  Με τους μεγάλους κεράσια δεν τρώνε 
Κέρκοπας  Αγορά Κερκώπων. Αρχαιοελληνική παροιμιακή φράση
Κέρκυρα  Έγιν' ο τόπος ελευθέρα Κέρκυρα
Κέρκυρα  Ελευθέρα Κέρκυρα χ... όπου θέλεις 
Κήρυκος  Αγιίου Κήρυκ΄σήμερα, κακό κιρίκ', έλεγαν οι Κοννιάροι (οι Τούρκοι) οι παλιοί 
Κήρυκος  Κηρύκ’ και Μηρύκ’ κι απ’ τ’ αμπάρ’ στο παίρν’.
Κίτσος  μην τον είδατε τον Κίτσο το λεβέντη τον αρχιληστή,
Κλάρια  Κάλλιο πέντε με την Κλαίρη, παρά δέκα με την Μαίρη.
Κλεοπάτρα  Η ιστορία της ανθρωπότητας θα ήταν διαφορετική αν η μύτη της Κλεοπάτρας είχε διαφορετικό σχήμα.
Κολώτας  Έναν τό 'σεν ο Κολώτας τζαί τό Πάσκαν τζαί τά Φώτα
Κονδυλία  Η Κοντύλω με την Λένη
Κονδύλιος  Ο Κοντέλιας πάει στο Βόλο και η Βασίλω ξει τον κώλο.
Κόραξ  Όταν λαλούν οι κόρακες, τα αηδόνια φεύγουν.
Κόραξ  Κόρακας να σε πιάσει. (το λέμε όταν βήχει πολύ κανείς)
Κόραξ  Κόρακας κοράκου μάτι δε βγάζει.
Κόραξ  Κόρακος εξελεύσεται «κρα».
Κόραξ  Ένα κοράκι βρίσκεται πάντα κοντά σ' ένα άλλο κοράκι.
Κόραξ  Κάνει κι ο κόρακας αητό, κάνει κι αητός κουρούνα
Κόραξ  Άν άκουε ο θεός των κοράκων τις φωνές γάϊδαρος δε θ’απόμενε σε σπίτια και αυλές
Κοσμάς  Ό,τι ο κόσμος κι ο Κοσμάς.
Κοσμάς  Ότι κάνει ο κόσμος θα κάνει κι ο Κοσμάς
Κοσμάς  Τον έφεραν από τον Κοσμά και το Δαμιανό
Κοσμάς  Ήνταν ’ίνεται ο κόσμος, ας ίνεται και ο Κοσμάς
Κοσμάς  Άμα τρώει ο κόρμος, τρώει κι ο Κορμάς  (κόρμος= κόσμος, Κορμάς=Κοσμάς)
Κοσμάς  Άλλα λέει ο κόσμος κι' άλλα ο Κοσμάς!
Κοσμάς  Δεν πεθαίνω γω πεθαίν' ο Κοσμάς
Κοσμάς  Ήνταν ευτάει ο κόσμος κ' η γη ευτάει κι ο Κοσμάς
Κοσμάς  Ό,τ' θα πάθ' ου κόσμους, ας πάθ' κι' ου Κοσμάς
Κοσμάς  Ό,τι να ‘χει ο κόσμος, έχει κι' ο Κοσμάς
Κοσμάς  Όπως διάζ' ο κόσμος να διάζη κι ο Κοσμάς
Κοσμάς  Ότ ο κόσμος κι' ο Κοσμάς κάνει κι' ο χατζη Θωμάς
Κοσμάς  Της Αγιά Μαρίνας σύκο και τ' Άϊ Κοσμά σταφύλι, τ' Άϊ Λιός με το μαντήλι, του Σωτήρος με το κοφίνι
Κρίτων  Οι κριτάδες κι' οι δραγάτες πάντα ξένοι 
Κρίτων  Όρκο που δωκες, κριτή τον έκαμες 
Κρίτων  Ο Αφέντης του κριτή, είν' ο νόμος
Κρίτων  Απο τους δυο που πάνε στον κριτή, ο ένας θα φύ' γελόντας, ο ένας θα βγη μοσκωμένος 
Κρίτων  Αμάχη μο ΄χει η Λάμπαινα βάνω κριτή το σπάρο και καρτερώ απ' το γκωβιό απόφαση να πάρω
Κρίτων  Τόπος που δεν έχει κριτή και σπίτι χωρίς γάλα και μπόγιας να μην είν' παρών είναι κακά μαντάτα 
Κρίτων  Α' θα να πάμε στον κριτή, και φανερά και αντάμα
Κρίτων  Σαν έχης φίλο τον κριτή, μη φοβάσαι τον δυνατόν! 
Κρίτων  Ο κριτής βαστάει το νόμο = Είναι του Θεού ο πίτροπος
Κρίτων  Ο άδικος κριτής, η μαστιγά του τοση 
Κρίτων  Κριτής τους νόμους αγνοών και ιατρός την τέχνην 
Κρίτων  Σα στο λε' ο κριτής συβάσου 
Κρίτων  Πολυκερνός κριτής τση μούχλας κατελώνης 
Κρίτων  Κριτής υποταζόμενος, ντροπή του και που κάθε κάθεται 
Κρίτων  Άικος κριτής, δίκια η κρίσι του Θεού 
Κρίτων  Όποιος λάχει λέει, μα ο κριτής θ' αποφασίση! 
Κρίτων  Αν τόνε θέλομε κ' οι δυο κάθε κριτής, καλός είναι 
Κρίτων  Αν τόνε θέλομε κ' οι δυο κάθε κριτής, καλός είναι 
Κρίτων  Στου διαβόλου το χωργιό άδικος κριτής καθίζει! 
Κρίτων  Αν σε γαμίσ' ο κριτής που θα πας να κριθής 
Κρίτων  Στων αμαρτωλών την χώραν κριτής άδικος καθίζει 
Κρίτων  Ο κριτής λέγει ψέματα, η κοπριά δε λέγει
Κροίσος  Πλούσιος όπως ο Κροίσος
Κρυσταλλία  Αδελφή Κρυσταλλία, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
Κρυσταλλία  Κρυσταλλίτσα, από που φυσάν οι μύλοι;
Κρυσταλλία  Κρυσταλλία και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
Κρυσταλλία  Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Κρυσταλλίας κουταμάρες 
Κύνας  Σκύλος που γαβγίζει δεν δαγκώνει
Κυπαρισσία  Καθένας το κορμάκι του το έχει κυπαρισσάκι
Κυπαρισσία  Απού πού 'σαι, τσυπαρίσσι; - Απού τήν τσουνούργια βρύσι
Κυπαρισσία  Ο μακρύς με την κοντή πάνε σαν το γιασεμί, η μακρυά με το κοντό πάνε σαν τον πειρασμό κι απού είναι ίσια σαν τα κυπαρίσσια 
Κυπαρισσία  Οι ασφεντυλίες δεν κάνουν μεσοδόκια, παρά τα κυπαρίσσια
Κυπαρισσία  Ψηλός ψηλός καλόγερος, κουδούνια φορτωμένος.
Κυπαρισσία  Σειέται το κυπαρίσσι, σειέται κι η ρίγανη.
Κυπάρισσος  Σειέται το κυπαρίσσι, σειέται κι η ρίγανη.
Κυπάρισσος  Καθένας το κορμάκι του το έχει κυπαρισσάκι
Κυπάρισσος  Απού πού 'σαι, τσυπαρίσσι; - Απού τήν τσουνούργια βρύσι
Κυπάρισσος  Ο μακρύς με την κοντή πάνε σαν το γιασεμί, η μακρυά με το κοντό πάνε σαν τον πειρασμό κι απού είναι ίσια σαν τα κυπαρίσσια 
Κυπάρισσος  Οι ασφεντυλίες δεν κάνουν μεσοδόκια, παρά τα κυπαρίσσια
Κυπρος  Τρεία κάππα κάκιστα δυο μι παγκάκιστα. Κρήτη, Κύπρος και Κεφαλλονιά, Μυτιλήνη και Μωριά! 
Κυπρος  Οι Τζυπριώτες μόνο στο κατουρκόμ μονοβουλιάζουν 
Κυπρος  Τσυπριώτην κάμνεις φίλον, βάστα τσαί κομμάτιξ ξύλο 
Κύρα  Η κυρά έχει το σπίτι και η δούλα το κλειδί 
Κύρα  Η κυρά έχει τον άντρα και η δούλα τα κλειδιά! 
Κυριακή  Αγίας Κερεκής άψιμον
Κυριακή  Δώσε το Σάββατο, θα βρεις την Κυριακή.
Κυριακή  Άλλης Κυριακής ανάγνωσμα
Κυριακή  Όλη η βδομάδα του γαμπρού και η Κυριακή της νύφης.
Κυριακή  Βάγια βάγια τω βαγιώ, φάε ψάρι τσαί κολοιό, την απάνου Τουριατσή βάλε τ' άσπρο σου βρατσί τσαι να πάης στην εκκλησιά με τα κότσινα αυγά 
Κυριακή  Της Κυριακής τα όνειρα, ή στη μέρα ή στο χρόνο
Κυριακή  Κυριακή κοντή γιορτή. ή Σαββάτο Κυριακή κοντή γιορτή.
Κυριακή  Της Κυριακής χαρά και της Δευτέρας λύπη.
Κυριακή  Τι Σαββάτο βράδυ, τι Κυριακή πρωί.
Κυριακή  Τετάρτη και Παρασκευή τα νύχια σου μην κόβεις και Κυριακή να μη λουστείς, αν θέλεις να προκόβεις.
Κυριακή  Αν πης Κερκακή χέζει ο βους και πιε ρακή 
Κυριακή  Αύριον εν Κερκακή φόρησ' τάσπροσ σου βρακί  ή Την τζερκατζήν, φόρησ' τάσπροσ σου βρατζίν
Κυριάκος  Κυριακούλη, από που φυσάν οι μύλοι; 
Κυριάκος  Κυριάκος και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
Κυριάκος  Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Κυριάκου κουταμάρες 
Κυριάκος  Πολλά 'ν' τα χιόνια στα βουνά, πολλοί Δερβεναγάδες κι ο Λιάκος είναι μοναχός 
Κυριάκος  Αδελφέ Κυριάκο, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
Κυριάκος  Κυριακάκης κι' Αγγελής επί των ομοίων τα ήθη
Κωλέττης  Πόθθεν τζιαι πόθθεν η Τταλλού να κλάψει τον Κωλέττην;
Κωνσταντίνα  Κωνσταντινιά, τον άντρα σου βάλτονε στο ζεμπίλι και βάλτονε ψηλά ψηλά, να μη τον φάν οι ψύλλοι
Κωνσταντίνα  Κωνστάντω μ', με τι ματάκια να σε κλάψω; Μ' αυτά που σόχω στο κάρακλο!
Κωνσταντίνος  Αλλουνού έχει τ' όνομα κι ο Κωνσταντής την χάρη  ή Έμενα ήβγεν τ' όνομα κι ο Κωνσταντής την χάρη 
Κωνσταντίνος  Ο Γιάννης έχει τ' όνομα κι ο Κωνσταντής τα τρώει, τα πίνει 
Κωνσταντίνος  Πίν' ο Κώτσος βρίσκει τον Παρίση
Κωνσταντίνος  Χοχλιούς μαζώνεις, Κωσταντή; Έτσι το φέρ' η κατάρα
Κωνσταντίνος  Ο Κώστας το καλό παιδί και τ' άξιο παλληκάρι π' ανικάει το μπουρμπουνα και παίρνει το κουράδι 
Κωνσταντίνος  Ο Κώστας το καλό παιδί και τ' άξιο παλληκάρι αντραπηδάει τον κόπανο και κλάνει το στελιάρι
Κωνσταντίνος  Ελιά ελιά και Κώτσο βασιλιά
Κωνσταντίνος  Και παπάς έγινες Κώστα; Έτσι τα ’φερε η κατάρα
Κωνσταντίνος  Όσα ξέρει ο Κωσταντής, δεν τα ξέρει άλλος κανείς.
Κωνσταντίνος  Τα έκαναν τάτσι μίτσι κότσι, και σε συντόμευση 'Τα τακιμιάσανε"
Κωνσταντίνος  Από Σάββατον ως Σάββατον, εκκέλιασεν ο Κώστας
Κωνσταντίνος  Κόψε ξύλο κάμε Κώστα κι άπό κουτζουπιά Μιχάλη ή Ξύλον τέμνων Κώνσταν ποίει.
Κωνσταντίνος  Τι λέγεις παπά Νίκο; Ό,τι λέγ' ο παπα Κώστας 
Κωνσταντίνος  Η Κωσταντινιά είν' της ολίγα κι ακού τον Κώστα να γκαρίζει  1876
Κωνσταντίνος  Βίλντα, Γιάννη, τουν Κώστα, κι' άλλους Κώστας δε 'νι 
Κωνσταντίνος  Ο Κώστας κάθεται και ο Γιάννες γυναικίζει 
Κωνσταντίνος  Άη Κωνσταντίνε μου, τι το 'καμε, τ' ασκέρι σου;
Κωνσταντίνος  Από τ' Άη – Κωνσταντίνου και την νύχτα ξεραίνονται τα σπαρμένα 
Κωνσταντίνος  Είναι για τον άη Κωνσταντίνο-για τα κυπαρίσσια 
Κωνσταντίνος  Κ'τσοί γκαβοί στον άγιο Κωνσταντίνο 
Κωνσταντίνος  Πόθεν που τ' Αντριά γουμάρα κι του Κώστα πουλαρίνα
Κωνσταντίνος  Κόψε ξύλον κάμε Κώνσταν 
Κωνσταντίνος  Ήντα σου πιάνει Κώστα μου. Η κοπελιαρωσύνη 
Κωνσταντίνος  Άη Κωνσταντίνε μου, τι το 'καμε, τ΄ασκέρι σου; 
Κωνσταντίνος  Ο Γιάννης έχει τ' όνομα κι ο Κωνσταντής τα τρώει, τα πνίει 
Κωνσταντίνος  Ο Γιάννης έχει τ' όνομα κι ο Κωνσταντής την χάρη 
Κωνσταντίνος  Αλλού πα' ο γάαρος τσ' αλλού ο Κωνσταντής 
Κωνσταντίνος  Σύρε με, Γιαννούλη μου και φέρε με, Κωσταντιανέ μου 
Λάζαρος  Ποττέ του αβκόν εν έδωκεν, μήτε τ΄άι Λαζάρου.
Λάζαρος  Με τη φωνή και ο Λάζαρος
Λάζαρος  Ξαναζωντάνεψε σαν τον Λάζαρο
Λάζαρος  Κέρινος ή Κίτρινος σαν τον Λάζαρο
Λάζαρος  Από τον άγιο Λάζαρο και στη Φανερωμένη με βάλανε να κουβαλώ νερό με το βαρέλι 
Λάζαρος  Από τον άγιο Λάζαρο και στη Φανερωμένη το γάιδαρό σου να χαρής και καλομοίρα να 'σαι 
Λάζαρος  Από τον άη Λάζαρο ως την Φανερωμένη βασιλικό εφύτεψα και βγήκε μαντζουράνα 
Λάζαρος  Απού του Λαζάρου το Σάββατο έως του Θωμά τη Δευτέρα όλες οι μέρες μιά 
Λάζαρος  Η σάρα και η μάρα και του Λάζαρου η μάνα 
Λάκης  Λάκη, από που φυσάν οι μύλοι; 
Λάκης  Λάκης και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
Λάκης  Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Λάκη κουταμάρες
Λάκης  Αδελφέ Λάκη, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
Λαμπρά  Θα κρατήσουν όσο της Λαμπρής τ' αυγά.
Λαμπρά  Απόκριες στο σπίτι σου και Λαμπριά όπου λάχει.
Λαμπρά  Αν δεν δουλέψεις την αυγή, γυμνός θα είσαι τη Λαμπρή.
Λαμπρά  Να ‘ναι Χριστούγεννα στεγνά, τα Φώτα χιονισμένα, και τα Λαμπρά βρεχούμενα, αμπάρια γιομισμένα.
Λαμπρά  Τη Γέννηση την άβρεχη, τα Φώτα χιονισμένα και τη Λαμπρή βρεχούμενη , τα πάντα ‘φτυχισμένα.
Λαμπρά  Απ’ το Γενάρη ως τη Λαμπρή, δεν έχει σχόλη και γιορτή.
Λαμπρά  Άσχημη η Λαμπρή όταν βρέχει κι ο φτωχός όταν δεν έχει.
Λαμπρά  Γλυκός η ν-ύπνους την αυγή, γυμνός η κώλους τη Λαμπρή.
Λαμπρά  Γλυκός ο ύπνος την αυγή, ζόρκος ο κώλος τη Λαμπρή.
Λαμπρά  Γλυκός ύπνος την αυγή, παλιά ρούχα τη Λαμπρή.
Λαμπρά  Γλυκός ύπνος το πρωί, χωρίς φαΐ τη Λαμπρή.
Λαμπρά  Έχεις γρόσια στο πουγκί, όθε θες κάνεις Λαμπρή.
Λαμπρά  Καλός ο ύπνος το πρωί, παλιά παπούτσια τη Λαμπρή.
Λαμπρά  Κατά που λέει το χαρτί κι ομολογάει η φλάσκα, ούτε και πέρυσι Λαμπρή ούτε και φέτο Πάσχα.
Λαμπρά  Μαθημένου είνι τ’ αρνί να κουρεύγιτι κ’ Λαμπρή.
Λαμπρά  Να ’ταν τα Φώτα βροχερά και η Λαμπρή βροχάτη.
Λαμπρά  Σαν είν’ τα Φώτα φωτεινά, πάντα η Λαμπρή δροσάτη.
Λαμπρά  Της νύφης τα προικιά σαν της Λαμπρής τ’ αυγά.
Λαμπρά  Να μη ζηλέψεις τη Λαμπρή γυναίκα και τον Απριλομάη φοράδα.
Λάμπρος  Αν σ’ αρέσει μπαρμπα-Λάμπρο ξαναπέρνα από την Άνδρο
Λεβέντης  Θαν το φας και θα ειπής και το Δήμο λεβέντη!
Λεβέντης  Μαντηλαριά και ασυρτικό φλάσκα και ποταμίσι, βάλε λεβέντη στη ληνό να τρέχει σαν τη βρύση
Λεβέντης  Σαν δεν σ' αρέση πάρε, λεβέντη μου τη βόλτα σου
Λεβέντης  Ο Απρίλης είν' λεβέντης, μα να βρέξη δυο νερά!
Λεβέντης  Λεβέντης θέλω να γίνω και ταμπουρά δεν έχω 
Λεβέντης  Τα ρούχα κάνουν άνθρωπο και τ' άρματα (ή το σπαθί) λεβέντη
Λευκαρία  Εν τζ' είμαι η καμήλα του Τζένιου που τα Λεύκαρα, που σηκώννει πολλά
Λευκαρία  Η Μαρικκού που τα Λεύκαρα
Λεχώ  Απ' τη λεχώνα ως τη μαμή χάθηκε το παιδί.
Λεχώ  Πήγε για μαμή κι έκατσε για λεχώνα
Λεωνίδας  Αδελφέ Λεωνίδα, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
Λεωνίδας  Λεωνιδάκη, από που φυσάν οι μύλοι; 
Λεωνίδας  Λιόντας και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
Λεωνίδας  Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Λεωνίδη κουταμάρες 
Λιβάνιος  Έγινε ο λύχνος θυμιατό κι η κουτσουλιά λιβάνι
Λίνδα  Λιντίτσα, από που φυσάν οι μύλοι; 
Λίνδα  Λίνδα και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
Λίνδα  Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Λιντούλας κουταμάρες 
Λίνδα  Αδελφή Λίντα, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
Λουίζος  Ο Λοϊζής εμ περήφανος στ' αφκιά
Λουίζος  Βούννου-Βούννου δουλαππάτζιμ μου, να κάμνεις την οντζιάσ σου, να φας τηγ καυκαλλιάσ σου· βρε Λοϊζή, που είσαι και γυρίζεις τζέν έρκεσαι να φας όρνιθαμ με το ρύζι.
Λουκάς  Από το εν μέρος το εκ του κατά Λουκαν Αγίου Ευαγγελίου και από το “Μπισμιλλιαΐ ραχμάνι, ραχίμ 
Λουκάς  Του Αγίου Λουκά σπέρνει (ή σπείρε) κουκιά.
Λουκάς  Αν βρέξει τ’ Αϊ – Λουκά, χέσε μέσα στα βρακιά.
Λουκάς  Αν βρέξει τ' Άη Λουκά μούντζωσε΄τα τα βαριά
Λουκάς  Αν δεν βρέξ' τ' άη Λουκά σπείρε και τη Μαλουκά
Λουκάς  Ο πούμπουρος εμύνησε τ' άι – Λουκά εν νάρτη τζ' αν μεν τ' Άι - Λουκά τ' Άι Φιλίππου εν νάρτη
Λουκάς  Πού του αποστόλου Λουκά, ως τ' άι Δημητρίου, εν το καλοτζαίριν τους οκνιάρηδες
Λουκάς  Τ' Αγίου Λουκά λουκάν΄κο κι ας είν΄και χαλαζιάρ΄κο
Λουκάς  Τ' άι Λουκά λουκάνικα, τ' άι Μανθαίου πήττες, και του αγίου Σαραντώνει, ρακί και τηγανίτες
Λουκάς  Του αγίου Λουκός, λουκάνικα τ' αγίου Θοδώρου πίττες και τα Νικολοβάρβαρα τρώνε τες τηγανίτες
Λουκάς  Αδελφέ Λουκά, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
Λουκάς  Λούκας και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
Λουκάς  Ο Άγιος-Λουκάς τ΄ανοίγει κι άγι΄-Αντώνης τα κλείνει 
Λουκάς  Οι Παναγίες που έχει ζωγραφίσει ο ευαγγελιστής Λουκάς βαστάνε το Χριστό με το δεξί τους χέρι 
Λουκάς  Μήδ' εγώ 'μουν εκεί μήδ' ο Λουκάς τού Μαρκή 
Λουκάς  Αν δε βρέξει τ΄αη Λουκά, χαρά εις τα βαρκά
Λουκάς  Του Αγίου Λουκά σπείρε τα κουκκιά αύριο 
Λουκάς  Του αποστόλου Λουκά φόρεσε, τζαί τ' άι (Γε)ωρκού βκάλε 
Λούλα  Όσα δεν πιάνει η Λουλού, τα κάνει µαργαριτάρια.
Λούλα  Απ' ολούθε και απ' ούλα, ούλα τα μαζώνει η Λούλα 
Λουλούδης  Ο καιρός πουλεί τα λάχανα κι ο Μάης τα λουλούδια 
Λουλούδης  Τον έκανα λουλούδι 
Λυγερή  Απάντησε μου, λυγερή, πότε θ' αλλάξουν οι καιροί;
Λυγερή  Αρχόντηνε η λυγερή κι αγόρασε λανάρι (εργαλείο όπου ξαίνουν το μαλλί).
Λυγερή  Όλα τάχει η λυγερή κι' ο φερετζές τής λείπει 
Λυγερή  Σε βοηθάνε, λυγερή και φαίνεσ' αντρειωμένη 
Λυγερή  Αρά και που θα να βρεθή, αρά και που θαλάχη ξανθομαλλούσα, λυγερή και μαύρα μάθια νάχη 
Λυγερή  Η ζόνι ζόνι τέσσερις, η μπετσικούλα πέντε, η κεραμιδοτρέχουσα σαρανταπέντε μέρες, κι' εγώ η πανώρια λυγερή δυόμισυ μηναράκια
Λυγερή  Η λυερή ψυχομαχεί τζιαι το κακόμ πειράζει
Λυγερή  Που θα ᾿βρω τέτοια λυγερή, ξανθή και μαυρομάτα. Έχει το μάτι σαν ελιά, το φρύδι σαν γαϊτάνι, το δόλιο το ματόφρυδο σαν κρόσσι απ᾿ το μαντήλι. Κι αυτή τότε τους έδωκε τ᾿ ολόχρυσο γαϊτάνι. / «Όρίστε την πλεξίδα μου τον εδικό σας κόπο.» Χρυσό γαϊτάνι περιβάλλει όλα τα ανοίγματα και τον ποδόγυρο. 
Λύκος  Ο λύκος κι αν εγέρασε κι ασπρίσαν τα μαλλιά του, ούτε την γνώμη άλλαξε ούτε και τα μυαλά του.
Λύκος  Μισακός ο γάιδαρος, για να τον φάει ο λύκος.
Λύκος  Εβάλανε το λύκο να φυλάει τα πρόβατα. ή Βάλανε το λύκο να φυλάει το μαντρί.
Λύκος  Άφησαν το λύκο να φυλάει τ’ αρνιά.
Λύση  Τούτον το ρούχο ήφηκεν τη δέσιν κ' ήπιασεν την λύση (=διαλύεται)
Λύση  Σε τούτον – ν – κόσμο λύση ποτέ δεν απολείπει 
Μαγδαληνή  Η Μαγδάλω με το στόμα το μεγάλο
Μαγδαληνή  Πρόκοψ’ η Μαγδάλω, το Σαββάτο το Μεγάλο
Μαγδαληνή  Το άλλο το’ φαγε η Μαγδάλω με το στόμα το μεγάλο
Μαγδαληνή  Έκαμ' ο σκαλτσάς σκαλτούνι κ' η Μαγδαληνή τσιπούνι! 
Μαγδαληνή  Έκαμε ο σκαλτζής σκαλτζούνι κι' η Μαγδαληνή τζιπούνι, κι' η Αννούλα μας φουστάνι ω τι σείσιμο που κάνει! 
Μάγισσα  Τη μάγισσαν π' εφοβέθεν παιδίν 'κ' εποίκεν
Μάγισσα  Ράφτρα, κόφτα, μάγισσα, μοιρολογίστρα και μαμή
Μάγισσα  Η πουτάνα σα γεράσει, πέντε τέχνες θε να πιάσει: μάγισσα, μαμή, μεσίτρα, φκιασιδού ή χαρτορήχτρα 
Μάγισσα  Αυτή μαγιεύει και τ' άστρα
Μαλάμω  Ζουντάνιψι η Μαλάμου, ζητάει του σ’χώριου πίσου
Μαργαρίτα  Σ’ έναν λαιμό γερασμένο τα μαργαριτάρια κλαίνε.
Μαργαρίτα  Τι του πρέπει του κασσιδιάρη; Σκούφια με μαργαριτάρι 
Μαργαρίτα  Τι του λείπει του ψωριάρη χάντρα (φούντα) με μαργαριτάρι.
Μαργαρίτα  Τί σου λείπει κασσιδιάρα (κασιδιάρη); Μαργαριταρένη σκούφια 
Μαργαρίτα  Όσο πίν' η Μαργαρίτα, τόσο μακροχαιρετάει 
Μαργαρίτα  Τη δουλειά σου (Γεια χαρά σου), Μαργαρίτα, κι' η δουλειά μας πάει ντρίττα 
Μαργαρίτα  Όπου κάτης, Μάρκος είναι, κι όπου κάττα, Μαργαρίτα 
Μαργαρίτα  Τρώγε πίνε Μαργαρίτα, μα έχε έγνοια και την πίτα
Μαργαρίτης  Τι του λείπει του ψωριάρη χάντρα (ή φούντα) με μαργαριτάρι.
Μαρία  Πού πας Μαρία, Μαριώ, Βιολιά ακούω και πάω να δω
Μαρία  Αγάπα η Μάρω το χορό και βρήκε άντρα ζουρνατζή
Μαρία  Η γης καταποντίζεται κι η Μάρω καθρεφτίζεται.
Μαρία  Και η κουτσή Μαρία
Μαρία  Κάνει την οσία Μαρία
Μαρία  Λωλά χορεύγεις, Μαριορή, και φαίνονται τα τσα σου.
Μαρία  Μη σε νοιάζει Μαριωρή, ξένη πίτα κι αν καεί.
Μαρία  Ολα τα χε η Μαριορη, ο φερετζες της ελειπε
Μαρία  Τα ’χεν η Μαριά στο νου της, τα ’βλεπε και στ’ όνειρό της,
Μαρία  Χόρευε, κυρά Μαρού κι έχε κι έννοια του σπιτιού
Μαρία  Αγάπαγε η Μάρω το χορό βρήκε και άντρα χορευτή
Μαρία  Ένα το 'χει η Μαριορή, το στεγνώνει το φορεί
Μαρία  Χόρευκε τζυρά Μαρού τζι έσιει τζι έννοιαν του μωρού. (ή του σπιθκιού)
Μαρία  Μαριγούλα Μαριγώ, κι αν δε με θες, να κι εγώ!
Μαρία  Λοαρκάζει τζι η Μαρικκού τον άντραν της μες στους πραματευτάες
Μαρία  Μπρος Μαρία, πισ’ Αντώνης
Μαρία  Έκανε η Μαριώ το Γιάννη κι άλλη γιο δεν έχει κάνει!
Μαρία  Άμα ακούς Μαρία – Γιάννη, βάλε ψάρια στο τηγάνι, εξόν του μπάρμπα-Γιάννη.
Μαρία  Άλλη καμιά δε γέννησε, μόνο η Μαριώ το Γιάννη.
Μαρία  Η Οσία Μαρία είπεν, ενενήντα εννέα κι άλλ’ έναν εκατόν
Μαρία  Μπρος Φραξία, πίσω Μαριγώ κι απο πίσω τα κοπελάρια.
Μαρία  Μπρος Μαριώ και πίσω Αντώνα
Μαρία  Σάρα, μάρα τζαι η κουτσή Μαρία
Μαρία  Όταν οι άλλοι αποτρυγούσαν, η Μαρία έπλεκε καλάθι.
Μαρία  Παντρεύτηκε η Μαρία και πήρε τον Αντώνη με τρύπιο παντελόνι
Μαρία  Από μπροστά κυρά - Μαριά κι από πίσω κοφινόκωλη.
Μαρία  Από μπροστά κυρά - Μαριώρα κι από πίσω κουτσοκώλα.
Μαρία  Είχαμε τόσα σκατά, ήρθε και η Σκατομαριά.
Μαρία  Χόρευε, Μαριά του Λιου κι έχε κι έννοια του σπιτιού
Μαρία  Ντέρτι που το ‘χει η Μάρω που ‘ναι το μουνί της μαύρο.
Μαρία  Το χωριό καιγότανε και η Μαριώ γαμιότανε.
Μαρία  Έμπα στο χορό, να σε δω, κυρά Μαριώ
Μαρία  Έχει κι’ άλλη μάνα γιο γη η Μαριά το Θόδωρο».
Μαρία  Αν σου κάτσει η Μαρία, τύφλα να’ χει ο Διονύσης.
Μαρία  Κατερίνες και Μαργιόλες, γιόμισαν οι στράτες όλες 
Μαρία  Η Μάρω μένει στα βουνά κι ο Γιάννος πάει στους κάμπους
Μαρία  Αγγονίστην τζι η Πελλομαρού μηλλόπιτταν
Μαριγούλα  Μαριγούλα Μαριγώ, κι αν δε με θες, να κι εγώ!
Μαριέττα  Εν το βορτίν της Κέττας.
Μαρίνα  Αγιά Μαρίνα με τα σύκα και Άγιος 'Λιας με τα σταφύλια
Μαρίνα  Ο Αηλιάς κόβει σταφύλια και η Αγιά Μαρίνα σύκα.
Μαρίνα  Της Αγιάς Μαρίνας δείχνει, σύκον τζ’ αι σταφύλιν τζ’ αι πορτίν στο γαλευτήρι
Μαρίνα  Τ’ Αγιά-Μαρίνας μπαίν’ και το κούτρελο στ’αμπέλι
Μαρίνα  Της Αγιάς Μαρίνας σύκον, τ’Αϊ Λιά σταφύλιν Τζ’ αι τ’ Αϊ Παντελεήμονα γεμάτον το κοφίνι. (Κύπρος)
Μαρίνα  Της αγιά Μαρίνας ρώγα και του άη -Λιός σταφύλι.
Μαρίνα  Ο Προκόπης κόβει αγγούρια, η Αγιά Μαρίνα σύκα κι ο Αηλιάς τα σταφυλάκια μεσ’ στα βεργοπανεράκια.
Μαρίνα  Της αγιάς Μαρίνας ρόβα τζαί τ' άϊ Ηλιού κνιζί 
Μαρίνα  Της Αγιά Μαρίνας σύκο και τ' Άϊ Κοσμά σταφύλι, τ' Άϊ Λιός με το μαντήλι, του Σωτήρος με το κοφίνι 
Μαρίνα  Της αγιάς Μαρίνας σύκο τ' άι Τσηρύκου φάε καρύδι, τ' άι Λιά φάει σταφύλι, πάρε τσαί στο πανηγύρι 
Μαρίνα  Τσ' αγιά Μαρίνας σύκο και τ' αλιτροπιού σταφύλι
Μαρίνα  Αγιά Μαρίνα κόβει αγγούρια κ' η Κήρυκους κουλουκύθια 
Μαρίνα  Αγιά Μαρίνα μάραινε όλους τους κερατάδες 
Μαρίνα  Κουκούδι τση Παραμυθιάς και τση Αγιά Μαρίνας 
Μαρίνα  Άγια Μαρίνα μάρανε μάννα και θυγατέρα 
Μαρίνα  Εδώ έμπλεξα την Αγια Μαρίνα με το βήσσαλο 
Μαρίνα  Της αγιά Μαρίνας ρώγα, τ' αϊ Λιώς σταφύλι, της Παναγιάς μαντήλι
Μαρίνα  Βορκάες της Αγίας Μαρίνας νέφη του προφήτη Ηλία: Ο γρόνος εν ναν καλός
Μαρίνα  Αγιά Μαρίνα δωσ' μου σύκα κι άη Λιά άπλωσε και πάρε
Μαρίνα  Άγια Μαρίνα έρχεται με το σύκο, με τ' απίδι και με το γλυκό σταφύλι
Μαρίνα  Άγια Μαρίνα έρχεται με το σύκο, με τ' απίδι, με το κόκκινο σταφύλι
Μαρίνα  Αγία Μαρίνα κόβει τα αγγούρια και η Σωτήρα τα σταφύλια
Μαρίνα  Αγιά Μαρίνα φέρε σύκα τσ' άη Λιά, φέρε σταφύλια
Μαρίνα  Άγια μου Μαρίνα δώσ' μου σύκα και σταφύλι κάπου κι ανάρια να βρεθεί
Μαρίνα  Άγια Μαρίνα δοσ' μου σύκα κι Άϊ λιά άπλωσ' κι έπαρε
Μαρίνα  Αγιά Μαρίνα κόβει αγγούρια κ' η Κήρυκους κουλουκύθια
Μαρίνα  Αγία Μαρίνα κόβει τα αγγούρια και η Σωτήρα τα σταφύλια
Μαρίνα  Αγιά Μαρίνα φέρε σύκα τσ' άη Λιά, φέρε σταφύλια
Μαρίνα  Αγιάς Μαρίνας με βορκά, νέφη τα’άη Ηλία
Μαρίνα  Απού του φόρου στου γκαλό τσι στην Αγιά Μαρίνα
Μαρίνα  Η Αγιά Μαρίνα εν εφφοήθην πάρα τον Μάρτη την αυγήν και του Μα το μεσημέρι
Μαρίνα  Καλού καλού άντρα μου, στην αγιά Μαρίνα μην πας
Μαρίνα  Ο Προκόπης κόβ' αγγούρια κ΄η γ – Αγιά Μαρίνα σύκα
Μαρίνα  Τ' Αγιά Μαρίνας σύκο και τ' Άη Λιά σταφύλι και τ' Άγιου Παντελεήμονα να πας με το κοφίνι
Μαρίνα  Της Αγιά Μαρίνας με το μαντήλι και τ' Άη Λιόση με το κοφίνι
Μαρίνα  Της αγιά Μαρίνας ρόγα και της Παναγιάς σταφύλι, του Σταυρού με το κοφίνι
Μαρίνα  Της άγια Μαρίνας ρόγα, τ' άϊ Λιός σταφύλι και το δεκαπενταύγουστο γεμάτο το κοφίνι
Μαρίνα  Της Αγίας Μαρίνας δεν καν' δουλειά γιατί μιά βολά: Αγιά Μαρίνα μάρανε μάννα και διγατέρα!
Μαρίνα  Της αγίας Μαρίνας κρύπτονται πλέον σε δρεις μέχρι της ανοίξεως.
Μαρίνα  Της Άγιας Μαρίνας σύκο, του Αη – Λιά σταφύλι και του Αγίου Παντελεήμονα γιομίζει το μαντήλι.
Μαρίνος  Ο Μαρίνος και η νύφη
Μάριος  Του κερά Μαριού τα λόγια τάχω ανώγια και κατώγια 
Μάριος  Αδελφέ Μάριε, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
Μάριος  Μάριε, από που φυσάν οι μύλοι;  
Μάριος  Μάριος και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
Μάριος  Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Μάριου κουταμάρες 
Μάρκος  Όπου κάτης, Μάρκος είναι, κι όπου κάττα, Μαργαρίτα 
Μάρκος  Σάν δέν είναι Γιάννης, ας είναι Μάρκος 
Μάρκος  Σάν κάμουν οι ελιές κρασί, θά βάλη κι' ο Μάρκος γνώση 
Μάρκος  Μήδ' εγώ 'μουν εκεί μήδ' ο Λουκάς τού Μαρκή 
Μάρκος  Γιόκα μου Μάρκο, γύρισε, παγῶσαν τὰ λαζάνια
Μάρκος  Ο Νότης ετραγούδαγε σ᾿ του Μάρκου το κιβούρι / και λέει τραγούδια θλιβερά και παραπονεμένα
Μάρκος  Λες γιατί εγίνη διάκος πως δεν είν' ο μουρλομάρκος; 
Μάρκος  Αν σε τσιμπήση ο Γιάννης βάλε άτσοχα να γιάνη, αν σε τσιμπήση ο Μάρκος σκάψε το λάκκο σου σαράντα σκαλοπάτια βάθος, κι αν σε τσιμπήση η Μαριά σκάψε ακόμη πιο βαθειά
Μάρκος  Κόψε ξύλον, κάμε Μάρκο 
Μάρκος  Κόψε πεύκο, κάμε Μάρκο 
Μάρκος  Όπου Μιχάλης παλαβός, Μάρκος δαιμονισμένος 
Μάρκος  Κόψε ξύλον, κάμε Μάρκο  ή Κόψε πεύκο, κάμε Μάρκο 
Μάρκος  Εμείναμεν σαν έμεινεν ο Χατζημάρκος πέρσι που λείψαν του τα κάρβουνα τζι εν είσιεν να δουλέψει.
Μάρκος  Ό τι Μάρκος ό τι Λιος τύφλα νάχουνε κι οι δυο
Μάρκος  Άγιε Μάρκε μου κάψε κι' άφησε κι' όλας 
Μάρκος  Αυτά πάνε για τον άγιο Μάρκο μόνον, αλλά να δούμε 
Μάρτης  Από 'σιει κόρην όμορφην του Μάρτη εν την δείχνει
Μάρτης  Μη σε γελάσει ο Μάρτης το πρωί και χάσεις την ημέρα
Μαύρα  Της Αγια – Μαύρας έρχεται ο καιρός της λαύρας.
Μάχη  Το πολύμ μάση, χαλά το στομάσι
Μάχη  Όπου θωρείς πολλήν αγάπην, περίμενε και την αμάχη. 
Μάχη  Αδελφή Μάχη, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
Μάχη  Όπου δης πολλή αγάπη, κάτεχε μεγάλη μάχη
Μάχη  Κάλλιο πο μακριά κι αγάπη, παρά πο κοντά και μάχη
Μάχη  Πέθανε να σ' αγαπώ και ζε να σ' έχω μάχη
Μάχη  Νάχαν τ' αντρόγυνα κακό, να 'χαν τ΄αδέρφια μάχη
Μάχη  Η μάχη κ' η κακία αθρώπους καταστρέφει και την αγάπη κ' η χαρά εξαφανίζει
Μάχη  Μούτε κ τ΄αντρόυνο κακία μούτε κ τ΄αδέρφια μάχη  ή Μάιδε τ΄αντρόγενο χολή, μάιδε τ΄αδέρφια μάχη
Μάχη  Ανάθεμα που μπιστευτεί στων αδερφών τη μάχη κι εις τ' ανδρόγυνο την κάκια απ' το ταχύ ως το βράδυ 
Μάχη  Νάχαν τ' αντρόγενο χολή, νάχαν τ' αδέρφια μάχη, κ' μένα με το παιδί πάει να μπή και να βγεί ή Έχει τ' αντρόγενο χολή, έχουν τ' αδέρφ' αμαχή, έχει κ' η μάννα με παιδί, όσο να μπη και να 'βγη
Μάχη  Μαχούλα, από που φυσάν οι μύλοι; 
Μάχη  Μάχη και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
Μάχη  Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Μαχούλας κουταμάρες
Μεθόδιος  Του' ή Μου’ ψησε το ψάρι στα χείλη
Μελανεία  Κάλλια κόκκινο μάγουλο, παρά μελανή καρδιά 
Μελανεία  Άσπρο χαρτί μαύρη μελάνη (βλέπει μόνον ο αγγράμματος) 
Μελανεία  Για χαρτί και για μελάνη τον καλό γαμπρό μη χάνης
Μελανεία  Άκουγε σακκοδεμένε τσαί στον τοίχο κομπισμένε, τα 'κατό γρόσα σίγουρα τσαί τη μελανή γαϊδούρα 
Μελανεία  Αδελφή Μελανεία, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
Μελανεία  Μελανίτσα,από που φυσάν οι μύλοι; 
Μελανεία  Μελαινώ και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
Μελανεία  Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Μελάνας κουταμάρες
Μελέτιος  Ο Γρηγόρης εγρηγόρει κι ο Μελέτης εμελέτα, κι ο Γρηγόρης τηνε πήρε του Μελέτη τη γυναίκα.
Μελέτιος  Ο Μελέτης εμελέταν τζι ο Γληόρης επελέκαν.
Μελέτιος  Ανεμέλης ανεμέλα κι' ο Μελέτης εμελέτα κι' ο Μελέτης την επήρε τ' ανεμέλη τη γυναίκα 
Μελέτιος  Ο Γληγόρης γληγορούνε κι ο Μελέτης μελετούνε κι έτσι πήρεν ο Γρηγόρης τη γυναίκα του Μελέτη 
Μελέτιος  Ο Μελέτης εμελέτα κι ο Γρηγόρης εγρηγόρα
Μελέτιος  Του Μελέτη τη γεναίκα ο Γρηγόρης τηνε πήρε
Μέλισσα  Αν έκαναν όλες οι μέλισσες μέλι θα το 'τρωγαν και οι γύφτοι.
Μέλισσα  Χωρίς κηφήνες μελίσσι δεν υπάρχει.
Μέλισσα  Αν δεν σε κεντρίσει η μέλισσα, μέλι δεν τρως.
Μέλισσα  Αν είσαι μέλισσας παιδί κέντρωσε και μην λαλείς.
Μέλισσα  Αν κάνανε ούλες οι μέλισσες μέλι δεν θα το χώραγε το κουβέλι.
Μέλισσα  Οι μέλισσες δεν γίνονται σφήκες.
Μέλισσα  Η μέλισσα από τα λουλούδια παίρνει το μέλι.
Μέλισσα  Μια η βασίλισσα πολλές οι μέλισσες.
Μέλισσα  Μια μέλισσα δεν κάνει μέλι.
Μελπομένη  Δεν πα να ‘σαι και η Μάγια Μελάγια
Μελωδία  Η μελωδία είναι που κάνει το τραγούδι
Μελωδία  Είναι απάνω στο αϊβάζι να παντρευτεί
Μελωδία  Η μελωδία άλλαξε αλλά το τραγούδι παραμένει το ίδιο.
Μελωδία  Η ζωή είναι μια ωραία μελωδία. Μόνο οι στίχοι είναι λίγο μπερδεμένοι.
Μεταξάς  Είδες του κάττου (γάτου) το μαλλί να κλώθετε μεταξι; Είδες και του κακόγνωτου η γνώμη του να αλλάξει.
Μεχμέτ  Το ξέρει ο Αχμέτ, ο Μεχμέτ, και ο κόσμος όλος.
Μήλος  Αν εν μήλον ν'αθθίσει, τζι' αν ρόβιν εννά λουβήσει.
Μηνάς  Του Αγίου Μηνά βασιλεύει η Πούλια.
Μηνάς  Ο απόστολος Βαρνάβας ανοίγει τα παναΰρκα, τζ' ο άϊς Μηνάς βαδώννει τα 
Μηνάς  Τ’ Αϊ Μηνά εμήνυσα και τα’ Αϊ Φιλίπ’ αυτού είμαι, με κουβάρια ράμματα, με σακιά μπαλώματα
Μηνάς  Της αγιάς Μαρίνας σύκον, τ' άϊ Μηνά σταφύλιν τζαι τ' Άη Παντελεήμονα γεμάτον το κοφίνι 
Μηνάς  Άη Μηνάς το μήνυσε, κι΄ο Φίλιππος το καρτερεί 
Μηνάς  Άφσ΄τους άι Μηνά και σείρε 
Μηνάς  Δεν μαντινιέρει ο φίλος του ποτηριού και μετρά τις μέρες: Έλα και φτάσε “Άι Μηνά μου καλοκρασά μου” ν΄ανοίξουμε τα νέα κουρούπια
Μηνάς  Έλα άι μου Μηνά μου καλοκρασά μου! 
Μηνάς  Εαν δεν έλθω του Αγίου Μηνά. Του Αγίου Φιλίππου είμαι αυτού και να μου χαιρετάς παλιοκαπάδες
Μηνάς  Ο Άι Μηνάς με μήνυσε κι Άι – Φίλιππας με φίλεψε 
Μηνάς  Ο Άι Μηνάς το μήνυσε και ο Φίλιππος το καρτερεί 
Μηνάς  Τ' Άη – Μηνός εμήνυσα, τ' Άη – Φιλίππου φίλησα τα βουνά και ζύγωσα, κι' αυτού κοντά τ' Άη Νικολάου φωτοβολώ μονάχο μου! 
Μηνάς  Του Αγίου Μηνά Άη Μηνάς μου μήνυσε κι ως τ΄ Άη-Φίλιππα είμ΄αυτού, λέει το χιόνι 
Μηνάς  Ο άι Μηνάς εμήνυσε, πούλια μαι' ξημερώση
Μηνάς  Έχ' ο Θεός κι Άγιος Μηνάς, έχει κι' η γειτόνισσα για 'μάς! 
Μηνάς  Η μέρα πάει να χαθή κ' εθέριεψεν η νύχτα κι' Άϊς Μηνας εμήνυσε, μη ξημερώσ' η πουλια 
Μηνάς  Ο Μηνάς εμ που μηνά – τους γουννάτους σαιρετά τους τους τσουππάτους προσκυνά τους – τζαι τους ασπροζιμπουνάτους – σούζει τους τζαι πελεκά τους 
Μηνάς  Τ' Άη Μηνός εμήνυσα κι τ' Άη Φιλίπ' αυτού είμι
Μηνάς  Τ' Άη – Μηνός μπαίνει χειμώνας
Μηνάς  Τ' άι Μηνός εμήνυσε και τ' άι Φιλίππου αυτού είμαι. Χαιρέτα και τους φίλους μου τους παλιοσιγκουνάδις 
Μηνάς  Τον άη Μηνά εμήνυσε, τ' άη Φιλίπωπ αυτού ειμί, τσ Παναγίας αβόλητα 
Μηνάς  Εαν δεν έλθω του Αγίου Μηνά. Του Αγίου Φιλίππου είμαι αυτού και να μου χαιρετάς παλιοκαπάδες 
Μηνάς  Τ' Άη – Μηνός μπαίνει χειμώνας 
Μιλτιάδης  Ουκ εα με καθεύδειν το του Μιλτιάδου τρόπαιον.
Μιχαήλ  Καλό κρασί κακό κεφάλι
Μιχαήλ  Ο Μιχαήλ ο οποίος κρατεί την ρομφαίαν “παίρνει τις ψυχές, ο δε Γαβριήλ με την ζυγαριά ζυγίζει αυτές”
Μιχαήλ  Όπου Μιχάλης παλαβός, Μάρκος δαιμονισμένος 
Μιχαήλ  Αδελφέ Μιχάλη, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
Μιχαήλ  Κόψε ξύλο κάμε Κώστα κι άπό κουτζουπιά Μιχάλη.
Μιχαήλ  Μιχάλης και μυαλό, καβούροι με φτερούγες.
Μιχαήλ  Ψόφσι(ν) του βόιδ, πέθανι(ν) ου Μχάλτς
Μιχαήλ  Χα ο Μουχάλτς, χα και το χάλνατ' 
Μιχαήλ  Μιχαλάκη, από που φυσάν οι μύλοι; 
Μιχαήλ  Όπου Μιχάλης παλαβός, Μικές παλαβωμένος 
Μιχαήλ  Κάκιουσι Μχαλιός κι γύρσι του βρακί τ' αλλιώς 
Μιχαήλ  Έτσι τζ' αλλοιώς επέθανεν ο Μιχαληός 
Μιχαήλ  Κάκιωσεν ο Μαγαλιός γύρισε τον κ.... εμπρός 
Μιχαήλ  Τα ’φερε ο διάολος κι η σκούφια του Μιχάλη.
Μιχαήλ  Χρωστάει του Μιχάλη ή Χρουστάει του Μχάλ’
Μιχαήλ  Χωστά χωστά τον έκαμε ο Μιχελής το γάμο, γιατί ήταν λίγα τα ψωμιά και το χωριό μεγάλο.
Μιχαηλία  Γρωστεί (χρωστάει) της Μιχαλούς
Μόνικα  Μονικούλα,από που φυσάν οι μύλοι;  =
Μόνικα  Μονικούλα και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
Μόνικα  Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Μόνικας κουταμάρες
Μόνικα  Αδελφή Μόνικα, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
Μόσχα  Η Μόσχα δεν πιστεύει στα δάκρυα
Μόσχα  Στη Μόσχα, όλοι θα βρουν κάτι, εκτός από τον πατέρα και τη μητέρα τους
Μόσχω  Μοσχούδα, από που φυσάν οι μύλοι;
Μόσχω  Μοσχούλα και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
Μόσχω  Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Μόσχως κουταμάρες 
Μόσχω  Το μήλο όσο κρύβεται τόσο μοσχομυρίζει  ή Το μήλον όσον κρύφκεται, τόσον μουσκομυρίζει
Μόσχω  Όποιος δουλεύει μοσχομυρίζει κι όποιος κάθεται βρωμάει 
Μόσχω  Μη μαλώσης με βρωμούσα, μη σου πη τις βρωμιστές της, μη μαλώσης με το μόσχο, θα σου πη τις μυρουδιές του
Μόσχω  Μόσχος αδιαφόρετος καθάρια βρώμα
Μόσχω  Πικρή κι η λυγαριά αλλά μοσχομυρίζει 
Μόσχω  Αδελφή Μόσχω, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
Μυράνθη  Εάν το άλας μυρανθή, εν τίνι αλεσθήσεται;…
Μύρια  Για συγγνώμη και για μύρο κίνησε να πας στην Σκύρο.
Μύρια  Χύνωμεν μύρον εις την φακήν 
Μύρια  Αντάν να σ' εύρω με πολλούς, Γειά σου τζυρά κουμέρα, τζαντάν να σ' εύρω μονησήν, τα μύρα πάσιμ πέρα 
Μυρτίς  Κάλλιο μύρτια και στο λόγγο παρά τ' άντερα στον κώλο 
Μυρτίς  Όποιος περάσει και δε με πιάσει την αγάπη του να χάσει
Μυρτίς  Απού περάση από μυρτιά και δεν πάρη κλωνάρι, να μη χαρή την νεότην του, και ας είν'και παλληκάρι 
Μύρων  Για συγγνώμη και για μύρο κίνησε να πας στην Σκύρο.
Μύρων  Αντάν να σ' εύρω με πολλούς, Γειά σου τζυρά κουμέρα, τζαντάν να σ' εύρω μονησήν, τα μύρα πάσιμ πέρα 
Μωυσής  Έφερε του Μωυσή τα κόκκαλα
Μωυσής  Θαρρεί πως βαστά τον Μωυσήν από τα γένεια 
Μωυσής  Τον περιμέναμε σαν το Μωυσή να 'βγη από τη θάλασσα! 
Ναθαναήλ  Βρήκ’ ο Φίλιππος το Ναθαναήλ κι η κοπριά τα λάχανα.
Ναθαναήλ  Βρήκε ο Φίλιππος το Ναθαναήλ
Νάξος  Άμα θες σύντροφο άξο, πάρε νύφη από τη Νάξο.
Νασρεντίν  Μη λες χαζά και ναστραδίνκα
Νασρεντίν  Σαν του Ναστραδίν χότζα το βιολί 
Νασρεντίν  Του Νασταδή – χότζα οι δουλειές 
Νασρεντίν  Ποίτσεν δα 'αν τον Ναστραδί – χοτζά 
Ναταλία  Αδελφή Ναταλία, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
Νείλος  Ut canis e Nilo
Νείλος  Όποιος πιει νερό από το Νείλο, ξαναγυρίζει στην Αίγυπτο
Νεόφυτος  Φυτούλη, από που φυσάν οι μύλοι;
Νεόφυτος  Φύτος και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
Νεόφυτος  Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Νεόφυτου κουταμάρες 
Νεόφυτος  Αδελφέ Νεόφυτε, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
Νέστωρ  Φόβος Δημητρίου κι αγίου Νέστορος
Νέτζω  Η γριά Νέτζω χάλευε τον Δεκέμβρη μήνα κεράσια.
Νίκη  Αδελφή Νίκη, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
Νίκη  Νικίτσα, από που φυσάν οι μύλοι; 
Νίκη  Νικούλα και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
Νίκη  Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Νίκης κουταμάρες 
Νίκη  Η νίκη πάει σ' εκείνον που του ανήκει! 
Νικήτας  Όπου Συμιακός Νικήτας κι όπου Χιώτης Παντελής
Νικήτας  Από του Άη – Νικήτα κοίτα και από του Άη – Γιωργιού ξεκοίτα.
Νικηφόρος  Ώ πλην γυναικός τα δ' άλλα Νικηφόρος. Ο τελευταίος στίχος από το επίγραμμα στον τάφο του Νικηφόρου Φωκά
Νικοκλέας  Άλλος στου Κόκλα κι άλλος στου Πυρή
Νικόλαος  Ο άη Νικόλας ο σπάστα όλα, κάφτα όλα, και αγάπα με
Νικόλαος  (Περι) Γέλα του Νικόλα, να περάσεις τολ λιμνιώνα
Νικόλαος  Αγία Βαρβάρα μίλησε κι ο Σάββας απολογήθη: - Μαζώχτε ξύλα κι άχερα και σύρατε τα στο μύλο, τι ο Άγιο Νικόλας έρχεται στα χιόνια φορτωμένος.
Νικόλαος  Άγιε μου Νικόλα σώσε με και σου τάζω τον αδερφό μου καλόγερο.
Νικόλαος  Αϊ Νικόλα Καραβιάρη, κάνε μου και τούτη τη χάρη.
Νικόλαος  Μπρος πίσω του Χριστού τα Νικολό – Βάρβαρα.
Νικόλαος  Του Αγίου Νικολάου κοντά στο γρέκι, γιατί ψοφούν τα γίδια.
Νικόλαος  Αγία Βαρβάρα φώναξε κι Άγιος Νικόλας απεκρίθη.
Νικόλαος  Άγιος Νικόλας φώναξε, Βαρβάρα απολογήθη και συ μικρέ Σαββατιανέ φύγε από την μέση.
Νικόλαος  Άγια Βαρβάρα εγέννησε Σάββα κι' άη Νικόλα
Νικόλαος  Άε Βαρβάρα φύσα, άε Σάββα βρέξον, άε Νικόλα σόνστσον
Νικόλαος  Άι Βαρβάρα (γ)έννησε, γι' η Στελιανή το δέχτη, κι άης Νικόλας το 'κουσε, γιατί πά να το βαφτίση
Νικόλαος  Άγιε Νικόλα βόηθα με, Βαρβάρα μου λυπήσου με και συ καημένε Σπυρίδωνα θυμήσου με.
Νικόλαος  Ένα ο λύκος τρία ο Νίκος 
Νικόλαος  Εις τις τριάντα τ' Αντρία, στις έξι του Νικόλα  ή Αντριάς και μήνας, στ' ς έξ κι' άη Νικόλας 
Νικόλαος  Αϊ μου Νικόλα κάψε κι άφης κιόλα 
Νικόλαος  Νικόλα, Νικόλα που σκότωσις τη μάννα σου με μια παλιοπιστόλα 
Νικόλαος  Τι λέγεις παπά Νίκο; Ό,τι λέγ' ο παπα – Κώστας
Νικόλαος  Όρτσα, καπετάν Λολή, γιατ' ο κάρλακας λαλεί. Όλο όρτσα εγώ πάω και τον κάρλακ' αγρικάω 
Νικόλαος  Τα Νικολοβάρβαρα και τα βουνά τρομάξαν 
Νικόλαος  Άι Γιώργη Σκυριανέ, άι Νικόλα ψαριανέ, Ταξιάρχη Παναρμιώτη και αι Γιάννη Κρανιδιώτη 
Νικόλαος  Άγιος Ηλίας στα βουνά κι΄άη Νικόλας στα πελάγη 
Νικόλαος  Τ' Άη – Μηνός εμήνυσα, τ' Άη – Φιλίππου φίλησα τα βουνά και ζύγωσα, κι' αυτού κοντά τ' Άη Νικολάου φωτοβολώ μονάχο μου!
Νικόλαος  Άγις Γεώργις σκορπά τα παιδιά, Άγις Δημήτρις τα μαζώνει κι άγις Νικόλας καλά τα συμμαζόνει = Σημείον της διασποράς και παλινοστήσεως των κατοίκων
Νικόλαος  Αν δεν έλθω τ' αγιού Στρατηγού θάρθω τ' άγιου Φιλίππου κι' αν δεν έλθω τ' άγιου Φιλίππου τα Νικολοβάρβαρα με παιδιά μου, με σκυλιά μου
Νικόλαος  Βαρβάρα βαρβάρων', Σάββας σαβανών', άη Νικόλας παραχών', άη Γιώργης ξιναχών΄, άη Δημήτρης τα μαζών΄ 
Νικόλαος  Άγιος Σάββας σαβανών άγι Νικόλας παραχώνει κι άγι Σπυρίδων ξεπαραχώνει 
Νικόλαος  Τώρα έχομε Νικολοβάρβαρα
Νικόλαος  Τα Νικολοβάρβαρα για βρέχει για χιονίζει 
Νικόλαος  Άγιε Νικόλα, βόηθα με!-Σήκω και συ, Νικόλα μου
Νικόλαος  Όπου δόξα κι παντιέρα, δέξου και τουν κυρ Νικόλαν
Νικόλαος  Απού ‘χει σερνικό παιδί και δεν το βγάλει Νίκο, κάλλιο να ανέβει στα βουνά να παίζει τον περδίκο
Νικόλαος  Αη-Νικόλα βόηθα με. Κούνα και συ τα χέρια σου.
Νικόλαος  Θαρρώ, για τούτο και πολλοί Γάδαρον δεν σε κράζουν, αλλά ως τιμιώτερον, Νίκον σε ονομάζουν. Το όνομα εκέρδισες αυτό με πονηρίαν, και την ζωήν σου έγλυκες απ’ αύτα τα θηρία…
Νικόλαος  Μίλα με τον Νικολή που έχει την άδεια την πολλή
Νικόλαος  Ο ἁι-Νικόλας ἀσπρίζει τὰ γένια του
Νικόλαος  Χωρίς κουπιά κατ άρμενα, άγιε Νικόλα, βόηθα
Νικόλαος  Τρέχα γύρευε και Νικολό καρτέρει.
Νικόλαος  Ήρθαν τα Νικολοβάρβαρα
Νικόλαος  Χαιρέτα μου τον πλάτανο και Νικολό καρτέρει.
Νικόλαος  Η Βαρβάρα βαρβαρώνει, Αϊ-Σάββας σαβανώνει κι ο Αϊ- Νικόλας παραχώνει.
Νικόλαος  Άγια Βαρβάρα γέννησε, κι Αη-Σάββας το εδέχθη, κι ο Αη-Νικόλας έτρεχε να πάει να το βαφτίσει…
Νικόλαος  Άγια Βαρβάρα μίλησε, Νικόλας απολογήθη κι εσύ κακόσαββα πού βρέθηκες στη μέση;
Νικόλαος  Βαρβαρίτσι, Νικολίτσι, Σάββα τι ήθελες στη μέση;
Νικόλαος  Άγια Βαρβάρα μίλησε, κι Αη-Σάββας αποκρίθη, κι άγιος Νικόλας έρχεται στα χιόνια φορτωμένος.
Νικόλαος  Τρέξε Γιάννη γύρευε και Νικολό καρτέρει.
Νικόλαος  Μπρός πίστα του Χ'στού, τριγύρου τ' Άη – Ν'κόλα
Νικόλαος  Γέλα γέλα το Νικόλα μέχρι να τα φάμε όλα.
Νικόλαος  Νικολοβάρβαρα πυλομένα πιλίνια γεμοσμένα 
Νικόλαος  Του Αγίου Νικολάου που ’ναι της στεριάς και του πελάου (πελάγου).
Νικόλαος  Μπρος πίσω τα Νικολοβάρβαρα βαρύ χειμώνα κάνει.
Νικόλαος  Απ’ τα Νικολοβάρβαρα αρχίζει ο Χειμώνας.
Νικόλαος  Εγώ όταν σου μιλώ, εσύ άλλα των αλλών μπαρμπανικολό.
Νικόλαος  Άγιος Σάββας κάθεται κι Άης Νικόλας στέκει.
Νικόλαος  Αν τ' Αγιού Φιλίππου λείπω στ΄άγια των αγιώ δεν έρθω, τ' Άη – Νικόλ' απόξω στέκω.
Νικόλαος  Γι' αυτό, Γιαννάκη, δεν κερνάς και Νικολό δεν πίνεις
Νικόλαος  Άη-Νικόλα Βαρβάρα τσαί οι τοίχοι βράζουν
Νικόλαος  Αν σε φάη οχηά καν και παρηγοριά. Αν σε φάη ο γυιός της Μπίλιος όσο να κεντρώση ο ήλιος. Αν σε φάη ακονάκι ξυναράκι και φκιαράκι και στο Άγιο Νικολάκι 
Νικόλαος  Γέλα γέλα το Νικόλα μέχρι (ή όσον) να τα φάμε όλα.
Νικόλαος  Γιώργο Γιάννο γύρευε και Νικολό καρτέρει 
Νικόλαος  Μπρος πίσω τα Νικολοβάρβαρα / πέφτουν χιόνια τάρταρα.
Νικόλαος  Όρσα λαπάντα τόβαλεν ε Νικολός το φέσι τσ' ένας γαδαροποντικός την νύχτα θα το χέση
Νικόλαος  Τ' άη Νικολοβάρβαρα η βρέχει ή χιονίζει, τριγύρω τα Χριστούγεννα κ' οι τοίχοι αποξυλώνουν
Νικόλαος  Τα Νικολοβάρβαρα τσαχάλα 'ναι στα μάρμαρα 
Νικόλαος  Του αγίου Λουκός, λουκάνικα τ' αγίου Θοδώρου πίττες και τα Νικολοβάρβαρα τρώνε τες τηγανίτες 
Νίνα  Νίνα λουκ γιάλου, νίνα λουκ βουνέλου
Νιόβη  Αδελφή Νιόβη, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
Νιόβη  Νιοβούλα, από που φυσάν οι μύλοι; 
Νιόβη  Νιοβούλα και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
Νιόβη  Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Νιόβης κουταμάρες 
Νούλλας  Πως θα κάμη ντιν και ο Νούλλας κάτι! 
Νύχτα  Η μέρα με τη νύχτα.
Νύχτα  Αν ήξερες δυο γράμματα την άλφα και την βήτα και το Σταυρέ, βοήθει μοι, κι αν έπεφτει την νύχτα
Νύχτα  Εκεί που σ’ αγαπάνε δεν είναι ποτέ νύχτα.
Νύχτα  Μήτε νύχτα δίχως μέρα, μήτε νιος δίχως αγάπη.
Νύχτα  Όσο με βόηθηκε η νύχτα και η αυγή, δε με βόηθηκε μήτε μάνα μήτε αδερφή.
Νύχτα  Έγινε η νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου.
Νύχτα  Η νύχτα βγάζει επίσκοπο κι η αυγή μητροπολίτη.
Νώε  Χάν Νώε το κγαρκγά (κόραξ) πώμεν σο λες (πτώμα) 
Νώε  Πήγε σαν τον κόρακα του Νώε
Νώε  Κάμε με Νώε, να σε κάμω πλούσιον 
Νώε  Κάμε με Νώε, να σε κάμω προφήτη! 
Ξένιος  Λογαριάζω χωρίς τον ξενοδόχο
Ξενοφών  Αδελφέ Ξενή, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
Ξενοφών  Ξενοφάκη, από που φυσάν οι μύλοι; 
Ξενοφών  Ξενοφός και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
Όθων  Όποιος δουλεύει βασιλιά, πρέπει το νου του νάχει! Όχι το νου του βασιλιά παρά τον εδικό του
Ολυμπιάς  Ο κόλυμπος του Μαραμπά είναι καταραμένος, γιατ έππεσε της Ολυμπούς μέσα ο χαρτωμένος
Όμηρος  Από τα δυο κι όμηρός δεν έχουν άλλο μετρημούς τα κέρατα 
Όμηρος  Ιδές αν πας όμηρος, μη μείνη ο χθρός σου πίσω! 
Όμηρος  Φέρε του διαόλου την αθιβυλή να τονε δεις όμηρός σου
Όμηρος  Άκρην ηύρηκε ο στραβός μητ' οσίου μητ' όμηρός 
Ομόνοια  Όπου αγάπη, εκεί Χριστός. Όπου ομόνοια, εκεί ευλογία Θεού 
Ομόνοια  Ρήνεια μόνοια,νά σκάσουν τά δαιμόνια = Ειρήνη και ομόνοια να σκλασουν τα δαιμόνια
Ομόνοια  Η ομόνεια φτιάνει (κτίζει) σπίτι και η διχόνοια το χαλάει (γκρεμίζει)
Όνειρος  Αλλού το όνειρο και αλλού το θαύμα
Ονούφριος  Έγινε (κατάντησε) σαν τον άγιο Ονούφριο
Ονούφριος  Ο Νουφρής με τα λόγια κτίζει ανώγια τζιαι κατώγια
Ονούφριος  Α δεν ήθε' γεννηθεί σπανός (ο) Νούφρης, δεν απόχταε γένεια που ναν του κατεβαίνουν ως τα γόνατα
Ονούφριος  Ό Άης Νούφρης ήτανε σπανός κι εδεήθηκε στο Θεό να του δώση γένεια. Μα ο Θεός το παράκαμε και του 'δωσε ναν τα 'χη ως τα γόνατα.
Ονούφριος  Ο Άις Ρούφνης ρουφά τα στάχυα
Ουρανία  Αρχόντεψε ο αϋφαντής και πάει στα ουράνια, και κρέμοντ' απ' τον κώλο του μασούρια και καλάμια
Ουρανία  Καλά είν και τα ουράνια μεν που πέφτουν κ' αλλάργα μας 
Ουρανία  Όποιος είναι καλός, βλέπει τα ουράνια 
Ουρανία  Τα Φώτα ανοίουν τα Ουράνια. 
Ουρανός  Καθαρός ουρανός αστραπές δε φοβάται.
Ουρανός  Ανεβαίνω στον ουρανό και καταβαίνω στον Άδη 
Ουρανός  Αύγουστος επλάκωσε άκρια του χειμώνα. Ο ουρανός βάζει τα ρούχα του και τα δικά μας πούντα; 
Ουρανός  Να φας καμιά, να σε φανή ο ουρανός σφοντύλι
Ουρανός  Ο ουρανός έμνωξε στη γης τίποτα να μη γένη και να μη μολοηθή 
Ουρανός  Παλιός ουρανός γκρεμάει, καινούργιος γίνεται
Ουρανός  Τί βρέχ' ο ουρανός και δεντο πίν' η γη;
Ουρανός  Ώρες μου φέγγεις ουρανέ, ώρες μου συννεφιάζεις.
Ουρανός  Είπαν της γρηάς στον Ουρανό γίνεται γάμος κι' αμέσως ερώτησε; από που είναι η σκάλα; 
Ουρανός  Εντάκανε ο ουρανός τσ' η γης δε το δέχτη! 
Ουρανός  Στον ουρανό σε γύρευα και στην γη σε βρήκα.
Ουρανός  Καθάριος ουρανός μηδ' αστραπές μηδέ βροντές
Ουρανός  Με το κερί σε έψαχνα και με τον ήλιο σε βρήκα.
Ούτις  Οὖτις ἐμοὶ γ' ὄνομα
Οφρυάδα  Του Δεκέμβρη τ' άσπρα φρύδια είναι φτιαγμένα από παιχνίδια ...
Οφρυάδα  Όποιος τα φρύδια του ζαρώνει, διεστραμμένα σκέφτεται· τα χείλη του δαγκώνει κι ολοκληρώνει το κακό. 
Οφρυάδα  Δεν είδα από το μάτι θα δω από το φρύδι;
Οφρυάδα  Ο τσιγγούνης άνθρωπος παρατάει τα μάτια, κλαίει για τα φρύδια,
Οφρυάδα  Μαύρα μάτια σαν κιράσια κι' τα φρύδια σαν γαϊτάνια 
Οφρυάδης  Για παροιμιες κλπ πηγαίνετε στο αντιστοιχο γυναικείο
Παγώνα  Το αντρόγυνο της Αγίας Παρασκευής
Παγώνα  Ως τ' άγι- Αντωνιού παγώνα πάει η τρούλλα του χειμώνα
Παλάμων  Εν τη απαλάμη και ούτω βοήσωμεν
Παλάμων  Βαρώ τα παλαμάκια για ένα (ή τον τάδε) 
Παναγιώτα  Επόμεινε Γιώτα μονάχη σαν το πουλί στο κλα(δ)ί 
Παναγιώτα  Αδελφή Γιώτα, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
Παναγιώτα  Απ' τ' ολότελα, καλή ειν' κι η Παναγιώταινα. ή Απ' το ντιπ κι' ολότελα καλή είν' κι' η Παναγιώτενα 
Παναγιώτα  Όπ' γάμος κι η χαρά, η Παναγιώτα μας μπροστά.
Παναγιώτης  Δώδέκα Παλουμπαίοι δέκατρείς καπεταναίοι και ο Γιώτης με το Λια δεν έχουνε δουλειά 
Παναγιώτης  Έγιν' ο Πάνος μπιστικός, βαρεί και τη φλογέρα
Παναγιώτης  Ο Γιώτης με το Λιά δεν επιάσανε δουλειά, άν επαίρνανε δουλειά θα χαλάγαν το Μωριά 
Παναγιώτης  Όπου γάμος και φαί, δέξου και τον Παναή 
Παναγιώτης  Όλα είναι ματαιότης, που ‘λεγε κι ο Παναγιώτης
Παναγιώτης  Τα έκαναν τάτσι μίτσι κότσι, και σε συντόμευση 'Τα τακιμιάσανε"
Παναγιώτης  Θα πει τον δεσπότη Παναγιώτη.
Παναγιώτης  Λες που τονέ λένε Παναγιώτη, που είναι άγιος! 
Πανδώρα  Ανοίγω (Άνοιξε) το κουτί της Πανδώρας 
Παντελεήμων  Σαν τον Παντελή, είναι στο χωριό πολλοί =
Παντελεήμων  Της Αγιάς Μαρίνας σύκον, τ’Αϊ Λιά (Μηνά) σταφύλιν Τζ’ αι τ’ Αϊ Παντελεήμονα γεμάτον το κοφίνι. (μαντήλι)
Παντελεήμων  Όπου Συμιακός Νικήτας κι όπου Χιώτης Παντελής
Παντελεήμων  Κουτσοί, στραβοί στον Άγιο Παντελεήμονα. ή Κουτσοί, στραβοί κι ανάποδοι στον Άγιο Παντελεήμονα.
Παντελεήμων  Τα ίδια Παντελάκη μου τα ίδια Παντελή μου.
Παντελεήμων  Απ’ το νιο στον Παντελιό, τύφλα να ’χουνε κι οι δυο.
Παντελεήμων  Λες να πης, κυρ Παντελέο, μα δεν ξέ'ς κι' εγώ τι λέω 
Παντελεήμων  Όπου κουτσός κι όπου στραβός, τσίρος και γόμπος (καμπούρης), και σπανός στον Άη-Παντελεήμονα
Παντελεήμων  Από τον Πάντο παντοχή κι' από τον Πρόκο προκοπή 
Παντελεήμων  Άγιε μου Παντελεήμονα, πάει το πουλί που ημέρωνα 
Παντελεήμων  Από τ' Άι – Παντελέμονα πέντε μέρες κι' Άοστος 
Παντελεήμων  Κουτσοί στραβοί στον Άι Παντελέο 
Παντελεούσα  Τα προιτζιά της Παντελούς μας, ούλλομ μέσκια τζαι παπουτσια
Παντελεούσα  Τα προιτζιά της Παντελούς μας, ούλλα σκέπες τζαι μαντήλια 
Παντελεούσα  Αδελφή Παντελεούσα, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
Παντελεούσα  Παντελίτσα, από που φυσάν οι μύλοι; 
Παντελεούσα  Παντέλα και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
Παπίας  Τον έπιασε ο Πάπιας
Παραδείσης  Το ξύλο βγήκε απ’ τον Παράδεισο.
Παραδείσης  Μοναχός σου μήτε στον παράδεισο.
Παρασκευάς  Είπεν ο αγάς: "Ε, Παρασκευά!"
Παρασκευάς  Αδερφός του Γιάννη είναι ο Παρασκευάς
Παρασκευή  Πού αράζουν οι στραβοί, στην Αγιά Παρασκευή. ή Που κονέβουν οι στραβοί, στην άγιαν Παρασκευή 
Παρασκευή  Εποταβρίστην ο κάττος να φα λαρτίν τζι εν τω φτάσε, τζιαι είπεν εμ Παρασκευή σήμερα ή Κάτα σο κρέας κι έφτασεν και είπεν: Παρασκευή έν'. (Ποντιακή)
Παρασκευή  Αν είν' τα Σάατα (Σάββατα) μακριά, Παρασκευές κοντά 'ναι
Παρασκευή  Ούλοι οι λωβοί στην Αγία Παρασκευή! 
Παρασκευή  Άγια μου Παρασκευή δοσ' μου σύκα και σταφύλι Παρ' το καλαθάκι σου και έλα
Παρασκευή  Τετάρτη και Παρασκευή τα νύχια σου μην κόβεις και Κυριακή να μη λουστείς, αν θέλεις να προκόβεις.
Παρασκευή  Το γέλιο της Παρασκευής εν κλάμα του Σαββάτου. ή Όποιος γελάει την Παρασκευή, κλαίει το Σαββάτο.
Παρασκευή  Το κλάμα της Παρασκευής εν γέλιο του Σαββάτου
Παρασκευή  Άλλα είναι τα μεγάλα, κι άλλο της Παρασκευής το γάλα
Παρασκευή  Κουτσοί στραβοί στην Αγία Παρασκευή
Παρασκευή  Άγια Δευτέρα βούϊθα μου και Τρίτη και Τετάρτη και Πέμπτη και Παρασκευή, ποτέ δουλειά μήν κάμω
Παρασκευή  Άϊντε, αυτός γεννήθηκε τη Μεγάλη Παρασκευή
Παρασκευή  Απου ΄χει αγάπη στα μακρά και θέλει να γοργόρθη την Πέφτη αργά μην ανελή, την Παρασκευή μην κλώθη 
Παρασκευή  Βάλε ψάρια στο τηγάνι, Παναγιά και αγιο-Γιάννη
Παρασκευή  Δευτέρα μέρα του θεού και Τρίτη των αγγέλων, Τετράδη των αμαρτωλών και Πέφτη των δικαίων, Παρασκευγή των Τούρκαλλων, Σαββάτο των Εβραίων και Κερεκή των Χριστιανών, των μοσκομυρισμένων
Παρασκευή  Η Αγία Παρασκευή γυρίζει όλη νύχτα. Πηγαίνει στα σπίτια, κάθεται και την βλέπουν κάθε μέρα
Παρασκευή  Η Αγία Παρασκευή είναι για τα μάτια και για όλα είναι
Παρασκευή  Η Αγία Παρασκευή τιμωράει εκείνες που δεν φυλάν τη μέρα της
Παρασκευή  Καλότυχος που πέθανε Παρασκευή το βράδυ, για να τον κατεβάζουνη Σαββάτο εις τον Άδη
Παρασκευή  Καλώς την την Παρασκευή, που φέρνει το Σαββάτο
Παρασκευή  Όποιος χαλάει την Παρασκευή, νηστεύει το Σαββάτο
Παρασκευή  Παρασκεβγοπλυμένη μου και σαββατοστεγνώστρα
Παρασκευή  Παρασκευή και Σάββατο ωθές να ξημερώσει, την Κυριακή τ' απόγευμα ωθές να ξαστερώσει
Παρασκευή  Παρασκευή στον άντρα μου, Τετάρτη στα παιδιά μου και το Σαββατοκύριακο είναι για την αφεντιά μου
Παρασκευή  Παρασκευή τον άντρα σου Τετάρτη τα προικιά σου
Παρασκευή  Παρασκευή τον άντρα σου, Τετάρτη τα παιδιά σου, δεν έχεις άντρα και παιδιά, κοίτα τα δυό σου μάτια
Παρασκευή  Παρασκευή τα κόκκινα, Τετράδη τα γεράνια
Παρασκευή  Παρασκευή, πάω στην εκκλησιά την αυγή
Παρασκευή  Τετράδη και Παρασκευή λάδι μη ρίξης στο φαί
Παρασκευή  Τη Δευτέρα και την Τρίτη έπαιζε με το Δημήτρη την Τετάρτη και την Πέφτη εσιαζόνταν στον καθρέφτη την Παρασκευή Σαββάτο όλη μέρα εκοιμάτο και την Κυριακή ερώτα κάνετε γειτόνοι ρόκα;
Παρασκευή  Την Παρασκευή θα σε παντρέψω, κόρη μου. Από την Πέμπτη θέλω γω
Παρασκευή  Τσ' Παρασκευής η λάμψ' τσ' Κυριακής η κλάψ'
Παρασκευή  Τση Παρασκευγής τα 'έλοια του Σαββάτου μοιρολόια (ή κλάματα)
Παρασκευή  Ώσπου δεν διής Μιγάλ' Παρασκευή, Πασχαλιά δεν έρχιται
Πάρης  Πίν' ο Κώτσος βρίσκει τον Παρίση
Παρθένος  Κανένας δεν πεθαίνει παρθένος. Η ζωή τους πηδάει όλους.
Πάροδος  Ο κόσμος σκηνή, ο βίος πάροδος. Ήλθες, είδες, απήλθες (Αρχαίο Ελληνικό γνωμικό)
Πασχάλης  Κακά παιδιά κουναρεί ο Πάσχος
Πασχάλης  Τα λόγια σου και του Πασχάλη τα χάπια
Πασχάλης  Του Κωλέττη τα λόγια και του Πασχάλη τα χάπια 
Πασχαλία  Έχασε τ’ αυγά και τα πασχάλια (ή τα καλάθια)
Πασχαλία  Ο Απρίλης με την Πασχαλιά και τα κόκκινα τ’ αυγά.
Πασχαλία  Κάθε μέρα δεν είναι Πασχαλιά.
Πασχαλία  Έχασε τα αυγά και τα Πασχάλια
Πασχαλία  Απρίλης - Πασχαλιά, χελιδόνια, φως, χαρά!
Πατρίκιος  Αδελφέ Πατρίκιε, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
Πατρίκιος  Πατρικούλη, από που φυσάν οι μύλοι;
Πατρίκιος  Πατρίκιος και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
Πατρίκιος  Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Πατρίκη κουταμάρες 
Παύλος  Την ημέρα τ' αγίου Παύλο ρόγα ΄ναι στον κάμπο
Παύλος  Που είν ο Πέτρος που είν ο Παύλος, που είν ο αφέντης ο μεγάλος 
Παύλος  Ο πασαείς τον Παύλο του Παυλούδαρο τον έχει
Παύλος  Ἑκατόν Παῦλοι ἀπέθανον καί ἕκαστος τόν ἴδιον Παῦλον ἐθρήνει’ ή Κάθα είνας τον Παύλον ατ' κλαίει
Παύλος  Ο Πέτρος είν' τού Παύλου κι ο Παύλος είν΄ τού Πέτρου
Παύλος  Τ' είχες Πέτρου; τ' είχες Παύλου;
Παύλος  Κάθε Παύλος έχει τη δική του αλήθεια.
Παύλος  Εννοίξαν τον απόστολον τσ΄εμίλησεν ο Παύλος βαστάζετε τον κώλο σας τσαί θα τιρντίση ναύλας 
Παύλος  Άη Παύλος κατεβαίνει κ΄η προβέντζα τόνε φέρνει 
Παφία  Από τημ Πάφου έρκουμαι, τζαί Κορφήν κανέλα. Κατέβασ' το καπέλλο σου, για να φαν' η κουμπρέλλα 
Παφία  Απόκρια στη Λεμεσσόν τσαί Πασχαλιά στην Πάφο 
Παφία  Αντάν γιωρκήση Πάφου πιάσ' τα ρούχα σου και χάχου
Πειθώ  Χρυσός Δανάην έπεισεν εθέλουσαν.
Πέρδικα  Της πέρδικας απ’ τη λαλιά της βρίσκουν τη φωλιά.
Πέρδικα  Ήρθε η ώρα η καλή, η ώρα η βλογημένη, να πάρει ο αϊτός την πέρδικα, τη χρυσοπλουμισμένη
Πέρδικα  Καλώς τηνε την πέρδικα την αηδονολαλούσα.
Πέρδικα  Κοντή γυναίκα πέρδικα, ψηλή καρακαηδόνα
Πέρδικα  Καλώς τηνε την πέρδικα που περπατεί λεβέντικα!
Περδίκας  Απού ‘χει σερνικό παιδί και δεν το βγάλει Νίκο, κάλλιο να ανέβει στα βουνά να παίζει τον περδίκο
Περιστέρα  Όταν ασπρίσει ο κόρακας και γίνει περιστέρι.
Πέτρα  Πέτρα που βλέπεις νά'ρχεται, λιγότερο πονάει.
Πέτρα  Πέτρα που θέλει να κυλά, ποτέ δεν χορταριάζει.
Πέτρα  Πέτρα που κυλά μούχλα ποτέ δε πιάνει.
Πέτρα  Πέτρα που κατρακυλά, σπιτικό δεν κάνει.
Πέτρα  Μπρός πίσω τ’ Αηλιός σπορίζει η πέτρα στο γιαλό.
Πέτρα  Πετάνε πέτρες στα δένδρα που έχουν καρπούς
Πέτρα  Αν πέσει η πέτρα στ’αυγό, αλί στ’αυγό, αν πέσει τ’αυγό στην πέτρα, αλί στ’αυγό
Πέτρος  Που είν ο Πέτρος που είν ο Παύλος, που είν ο αφέντης ο μεγάλος 
Πέτρος  Δε τόνε λένε “τέτοιο”, τον λένε “μπάρμπα – Πέτρο” 
Πέτρος  Σαν ου Πέτρους του καρβέλ! 
Πέτρος  Είδες πράσινο άλογο, είδες Πέτρο φρόνιμο; 
Πέτρος  Πέτρος πήγε πέτρος γύρισε 
Πέτρος  Εγέννησέ μας η γαδάρα του Κκελόπετρου.
Πέτρος  Αρνίν παρά τον Πέτρον.
Πέτρος  Έστησεν αρνίν παρά τον Πέτρον.
Πέτρος  Δυο Γιάννηδες κι ένας Πέτρος κάνουν ολάκερο γάιδαρο
Πέτρος  Δια τον Απόστολον Πέτρον λένε οτι κρατεί τα κλειδιά του Παραδείσου.
Πέτρος  Η πρώτη γυναίκα του Χριστού, η δεύτερη τ΄ άη Πέτρου , και η τρίτη του διαβόλου
Πέτρος  Ο Πετρής πουλεί τον Γιαννη και στο νουν του δεν το βάλλει
Πέτρος  Ο Πέτρος είν' τού Παύλου κι ο Παύλος είν΄ τού Πέτρου
Πέτρος  Ο Πέτρος πουλεί κι' αγοράζει τον Γιάννη κι' ο Γιάννης στον νούν του ποτέ δεν το βάλλει
Πεύκος  'Αδε πεύκους για υλάρκα
Πηνελόπη  Της Πηνελόπης ο αργαλειός βελόνι της Ελένης
Πηνελόπη  O χρόνος δεν είναι Πηνελόπη. Κανέναν δεν περιμένει
Πιλάτος  Από τον Ηρώδη στον Πιλάτο
Πίστις  Άνθρωπος που τα λέει ίστι, ποτέ δεν έχει πίστη 
Πίστις  Δεν έχ' πίστη και νόμο ή Δεν έχει νόμον μηε μπίστην 
Πίστις  Δεν σ' έμνε μηδέ πίστη μηδέ παράδεισο απάνω σου 
Πίστις  Η πίστη του τον απώλεσε 
Πίστις  Η πίστις σου σέσωκέ σε 
Πίστις  Καθενείς έχει και την πίστιν του 
Πίστις  Με τημ πίστι και με τον καιρό κάποτε τα βουνά ανταμόνονται 
Πίστις  Του κάκου συ με βρίζεις, του κάκου σ' επαινώ κανείς δε δίνει πίστη στους λόγους και των δυό 
Πίστις  Η πίστις, άνευ των έργων νεκρά έστι! 
Πίστων  Και μη γίνου άπιστος, αλλ' ααάπιστος 
Πιτυρεύς  Του διαόλου τ' αλεύρι πίτουρα.
Πιτυρεύς  Εσείς τα πίτερα και ' γιώ το σημιδάλλιν.
Πιτυρεύς  Πλύθθου με πίτερα να παστρευτής.
Πιτυρεύς  Δεν τρώει και πίτουρα
Πιτυρεύς  Οποιος ανακατώνεται με τα πιτουρα τον τρων' οι όρνιθες (κότες).
Πιτυρεύς  Ακριβός στα πίτουρα και φτηνός στ' αλεύρι
Πλάτων  Άγιο Δημήτρη το σπυρί σου ως του Αγίου Πλατάνου (Πλάτωνα)
Πλάτων  Τ' αϊ Φιλίππου 'φίλησε τ' αϊ Πλατάνου (Πλάτωνα) κάτσε
Πλάτων  Τ' Άϊ Πλατάν' διαβαίνουντα κι η πουλια βασιλεύουντα
Πλούτος  Ο πλούτος φέρνει πλούτο.
Πλούτος  Πλούτος άνευ αρέτας ουκ ασινής πάροικος
Πολύδωρος  Χέστηκε ο Πολύδωρος που 'ναι στα πόδια γρήγορος.
Πολύκαρπος  Άγιε Πολύκαρπε βόηθα το σπόρο να φυτρώσει και να πολυκαρπίσει.
Πολυχρόνης  Χέσε μέσα Πολυχρόνη που δεν γίναμε ευζώνοι.
Πολυχρόνιος  Χέσε μέσα, Πολυχρόνη, που δεν γίναμε ευζώνοι.
Πολυχρόνιος  Ψήσε μέσα, Πολυχρόνη, Πάσχα με βροχή και χιόνι.
Πολυχρόνιος  Τα παιδιά με λένε Χρόνη, οι Γέροι Πολυχρόνη 
Πρόδρομος  Ψύλλοι ψύλλοι φύετε τζαι κορκοί ψοφήσετε τζ' Αϊς Πρόδρομος έρκεται με τηγ γεροματσούκαν του.
Πρόδρομος  Του Προδρόμου και κουτσός γάδαρος, μια ώρα σκόλη (αργία)
Προκοπή  Άντρα, μούρθ η προκοπή μου φέρτα γένεια σου να γνέσω 
Προκοπή  Δεν είδα προκοπή απ' τα μάτια, απ' τα φρύδια θα ιδώ; 
Προκοπή  Δώσε μου την τύχη σου και πάρε την προκοπή μου
Προκοπή  Ξημερώνοντας γιορτή δεν φαίνεται η προκοπή 
Προκοπή  Όσο ο σφάλαγγας παννί, άλλη τόση προκοπή 
Προκοπή  Όσον ήσκιον το βελόνι τόση προκοπή ο ράφτης 
Προκοπή  Την προκοπή του σφάλαγγα θα κάμει
Προκόπης  Απ' τον Πρόκο προκοπή κι από το Ρίζο ρίζα
Προκόπης  Μήτ' απ' τον Πρόκο προκοπη, μήτ' απ' τον Ρίζο ρίζα
Προκόπης  Καρτέρι από τον Πρόκο προκοπή κι' από το Ρίζο ρίζες
Προκόπης  Ο Προκόπης κόβ' αγγούρια κ΄η γ – Αγιά Μαρίνα σύκα
Προκόπης  Ούτ' από τον Πρόκο προκοπή ούτ' από τον Ρίζο ρύζι.
Προκόπης  Την προκοπή του σφάλαγγα θα κάμει
Προκόπης  Η προκοπή απ' τα πατζάκια του τρέχει 
Προκόπης  Η προκοπή του απ' τ' αυτιά του τρέχει
Προκόπης  Η προκοπή του τουφεκιού ίσια με τον ίσκιο του
Προκόπης  Από τον Πάντο παντοχή κι' από τον Πρόκο προκοπή
Προκόπης  "Του άι Προκόπη κόψ΄αγγούρι και της Παναγιάς καρπούζι 
Προκόπης  Άι μ' Προκόπη πρόκοψ για σύκα για ματζίλες 
Προκόπης  Τα’ Αϊ Προκόπη πρόκοψε Για σύκα και σταφύλιν
Προκόπης  Ο Προκόπης κόβει αγγούρια, η Αγιά Μαρίνα σύκα κι ο Αηλιάς τα σταφυλάκια μεσ’ στα βεργοπανεράκια.
Πύργος  Η αγάπη πύργους καταλεί και κάστρα ρίχνει κάτω.
Ρένος  Αδελφέ Ρένο, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
Ρένος  Ρένος και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
Ρένος  Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Ρένου κουταμάρες = ειρωνικά
Ρήγας  Ο Γύφτος Ρήγας κι αν ντυθεί τη γυφτουλιά του δείχνει.
Ρήγας  Ο μάντης ρήας τζ' αν γενή, πάλε μαντιές μυρίζει 
Ρίζος  Mε λένε Ρίζο κι όπως θέλω τα γυρίζω
Ρίζος  Ρίζος και Στεργιαλής, Στεργιαλής και Ρίζος 
Ροδία  Από το αγκάθι βγαίνει ρόδο και από το ρόδο βγαίνει αγκάθι ή Από ρόδο βγαίνει αγκάθι, κι απ’αγκάθι βγαίνει ρόδο.
Ροδία  Στη γειτονιά τριαντάφυλλο και μες στο σπίτι αγκάθι.
Ροδία  Ο Απρίλης με τα λούλουδα και ο Μάης με τα ρόδα.
Ροδία  Αν είναι ρόδο, θ' ανθήσει
Ροδία  Για της Καλής τα ρόδα  ή Δεν ήλθα εδώ για της καλής τα ρόδα
Ροδία  Σε περίμενα σα ρόδο στο μεντήλι 
Ροδία  Σαν τα μήλα, σαν τα ρόδα, σαν τ' Άϊ-Γιαννιού τα κάλλη 
Ροδία  Το αγκάθι βγάζει ρόδο/ και το ρόδο βγάζει αγκάθι
Ροδία  Ο ατυχής και στα ρόδα αν πέσει, σπάζει τη μύτη του
Ροδία  Με ένα ρόδο φίλο κάνεις, μ' ένα λόγο τονε χάνεις.
Ροδίων  Ο Απρίλης με τα λούλουδα και ο Μάης με τα ρόδα.
Ροδίων  Από ρόδο βγαίνει αγκάθι, κι απ’αγκάθι βγαίνει ρόδο.
Ροδίων  Αν είναι ρόδο, θ' ανθήση 
Ροδίων  Δεν ήλθα εδώ για της καλής τα ρόδο 
Ροδίων  Κάθε ρόδο έχει και τ' αγκάθια του 
Ροδίων  Σαν τα μήλα, σαν τα ρόδα, σαν τ' Άϊ-Γιαννιού τα κάλλη 
Ροδίων  Ο ατυχής και στα ρόδα αν πέσει, σπάζει τη μύτη του
Ροδίων  Με ένα ρόδο φίλο κάνεις, μ' ένα λόγο τονε χάνεις.
Ροδίων  Στη ζωή ούλα δεν είναι ρόδινα! 
Ρόδων  Απ’ αγκάθι βγαίνει ρόδο κι από ρόδο βγαίνει αγκάθι.
Σάββας  Άγιος Νικόλας φώναξε, Βαρβάρα απολογήθη και συ μικρέ Σαββατιανέ φύγε από την μέση.
Σάββας  Άγια Βαρβάρα γέννησε, κι Αη-Σάββας το εδέχθη, κι ο Αη-Νικόλας έτρεχε να πάει να το βαφτίσει…
Σάββας  Άγια Βαρβάρα μίλησε, Νικόλας απολογήθη κι εσύ κακόσαββα πού βρέθηκες στη μέση;
Σάββας  Άγια Βαρβάρα μίλησε, κι Αη-Σάββας απλοήθη (αποκρίθη), κι άγιος Νικόλας έρχεται στα χιόνια φορτωμένος.
Σάββας  Βαρβαρίτσι, Νικολίτσι, Σάββα τι ήθελες στη μέση;
Σάββας  Βαρβάρα βαρβαρώνει, Σάββας σαβανώνει, Νικόλας παραχώνει ή Η Βαρβάρα βαρβαρώνει, Αϊ-Σάββας σαβανώνει κι ο Αϊ- Νικόλας παραχώνει.
Σάββας  Εν το τζελλίν τ' άι Σάββα 
Σάββας  Άε Βαρβάρα φύσα, άε Σάββα βρέξον, άε Νικόλα σόνστσον
Σάββας  Άγια Βαρβάρα γέννησε, κι Αη-Σάββας το εδέχθη, κι ο Αη-Νικόλας έτρεχε να πάει να το βαφτίσει…
Σάββας  Άγια Βαρβάρα μίλησε, κι Αη-Σάββας αποκρίθη, κι άγιος Νικόλας έρχεται στα χιόνια φορτωμένος.
Σάββας  Αγία Βαρβάρα μίλησε κι ο Σάββας απολογήθη: - Μαζώχτε ξύλα κι άχερα και σύρατε τα στο μύλο, τι ο Άγιο Νικόλας έρχεται στα χιόνια φορτωμένος.
Σάββας  Άγια Βαρβάρα εγέννησε Σάββα κι' άη Νικόλα 
Σάββας  Άι Βαρβάρα βαρβαρώνει, Άη Σάββας σαβανώνει κι Άη Θανάσης παραχώνει.
Σάββας  Άγιος Σάββας σαβανών άγι Νικόλας παραχώνει κι άγι Σπυρίδων ξεπαραχώνει 
Σάββας  Βαρβάρα βαρβάρων', Σάββας σαβανών', άη Νικόλας παραχών', άη Γιώργης ξιναχών΄, άη Δημήτρης τα μαζών΄ 
Σάββας  Άγιος Σάββας κάθεται κι Άης Νικόλας στέκει 
Σάββας  Η αγία Βαρβάρα μίλησε κι' ο Σάββας αποκρίθηκε 
Σάββας  Η ξέρη, γη σουζαμάδα, τ' Άι - Σάββα το 'κανε
Σαμουήλ  Αδελφέ Σαμουήλ, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
Σαμουήλ  Σαμουηλάκη, από που φυσάν οι μύλοι; 
Σαμουήλ  Σαμουήλης και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
Σαμουήλ  Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Σαμουήλη κουταμάρες 
Σαούλ  Και κόκκορος εν λαχάνοις, και Σαούλ εν προφήταις.
Σαούλ  Και Σαούλ εν προφήταις;
Σαράντος  Των άι-Σαράντων είναι, ας χορέψουμε κι ας είναι.
Σαράντος  Σαράντα πέντε Γιάννηδες ενός κοκκόρου γνώση και συνήθως κάποιοι απαντούν... και όλοι οι υπόλοιποι δεν κάνουν άλλη τόση
Σαράντος  Σαράντα χρόνια Γιάννης, μαστρο-γιάννης δε γίνεται.
Σαράντος  Τον Σαράντη και αν τον δέρνεις, τον ιδρώτα σου χαλάς.
Σαράντος  Κάλλιο ένα χρόνο κόκορας παρά σαράντα κότα
Σαράντος  Σαράντα ο γιατρός ο Κούκος, σαράντα κι ο Γιώργης ο μπούφος.
Σαράντος  Αξίζει μια γερόκοτα σαράντα πουλακίδες.
Σάρρα  Σάρα, μάρα, τζαι κουτσή γαδάρα 
Σάρρα  Σάρα, μάρα τζαι η κουτσή Μαρία
Σάρρα  Η σάρα και η μάρα και το κακό συναπάντημα
Σάρρα  Είχε μαζευτεί η Σάρα και η Μάρα και το κακό συναπάντημα 
Σάρρα  Αυτου είναι η σάρα και η μάρα 
Σάρρα  Η σάρα και η μάρα και η τρύπια η χουλίαρα
Σάρρα  Η Σάρα και η Μάρα και μια στραβή σομάρα
Σάρρα  Η σάρα και η μάρα και του Λάζαρου η μάνα 
Σμαράγδα  Αν δεν καμινάρη ο νους, έχε γεια Σφιαράγδω μου  
Σμαράγδα  Όλα τάχεν η Σμαράγδω μας, ακόμ' ο φερετζές τήν έλειπεν 
Σμαράγδα  Σα νιονιό δεν έχεις, έχε γεια, Σμαράγδα μου 
Σολομών  Θωρείς εκείνο το βουνό, όπου πηδά το λάφι; Πήδα και το λαφόπουλο, κι' ο Σολομών το γράφει 
Σολομών  Σο σοφό Σολομών dου τζο πόμειν' ο κόσμος, σε κανείνα τζο πομένει 
Σολομών  Ο Σολομός τη γυναίκα την ετίμα ως ατίμητο ζαφείρι κ' εκείνη τον εκρέμασε από το παραθύρι. 
Σουλτάνα  ἕνα ἑκατομμύριο λίρες ἡ ἑφτακρατόρισσα, δέκα ἑκατομμύρια ἡ Σουλτάνα
Σουλτάνος  Ο φτωχός κοιμάται στον αχυρώνα κι ονειρεύεται πως είναι σουλτάνος
Σουλτάνος  Ετούρκεψε ο Σουλτάνος;
Σουσάννα  Χόρεψε, μωρή Σουσού, τα κουρέλια απίσω σου
Σουσού  Χόρεψε, μωρή Σουσού, τα κουρέλια απίσω σου
Σουσού  Χόρευε κυρά Σουσού, τήρα κι από πίσω σου
Σοφία  Της Αγίας Σοφιάς, πάρε κοφίνι να τρυγάς.
Σοφία  Αρχή Σοφίας ονομάτων επίσκεψις.
Σοφία  Με τη σοφία 'βρήκα τη θεότη
Σοφία  Εδώ που μας κατάστρεψεν ο Θεός και μας ήβαλε κάτω που τον τύραννο, είναι γιατί ανέβαιναν στα κατηχούμενα, στην Αγιά Σοφιά, με τ’ αλόγατα κι ήπαιρναν το αντίερο (αντίδωρο) οι Ρωμαίοι με το περούνι το μαλαματένο. 
Σοφία  Τη σοφία και τη γνώση το κρασί θα μου τη δώσει 
Σοφία  Παροιμία λαού, σοφία Θεού 
Σοφία  Κεφαλλονίτικος παππάς τα λέει με σοφία τα δώδεκα Ευαγγέλια τα κένει δεκατρία 
Σοφία  Θιακοί με την σοφία βρήκαν την θεότητα 
Σοφία  Κάκιουσι γριά Σουφιά κ' εύσι μια γαβάθα 
Σοφία  Μωρή Ρίνα καί Κατίνα καί Σοφιά και Καταιρίνα φέρε μ' τά σαφιά μου καί τά μεταξωτά μου. - Μία έχεις κι είμαι γω. Ένα τ'όχεις κι είν' ογρό καί κρέμεται στόν καπνό 
Σοφία  Οικονομήθη η Αγία Σοφία με τη φόλης το λάδιν
Σπυρίδων  Κόψε ξύλο κάμε Σπύρο/ κι από κουτσουπιά Βαγγέλη/ κι α ρωτάς και για το Γιάννη/ ό,τι ξύλο βάνεις πιάνει
Σπυρίδων  Όλοι οι καλοί καλοί κι ο Σπύρος ο Ραΐζης 
Σπυρίδων  Τ' αγιά Αντρέα αντρειούται η μέρα, της αγιάσ Άννης ανασαίνει, τ' αΐ Σπυρή παίρνει ένα σπειρύ τ' αΐ Δανιλίου νιώθουντο σ' τα γαϊνσύρια, τ' αϊ Βασιλείου παίρνει μιαν ώρα 
Σπυρίδων  Απ’ του Αϊ – Σπυρίδωνα η μέρα μεγαλώνει σπυρί – σπυρί. ή Από τ' Άη – Σπυριδώνου αξαίν' η μέρα ένα σπυρί  ή Σπυρί, σπυρί, μεγαλών΄ η μέρα, από τον αγίου Σπυρίδωνος 
Σπυρίδων  Άγιε Νικόλα βόηθα με, Βαρβάρα μου λυπήσου με και συ καημένε Σπυρίδωνα θυμήσου με.
Σπυρίδων  Τ' αγιά Αντρέα αντρειούται η μέρα, της αγιάσ Άννης ανασαίνει, τ' αΐ Σπυρή παίρνει ένα σπειρύ τ' αΐ Δανιλίου νιώθουντο σ' τα γαϊνσύρια, τ' αϊ Βασιλείου παίρνει μιαν ώρα 
Σπυρίδων  Άγιος Σάββας σαβανών άγι Νικόλας παραχώνει κι άγι Σπυρίδων ξεπαραχώνει 
Σπυρίδων  Άη Σπυρίδουνας άσπρισ τα γένεια τ΄ 
Σπυρίδων  Τ΄Άι Σπυρή παίρνει σπυρί της Άγιας Άννας αναπνοή κια τω(ν) Φωτώ(ν) παίρνει ώρα
Σπυρίδων  Ου άη Λιάς ήτανι τσουπάνς λένι οι τσουπάνδις κι άη Σπυρίδουνας τσαγκάρς λένι οι τσαγκαράδις 
Σπυρίδων  Σαν τουν “Άγιου Σπυρίδουνα θα βάλου του ζουμπίλ΄στου τζιηφάλι μ΄”
Σταμάτιος  Ανοστιά του Χαραλάμπη και γιαχνί του γέρου Σταμάτη
Σταμάτιος  Άμα στράφτει του Ακάμα, τα νερά με δίχα στάμα
Σταμάτιος  Φράξε το ρέμα στην πηγή να μη γενεί ποτάμι, γιατί αν γενεί, δεν σταματά, ότι κανείς κι αν κάνει
Σταμάτιος  Των ακριβών τα στάματα, σε χαροκόπου χέρια
Σταμάτιος  Όπως μου ’πε ο μπάρμπας μου ο Σταμάτης, όντες μ’ είχες ας μ’ εκράτεις
Σταύρος  Γεια σου Σταύρο και κυρ Σταύρο και αφέντη τσουτσουλομύτη!
Σταύρος  Απ’ του Σταυρού και πέρα άλλαξε ο βλάχος βέρα. (στρούγκα)
Σταύρος  Ήρθε του Σταυρού, τέλος του Καλοκαιριού.
Σταύρος  Του Σταυρού μέχρι τ’ Αγιανιού ήρθε η ώρα τ’ αμπελιού.
Σταύρος  Του Σταυρού κοίτα κι από του Αη –Γιωργιού ξεκοίτα
Σταύρος  Του Σταυρού, άλλος νοικοκύρης εδώ κι άλλος αλλού.
Σταύρος  Να σταυρωθεί το κακό, χρειάζονται τρεις παρακλήσεις 
Σταύρος  Από το ίδιο ξύλο κάνουν σταυρόν και φκυάρι 
Σταύρος  Άμα δεις λαγόν εμπρός σου, τρεις φορές καν’ το σταυρό σου.
Σταύρος  Αν ήξερες δυο γράμματα την άλφα και την βήτα και το Σταυρέ, βοήθει μοι, κι αν έπεφτει την νύχτα 
Σταύρος  Γάμος εις τα γέρατα, ή σταυρός ή κέρατα.
Σταύρος  Ήρθ’ ο Σταυρός, σταύρωνε και σπέρνε.
Σταύρος  Κάλλιο σταυρός στην πόρτα σου, παρά στην εδική μου.
Σταύρος  Ούτε το διάβολο να δεις, ούτε τον σταυρό σου να κάνεις. 
Στέργιος  Ρίζος και Στεργιαλής, Στεργιαλής και Ρίζος
Στεφανία  Εγύρισαν τα στέφανα εις τον γαβρό κουμπάρο
Στεφανία  Τα στέφανα στου νειους κ' η κλάπεις στους γαϊδάρους
Στεφανία  Βλεπ' η κόρη στ' όνειρό της αρρεβώνες και στεφάνια 
Στέφανος  Όσα ξέρ΄ ο Στεφανής δεν τα ξέρ΄ άλλος κανείς
Στέφανος  Αδελφέ Στέφανε, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
Στέφανος  Στεφανούλη, από που φυσάν οι μύλοι; 
Στέφανος  Στέφος και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
Στέφανος  Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Στεφανάκου κουταμάρες
Στέφανος  Δε μιλεί αυτός, μιλεί το πολυστέφανο  ή Ομιλεί ο πολυστέφανος
Στέφανος  Ότι του φανεί του λωλο Στεφανή ή Όπως του φανεί του λωλο Στεφανή
Στησίχορος  Οὐδὲ τὰ τρία Στησιχόρου γνῶναι (στροφή, αντιστροφή, επωδός)
Στρατήγιος  Αν δεν έλθω τ' αγιού Στρατηγού θάρθω τ' άγιου Φιλίππου κι' αν δεν έλθω τ' άγιου Φιλίππου τα Νικολοβάρβαρα με παιδιά μου, με σκυλιά μου
Στυλιανή  Άι Βαρβάρα (γ)έννησε, γι' η Στελιανή το δέχτη, κι άης Νικόλας το 'κουσε, γιατί πά να το βαφτίσει
Στυλιανός  Τ΄ άλογο γυρίζει και στο στύλο αράζει 
Στυλιανός  Το άλογο γυρίζει μυρίζει και στο στύλο θ΄ αράξη 
Στυλιανός  Αδελφέ Στέλιο, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
Στυλιανός  Στελλάρας και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
Συμεών  Ο Τρύφωνς τρίφτ'τα κόκκαλα, η Παναγιά τα πλάθ'κι ου Συμιώνς τα σημειώνει
Συμεών  Η Παναγία πλάθ' κι ο Συμεών σημαιών' 
Σώζων  Μπονάτσες του Άη-Σώστη 
Σωτήρ  Όπου τάβλα και ποτήρι, δέξου και τον κυρ-Σωτήρη.
Σωτήρ  Τ’ Αηλιός καρύδι, του Σωτήρος σταφύλι και της Παναγιάς σύκο.
Σωτήρ  Της Αγιά Μαρίνας σύκο και τ' Άϊ Κοσμά σταφύλι, τ' Άϊ Λιός με το μαντήλι, του Σωτήρος με το κοφίνι 
Σωτήρ  Αλή πασάς στα Γιάννενα κι το Σώτος στον Άγιο Γιάννη 
Σωτήρ  Ο σώζων εαυτόν σωθήτω
Σωτήρ  Ο παπάς με τον Σωτήρη, δεν χρειάζοντ΄άλλοι φίλοι 
Σωτήρα  Αγία Μαρίνα κόβει τα αγγούρια και η Σωτήρα τα σταφύλια
Σωτήρα  Τ’ Αηλιός καρύδι, της Σωτήρος σταφύλι και της Παναγιάς σύκο.
Ταξιάρχης   Άι Γιώργη Σκυριανέ, άι Νικόλα ψαριανέ, άι Ταξιάρχη Παναρμιώτη και άι Γιάννη Κρανιδιώτη 
Τιμία  Όσο πούλιο τίμια είναι μια γυναίκα, τόσο θέλει φύλαμα.. 1876
Τιμία  Α δεν είναι τίμια η γυναίκα, θηλυκό είν' και τίποτε άλλο  1876
Τιμία  Και τίμια ναν η γυναίκα, δεν το θε ναν του το λένε 1876
Τιμία  Τίμια πορπάτα κι' όσο θέλεις πάτα 1930
Τιμία  Από λόγου της θαν΄ το΄ χει η γυναίκα ναναι τίμια  1876
Τιμία  Τίμια και μπροστά τονε δουλεύει, μα για ναν τον αγαπάη ο δούλος τον αφέντη, είν' πράμμ' αδύνατο! 1876
Τιμία  Πουλειο τίμια είναι μία (του δρόμου) του φόρου, παρά που ναναι παντρεμέν' να ξεπέση  1876
Τιμία  Τίμια ναν η όμορφη αν ην κουτή ξεπέφτει  1876
Τιμία  Πότε σου μημ πιστέησαι ΄ς την τίμια σου γυναίκα μα το κακόν οπόποθεν ο μαύρος Παπαντώνης  1893
Τριανταφυλλιά  Σε πήρα τριαντάφυλλο κι εσύ βγήκες τσουκνίδα
Τριανταφυλλιά  Η τριανταφυλλιά κάνει και τριαντάφυλλα και αγκάθια.
Τριανταφυλλιά  Τ΄αδέρφια όντας σμίγουνε, τριαντέφυλλα ανοιγμένα.
Τριανταφυλλιά  Ανθίσαν τα τριαντάφυλλα, αρχίνα το μεσημέρι, γινήκαν τα ροδάκινα, ξεκίνα το νυχτέρι
Τριανταφυλλιά  Τριανατάφυλλο στ' αυτί και κασίδα στην κορφή 
Τριανταφυλλιά  Στη γειτονιά τριαντάφυλλο και μες στο σπίτι αγκάθι.
Τριανταφυλλιά  Στην αρκούδα δώρησαν τριαντάφυλλο και εκείνη το έβαλε στα πισινά της
Τριαντάφυλλος  Τ’ αδέλφια όντας σμίγουνε τριαντάφυλλα ανοιγμένα.
Τριαντάφυλλος  Άνοιξ' η καρδιά μ' και γίνηκε τριαντάφυλλο
Τριάς  Τρεις κι' Αγιά Τριάδα
Τριάς  Η αγία Τριάδα βαστάει το χάλαζι στην ποδιά της 
Τρίφυλος  Ζήσε Μαύρε μου να φας τριφύλλι
Τρίφυλος  Κάτσε γάδαρε καρτέρα ως τομ Μαν να βγη τριφύλιν τζαι τον Άουστοσ σταφίλιν
Τροφώνιος  Ες Τροφωνίου μεμάντευται.
Τρυγών  Ύστερ' από τόσα χρόνια μ' ένα σμπάρο δυό τρυόνια 
Τρυγών  Ανύπανδρη χρυσή μηλιά και αρκιλώνω τρυγώνα
Τρυγών  Ένα σμπάρο δυό τρυγόνια, σ' ένα κλάρρο δυό κασσόνια 
Τρύφων  Ο Τρύφωνς τρίφτ'τα κόκκαλα, η Παναγιά τα πλάθ'κι ου Συμιώνς τα σημειώνει 
Τρύφων  Του Αϊ – Τρυφώνου μην δουλέψεις και τα χέρια σου κλαδέψεις.
Τσέλιος  Θέλ' Τσέλιο η Χάμκω να κάν' παλληκάρι 
Τσέλιος  Θέλει κι η Κάτκω να κάμη Τσέλιον 
Τσιτσέκα  Τσιλιμπής σαρίκ δεν είχι του τσιτσέκ αγόραζι
Τυδεύς  Τυδεύς τοι μικρός μεν έην δέμας, αλλά μαχητής
Τυφλός  Με στραβό αν κοιμηθείς, το πρωί θ' αλληθωρίσεις". Αρχαία Ελληνικά: Ποιός μέ στραβόν συγκοιμηθής τ' αποταχέα καϋδίζει
Τυφλός  Στραβός σε πέτρα έκατσε κι εκεί 'ναι ο κόσμος όλος.
Τυφλός  Στραβός σε πέτρα έκατσε κι εκεί 'ναι ο κόσμος όλος.
Τυφλός  Στους τυφλούς βασιλεύει ο μονόφθαλμος Στα αρχαία Ελληνικά "Έν τυφλών πόλει γλαμυρός βασιλεύει".
Τύχη  Αν έχεις τύχη διάβαινε και ριζικό περπάτει
Υπαπαντή  Παπαντή, καταποντή (γιατί πάντα βρέχει) κι όπου σ' εύρη, σκόλασε (γιατί θα βρέχη πολύ)
Υπαπαντή  Παπαντή, καταποντή, κι όπου σ' εύρη, σκόλασε
Υπαπαντή  Παπαντίτσα μου καλή χειμουνίτσα μου κακή
Υπαπαντή  Παπαντουλα βριμέν' κουφνούλα γιμζμέν'
Υπαπαντή  Πεπαντουλα χιονισμένη άνοιξη βρεμένη!
Υπαπαντή  Την ημέρα της Υπαπαντής, ούτε ράμα στο βελόνι ούτε τσάκνο στο γομάρι
Υπαπαντή  Της Αϊάς – Αποπαντής, που παντεύουν οι γιορτές
Υπαπαντή  Της Παπαντής δεν έβρεξε κακό π'σ 'ηύρε σκόκα
Υπαπαντή  Της Παπαντής, άμα κάνη ήλιο, λιάζει η αρκούδα τα παιδιά της. “Λιαστήτε, πιδιά μ', λιαστήτι, γιατί 40 μέρες ήλιο δε θα δήτι”
Υπαπαντή  Της Πεπαντής εχιόνιτσε κατά παντου εφάνη οι μύλοι αργοί οι δούλοι αργοί τσαι τα γαϊδούρια σκόλη
Υπαπαντή  Της Υπαπαντής δουλειά μην πιάσης και κατά παντου σου δείξει
Υπαπαντή  Της Υπαπαντής και τα γαϊδούρια σχόλη
Υπαπαντή  Τ'ς υπαπαντής δεν έβρεξη, πίσ' ειν' ου χειμώνας
Υπαπαντή  Τση Παπαντής δουλειά μην κάμης και ποτέ κακό μην πάθης
Υπαπαντή  Τση παπαντής ζευγώνουν τα πουλιά και ξεζευγώνουνε τα βόδια
Υπαπαντή  Υπαπαντή κακή Φλεβαριά καλή και αντιθέτως
Υπαπαντή  Παπαντούλα βροχερή και τ’ αλώνια σαν σωροί
Υπαπαντή  Υπαπαντή καλοβρεγμένη, η κοφίνα γιομισμένη.
Υπαπαντή  Παπαντούλα χιονισμένη, και τ’ αμπάρια γιομισμένα.
Υπαπαντή  Άμα βρέχη τσ' Παπαντής σπείρε τη μάντρα σου κεχρί
Υπαπαντή  Αν βρέξη η Παπαντή 40 μέρες δεν κρατεί
Υπαπαντή  Απαπαντή δεν ΄χιόνισε κ΄η γρηαίς αρνιά ΄νέθρεψαν
Υπαπαντή  Η υπαπαντή μαζεύει τες γιορτές με το αντί (ή Παναγία Παπαντή)
Υπαπαντή  Ήρθεν η Παπαντή, μπήκαν κι' οι γιορτές στ΄αντί
Υπαπαντή  Ούλοι αργούν, κι' οι μύλοι αργούν 'κ' οι γαϊδάροι σχόλην έχουν (τση παπαντής)
Υπαπαντή  Ούτε ράμμα 'ς το βελόνι ούτε ξύλα 'ς το γομάρι
Υπαπαντή  Η Παπαντή διώχνει τις γιορτές με τ' αντί.
Υπαπαντή  Καλοκαιρία της Παπαντής, Μαρτιάτικος χειμώνας
Υπαπαντή  Ο,τι καιρό κάνει της Παπαντής, θα τον κάμει σαράντα μέρες
Υπαπαντή  Υπαπαντούλα χιονισμένη, (καλοβρεγμένη) κοφινούλα γιομισμένη
Φαβιέρος  Aπ΄τον καιρό του Φαβιέρου! 
Φανή  Εσιέστην (χέστηκε) η Φανού στ΄αλώνι!
Φανή  Eσιέστην η Φανού και εγρίστην ο Ηράκλης
Φάνος  Ο καπνός να βγαίνη ίσα, κι' ο φανός ας είν' στραβός
Φάνος   Κάθε πρώτη του μηνός, για δεσπότης, για φανός
Φανούριος  Αριά θα σε πιάσω, σαν τον Άι-Φανούριο 
Φαντίνα  Πότε έγινα φαντίνα; Όταν βρήκα τον καιρό;
Φαραώ  Άρμα Φαραώ και καρδιά μπούφου
Φατμέ  Δε ρωτάνε τη Φατμέ πότε θα γίνει μπαϊράμι.
Φίλιππος  Τον άη Μηνά εμήνυσε, τ' άη Φιλίπωπ αυτού ειμί, τσ Παναγίας αβόλητα
Φίλιππος  Εαν δεν έλθω του Αγίου Μηνά. Του Αγίου Φιλίππου είμαι αυτού και να μου χαιρετάς παλιοκαπάδες 
Φίλιππος  Του αγίου Φιλίππου φιλεί κ΄πούλια το βουνό 
Φίλιππος  Ο φτωχός ο Φίλιππας στο χωράφι απόκρευε (έκανε αποκριές).
Φίλιππος  Βρήκε ο Φίλιππος το Ναθαναήλ
Φίλιππος  Βρήκ’ ο Φίλιππος το Ναθαναήλ κι η κοπριά τα λάχανα.
Φίλιππος  Άης Φίλιππος μήνυσε του κύρ χειμώνα νάρτη. Τους γουνάτους προσκυνά τους, τους αμπαδάτους χαιρετά τους και τους άσπρους τοις βρακάτους καίει και τσουρουφλά τους
Φίλιππος  Αυτός είναι σαν τον Άη-Φίλιππο
Φίλιππος  Ως τ’αγίου Φιλίππου, όσοι φίλησαν, φίλησαν.
Φίλιππος  Άϊ Μηνάς εμήνυσε του πάππου του χειμώνος: έρχομαι ή δεν έρχομαι και τ’Αϊ Φιλίππου αυτού είμαι.
Φίλιππος  Αν δεν έλθω του Αγίου Μηνά, του Φιλίππου είμαι αυτού, και να μου χαιρετάς τους παλιοκαππάδες!
Φίλιππος  Αν τ’Αϊ Φιλίππου δεν έρτω, τ’άγια των αγιών με δέξου
Φίλιππος  Τ’Αγια των Αγιών αν δεν έλθω το γερο Νικόλα απ’έξω στέκω
Φίλιππος  Αν τ’αγιού Φιλίππου λείπω, τ’άγια των αγιών δε λείπω, κι αν λείπω τ’άγια των αγιών, τ’Αϊνικολοβάρβαρα είμαι δω
Φίλιππος  Τ’ Άι-Φιλίππου εδκιάβηκε (πέρασε) σφουγγάτε τα σιειλούδκια (χειλάκια) σας ή Σφογγάτε τα σειλούδκια σας, τ' άι Φιλίππου δκιάβη 
Φίλιππος  Τ’ Αϊ Μηνά εμήνυσα και τα’ Αϊ Φιλίπ’ αυτού είμαι, με κουβάρια ράμματα, με σακιά μπαλώματα
Φίλιππος  Άη Μηνάς το μήνυσε, κι΄ο Φίλιππος το καρτερεί 
Φίλιππος  Ο Άι Μηνάς με μήνυσε κι Άι – Φίλιππας με φίλεψε
Φίλιππος  Ο Άι Μηνάς το μήνυσε και ο Φίλιππος το καρτερεί 
Φίλιππος  Τ' Άη – Μηνός εμήνυσα, τ' Άη – Φιλίππου φίλησα τα βουνά και ζύγωσα, κι' αυτού κοντά τ' Άη Νικολάου φωτοβολώ μονάχο μου! 
Φίλιππος  Αν δεν έλθω τ' αγιού Στρατηγού θάρθω τ' άγιου Φιλίππου κι' αν δεν έλθω τ' άγιου Φιλίππου τα Νικολοβάρβαρα με παιδιά μου, με σκυλιά μου
Φίλιππος  Άης Φίλιππος μήνυσε dόγ κύρ χειμώνα νάρτη. Τους γουνάτους προσκυνά τους, τους αμπαδάτους χαιρετά τους και τους άσπρους τοις βρακάτους καίει τους τσουρουφλά τους 
Φίλιππος  Αν τ' Άι Φιλίππου είπω, τ' Άγια των Αγιών δε είπω 
Φίλιππος  Τ' άη Φιλίππου φίλησε, τ' άη Πλατάνου κάτσε 
Φίλιππος  Τ' άι Φιλίππου φίλησε κερά Πούλια την δύσι, και συ γλυκιέ Αυγερινέ την νύκτα για να σβύση 
Φίλιππος  Τ' αγιού Φιλίππου την απόκρια φιλεί η πηλιά το πέλαγος, κι ο βοσκός φιλεί τ' αρνί του. Μα μηδέ ο ναύτης στο γιαλό, μηδέ τουμπάνης στο βουνό, μηδέ ζευγάς στον κάμπο 
Φίλιππος  Ο Άι Μηνάς με μήνυσε κι Άι – Φίλιππας με φίλεψε
Φίλιππος  Του Αγίου Μηνά Άη Μηνάς μου μήνυσε κι ως τ΄ Άη-Φίλιππα είμ΄αυτού, λέει το χιόνι 
Φίλιππος  Ο Άι Μηνάς το μήνυσε και ο Φίλιππος το καρτερεί 
Φίλιππος  Ο τούρτουρος εμύνησεν τ' άι Μηνά πως έρκεται' τζ' αδ δεν έρτη τ' άι Μηνά, τ' άι Φιλίππου δέχτου τον 
Φίλιππος  Ο τούρτουρος εμύνησεν τ' άι Μηνά πως έρκεται' τζ' αδ δεν έρτη τ' άι Μηνά, τ' άι Φιλίππου δέχτου τον 
Φίλιππος  Τ' άι Μηνός εμήνυσε και τ' άι Φιλίππου αυτού είμαι. Χαιρέτα και τους φίλους μου τους παλιοσιγκουνάδις 
Φίλος  Αγάπαγε το φίλο σου με τα ελαττώματά του.
Φίλος  Οι φίλοι των φίλων μας είναι φίλοι μας.
Φίλος  Αυτός που έπαψε να είναι φίλος, ποτέ του δεν υπήρξε τετοιος.
Φίλος  Μη βιάζεσαι να πας στις χαρές των φίλων σου, μα στις ανάγκες τους τρέξε οσο μπορείς γρηγορότερα.
Φίλος  Μη εμπιστευτείς το φίλο σου και πείς το μυστικό σου, ο φίλος στον φίλο θα το πει, κι είναι κακό δικό σου.
Φίλος  Καινούργιο φίλο έπιασες; Παλιό μη λησμονήσεις.
Φίλος  Ενας φράχτης στην αυλή τη φιλία με το γείτονα κρατεί.
Φλώρος  Άλλος έκαμε τον μπόρδο κι' άλλος επήρε το φλώρο 
Φλώρος  Κόρη ασ' τον Άγιο Φλώρο, μη μας τον κουνάς τον κώλο, άσ' τον νάρθη ο καιρός του, και κουνιέται μοναχός του
Φοίβος  Αίσωπος Άνευ χαλκού Φοίβος ου μαντεύεται
Φούλα  Εμ παστρικός σαν τα φούλια
Φωτεινή  Αδελφή Φωτεινή, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
Φωτεινή  Φωτεινούλα, από που φυσάν οι μύλοι;
Φωτεινή  Φωτεινή και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
Φωτεινή  Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Φωτίτσας κουταμάρες 
Φωτεινή  Φωτεινή, χορεύεις και το μικρό σου κλαίει;
Χάϊδω  Τ’ αρχίδια του Καράμπελα και το μουνί της Χάιδως
Χαρά  Μοιρασμένη χαρά, διπλή χαρά
Χαράλαμπος  Ανοστιά του Χαραλάμπη και γιαχνί του γέρου Σταμάτη 
Χαράλαμπος  Α σ' αρέση, Χαλαλάμπρο ξαναπέρασ' α' την Άντρο 
Χαράλαμπος  Ο άγιος Γεράσιμος ανοίγει τσι γιορτάδες, κι' ο άγιος Χαράλαμπος τσι κλείνει
Χαράλαμπος  Όταν έφευγε η Πανούκλα από το Νησί, εφώναζε: “με διώχνει ο Λάμπης”, “με διώχνει ο Λάμπης”
Χάρης  Η χάρη θέλει αντίχαρη και πάλι χάρη είναι.
Χάρης  Χάρισμα χωρίς χάρη δε γίνεται.
Χάρης  Άλλος έχει τ' όνομα κι άλλος τη χάρη.
Χάρης   Βαγενάδες (βαρελάδες) και γάιδαροι ένα μήνα έχουν χάρη
Χάρης  Δώρο αν είναι και μικρό, μεγάλη χάρη έχει.
Χαρίδημος  Δυνατός παγωμένος αγέρας φύσηξε και σκόρπισε τα σύννεφα, συναστεριές φάνηκαν, και στάθηκε ο Χαρίδημος ν` αστρονομίσει.
Χαρίκλεια  Μα το ναι, σου λέω αλήθεια, που είπε η ψευτρού η Χαρίκλεια.
Χαρίκλεια  Με μιαν ευτζιή (ευχή) της Χαρικλούς οι ουρανοί ανοίξαν
Χαρίλαος  Αδελφά Χαρίλαε, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
Χάρις  Άμ’ ηλέηται και τέθνηκεν η χάρις. Αρχαιοελληνική παροιμία
Χάρις  Η χάρις αλλάξαι την φύσιν ου δύναται. Αρχαιοελληνική παροιμία από το μύθο της αίγας που θήλαζε λύκο.
Χάρις  Η χάρη θέλει αντίχαρη και πάντα χάρη μένει.
Χαρίτων  Εγ κουτσατζιές τ' άι Χαρίτου 
Χαρίτων  Ξωρινός τ' άι Χαρίτου, τζαί πο τζείθε πομ περίτου 
Χάρων  Χάρος είναι, φορατζής δεν είναι.
Χάρων  Σαν σαμαρωθεί ο κουμπάρος, δέκα τύφλες να 'χει ο χάρος (Κυθναίικη)
Χάρων  Αλλού ο νεκρός, κι' αλλού ο Χάρος
Χάρων  Τί εδωκ’ ό Θεός καί τί νά πάρ’ ό Χάρος.
Χάρων  Του γέρου σκόνταμμα, του χάρου μήνυμα.
Χάρων  Αν δε σκοτώσ' ο ἀγιος Θεός, τι θε να πάρ' ο Χάρος;
Χάρων  Η κακή ζωή του χάρου μοιάζει.
Χάρων  Ο Χάρος φίλους και εχθρούς σ’ ένα τραπέζι σμίγει.
Χάρων  Ανάθεμα στον Χάροντα που μ’ άφησε χήρα κι ο Δεκέμβρης ο κακός που μου ’φερε τέτοια πύρα.
Χασάν  Πες τους πως ο Χασάνης, έγινε βεζύρης και θα καταλάβουν!…»
Χελιδών  Ένα χελιδόνι δεν φέρνει την άνοιξη.
Χελιδών  Μηδέ χελιδόνας εν οικία δέχεσθαι.
Χελιδών  Χελιδόνι γύρισε, καλοκαίρι μύρισε.
Χελώνη  Άρμεγε λαγούς και κούρευε χελώνες
Χελώνη  Απ΄ολους η χελώνα είναι πιο σοφή, αφού το σπιτικό της στην πλάτη κουβαλεί.
Χήρα  Κλαίν' οι χήρες, κλαίν' κι οι παντρεμένες
Χήρα  Η χήρα μέσα κάθεται κι όξω την κουβεντιάζουν
Χήρα  Σαν τη χήρα στο κεββάτι
Χήρα  Χήρας κώλος που πονάει, άλλα πράματα ζητάει.
Χήρα  Αφού αποκλάψαν όλοι, εδάκρυσε κι η χήρα.
Χήρα  Θέλω την κι ας είναι χήρα και φτωχή και κακομοίρα.
Χήρα  Να σε φυλάει ο Θεός από κουμπάρας μάτια κι από χήρας πόδια.
Χήρα  Το µυαλό του και µια χήρα.
Χλόη  Ο μαύρος είδε τη χλόη μα το γκρεμό δεν τον είδε 
Χλόη  Ζήσε, μαύρε μου, να φας χλόη το Μάη 
Χλόη  Ζήσε μαύρε γάϊδαρε να ιδής χλόη τον Μάη
Χλόη  Ο γάγδαρος τη χλόη βλέπει, το γκρεμό δεν το βλέπει 
Χριστάλλα  Πόθθεν τζιαι πόθθεν η Τταλλού να κλάψει τον Κωλέττην;
Χριστόδουλος  Όσα ξέρ΄ ο Σιόλος δεν τα ξέρ΄ ο κόσμος όλος 
Χριστός  Υπήγε νύφη του Χριστού
Χριστός  Μωρέ, Χριστέ ξυπόλυτε, καί Παναγιά Ντρουβιάρα νά σ' είχα μέσα στόν Τρουβείο νά τράβαγες τή μπάρα 
Χριστός  Έχει ο σάκος άλευρα; Χριστός Ανέστη. Δεν έχει; θάνατον πατήσας.
Χριστός  Όσο κι αν γέρασε ο Χριστός πέντε θαύματα τα κάνει.
Χριστός  Δεν καταλαβαίνει Χριστό.
Χριστός  Δεκέμβριος Χριστού γέννηση και καλός μας χρόνος.
Χριστός  Ας πάει κι αυτό το φίλημα με το «Χριστός Ανέστη».
Χριστός  Μπρος πίσω του Χριστού τα Νικολό – Βάρβαρα.
Χριστός  Γύρω- τριγύρω του Χριστού, είν’ η καρδιά του χειμωνιού.
Χριστός   Πας μετά Χριστόν προφήτης γάιδαρος εστί.
Χριστόφορος  Άϊ - Γιάννης το έχει και ο Χριστόφορος το κρατεί 
Χριστόφορος  Ο Άγιος Χριστόφορος γύριζ' με το χαλάζ' στον κόρφο. Αν δουλέψουμε την ημέρα τ' θα μας πνίξη με το χαλάζ'. 
Χρόνιος  Κάλλιον ένας κακός χρόνος, παρά ένας κακός γείτονας, γιατί ο χρόνος περνά, μα ο γείτονας απομείνει 
Χρόνιος  Μιάς ώρας δουλειά ένας χρόνος έγνοιες 
Χρόνιος  Τα σέρνει ο χρόνος κι ο καιρός, κανείς δεν τα γνωρίζει 
Χρόνιος  Ανάποδος χρόνος δεκατριάμσ' (ή 13) φιγγάρια 
Χρόνιος  Ανάποδος χρόνος, δεκατρείς (ή3, ή9, ή11 ή 15) μήνες 
Χρόνιος  Θέζε πράμα να βρη ο χρόνος
Χρόνιος  Θέλ' ο Θεός και φταίει ο χρόνος 
Χρόνιος  Έγκαιρος ο πόνος γιατρός ο χρόνος 
Χρόνιος  Ένας χρόνος άσπορος πέντε χρόνια έρημα 
Χρόνιος  Οι μήνες χάνουν τα νερά κι' ο χρόνος δεν τα χάνει 
Χρόνιος  Όσα φέρνει η μέρα, ο χρόνος δεν τα φέρνει...
Χρυσάνθιος  Αδελφέ Χρύσανθε, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
Χρυσάνθιος  Χρυσανθούλη, από που φυσάν οι μύλοι;  = Ειρωνικά
Χρυσάνθιος  Χρύσανθος και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
Χρυσάνθιος  Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Χρύσανθου κουταμάρες 
Χρύση  Απ’ το ντιπ καλή είναι και η Χρύσω τ’ Χαμπίπ’.
Χρύσης  Ότι λάμπει δεν είναι χρυσός.
Χρύσης  Από τη γης βγαίνει το χρυσάφι κι από το σκουλήκι το μετάξι
Χρύσης  Του κακού και το χρυσάφι που του δίνεις είναι φαρμάκι 
Χρύσης  Η σιωπή είναι χρυσός (‘πολύτιμη’)
Χρύσης  Ο λόγος είναι άργυρος και η σιωπή χρυσός
Χρυστάλλα  Πόθθεν τζιαι πόθθεν η Τταλλού να κλάψει τον Κωλέττην;
Ψυχή  Ο άγγελος παίρνει την ψυχή κι ο παπάς τους παράδες.
Ψυχή  Παρηγοριά στον άρρωστο ως που να βγη η ψυχή του κι όσο να κατεβάσουνε στον Άδη το κορμί του 
Ψυχή  Αστέρι έπεσε ψυχή έσβησε 
Ψυχή  Θέλω το 'γω, ματάκια μου να σώσω την ψυχή μου, μα δεν μ' αφήνει ο δαίμονας πόχω στο βρακί μου 
Ψυχή  Το ξένο βιό ο καλόγερος για την ψυχή του δίνει.
Ψυχή  Ο κόλακας κι ο κόρακας έχουν το ίδιο χρώμα, ο ένας το ‘χει στην ψυχή κι ο άλλος εις το σώμα.
Ψυχή  Το κόκκινο αυγό και η ψυχή της Μαργαρίτας
Ψυχή  Απ’ όπου έρχεται η λέξη, έρχεται και η ψυχή
Ψυχή  Δεν είχε ο φτωχός να φάει κι έκανε για την ψυχή του.
Ψυχή  Ένα σπίτι χωρίς γυναίκα και τζάκι είναι σαν ένα σώμα χωρίς ψυχή και πνεύμα.
Ψυχή  Σαν το λες και δεν το κάνης, μονον την ψυχήν σου χάνεις 
Ψυχή  Της κακής ψυχής και τα 'μάτια της φταίνε! 
ΨΥΧΟΣΑΒΒΑΤΟ 1  Ανάθεμα που δούλεψε τα τρία τα Σαββάτα. Το Ψυχοσάββατο της Τυρινής και του Αγίου Θεοδώρου 
ΨΥΧΟΣΑΒΒΑΤΟ 1  Σαράντα φάε, σαράντα πιες, σαράντα δος για την ψυχή
ΨΥΧΟΣΑΒΒΑΤΟ 1  Όλα ψυχούς αν έρθουνε, μαγιόψυχος μην έρθη
Ψυχοσάββατο 2  Ανάθεμα που δούλεψε τα τρία τα Σαββάτα. Το Ψυχοσάββατο της Τυρινής και του Αγίου Θεοδώρου 
Ψυχοσάββατο 2  Σαράντα φάε, σαράντα πιες, σαράντα δος για την ψυχή
Ψυχοσάββατο 2  Όλα ψυχούς αν έρθουνε, μαγιόψυχος μην έρθη
Ώκιμον  Βασιλικός κι αν μαραθεί τη μυρωδιά την έχει
Ώκιμον  Βασιλικός στην πόρτα μας κι εμείς τον εζητάμε.
Ώκιμον  Βασιλικός στη γειτονιά κι αγκάθι μες στο σπίτι.
Ώκιμον  Σε πήρα για βασιλικό κι εσύ βγήκες τσουκνίδα.
Ώκιμον  Για χάρη της βασιλιτσιάς ποτίζεται κι η γλάστρα.
Απόφθεγματα
Αβραάμ  Πάσαι ουν αι γενεαί από Αβραάμ έως Δαυΐδ γενεαί δεκατέσσαρες, και από Δαυίδ έως της μετοικεσίας Βαβυλώνος γενεαί δεκατέσσαρες, και από της μετοικεσίας Βαβυλώνος έως του Χριστού γενεαί δεκατέσσαρες.
Αγάθη  Άρξον χείρ μου αγαθή, γράψον γράμματα καλά, μη δαρθής και παιδεθής και στον φάλαγκα βαλθής = Ερμηνεία: Εν τη ώα. Εν αρχή κώδικος της Μονής το εύρον ούτω: άρξον, χείρ μου αγαθή γράφε γράμματα καλά, μη ντραπής και λυπηθής κι' εις τον φόρον ντροπιάστης
Αγάπη  Όταν αγάπη και ικανότητα δουλεύουν μαζί, να περιμένεις ένα αριστούργημα.
Αγάπη  Τα πουλιά είναι σαν την αγάπη. Υπήρχαν πάντα. Όλα τα είδη εξαφανίζονται, αλλά όχι τα πουλιά. Όπως η αγάπη. Μαργκρίτ Ντυράς, 1914-1996, Γαλλίδα συγγραφέας
Αγάπη  Sine Cerere et Baccho friget Venus. Χωρίς Δήμητρα και Βάκχο (Διόνυσο), η Αφροδίτη παγώνει
Αγάπη  Αγάπη: μια περαστική ασθένεια που θεραπεύεται με το γάμο. =
Αγάπη  Τη μέρα που η δύναμη της αγάπης θα υπερνικήσει την αγάπη της δύναμης, ο κόσμος θα γνωρίσει την ειρήνη.
Αγησίλαος  Αγησίλαος ερωτώμενος πώς μεγάλην εκτήσατο δόξαν έφη: «θανάτου καταφρονήσας.»
Αγλάιος  Ο Αρκάς Αγλαός ο ψωφίδιος ο ευτυχέστερος των ανθρώπων.
Αγνή  Τα πάντα πρέπει να τα θεωρούμε αγνά, ώσπου ν’ αποδειχτεί το αντίθετο.
Αγνός  Τα πάντα πρέπει να τα θεωρούμε αγνά, ώσπου ν’ αποδειχτεί το αντίθετο.
Αγχίσης  Γυμνήν είδε Πάρις με και Αγχίσης και Άδωνις. Τους τρεις οίδα μόνους. Πραξιτέλης δε πόθεν;
Αδάμ  Ο Αδάμ ήταν άνθρωπος: δεν θέλησε το μήλο για το μήλο, το θέλησε επειδή ήταν απαγορευμένο.
Αδάμ  Πιστεύεται ότι το κρανίον του πρωτοπλάστου Αδάμ ήτο τόσον μέγα, ώστε εκ των κοιλωμάτων των οφθαλμών αυτού ηδύνατο να διήθη ελευθέρης ανήρ έφιππος. 
Άδης  Εχθρεύομαι όσο και τις πύλες του Άδη εκείνον που άλλα κρύβει μέσα του κι άλλα απ᾿ το στόμα βγάζει.
Άδωνις  Γυμνήν είδε Πάρις με και Αγχίσης και Άδωνις. Τους τρεις οίδα μόνους. Πραξιτέλης δε πόθεν;
Αέτιος  Οι υψηλές θέσεις είναι σαν τα απότομα βράχια: μονάχα οι αετοί και τα ερπετά μπορούν να φτάσουν στην κορυφή.
Αέτιος  Βλέπουμε τους αετούς να πετούν ψηλά μόνοι τους, ενώ τα πρόβατα μαζεύονται σε κοπάδι.
Αέτιος  Οι ανώτεροι άνθρωποι είναι όπως οι αετοί που χτίζουν τις φωλιές τους ψηλά, σε απρόσιτα σημεία.
Αέτιος  Μακάρι ο φαλακρός αετός να μην είχε επιλεγεί σαν έμβλημα της Αμερικής. Είναι ένα πουλί με απαίσιο και ανήθικο χαρακτήρα. Και δεν βγάζει το ψωμί του τίμια. Βενιαμίν Φραγκλίνος, 1706-1790, Αμερικανός πολιτικός & συγγραφέας
Αέτιος  Μην κακαρίζεις σαν πάπια, να πετάς ψηλά σαν αετός.
Αθανασία  Τα παιδιά είναι η μόνη μορφή αθανασίας για την οποία μπορούμε να είμαστε σίγουροι.
Αθλίας  Διογένης Αθλίας, παρ’ αθλίου, δι’ Αθλίου προς άθλιο.
Αθλίας  Διογένης Καγώ, φησίν, Διογένης ο κύων.
Αικατερίνη  Η Σοβιετική Ένωση είναι το νόθο παιδί του Καρλ Μαρξ και της Μεγάλης Αικατερίνης.
Αισχίνης  Ουκ αισχύνει, ω Αισχίνη, ή της πόλεως αισχύνη, καταισχύνεις αισχύνης;' (Δεν ντρέπεσαι Αισχίνη, εσύ, που αποτελείς τη ντροπή της πόλης, να καταντροπιάζεις τη ντροπή;).
Ακαδημία  Ακαδημία: (1) Αρχαίο σχολείο όπου εδιδάσκοντο η ηθική και η φιλοσοφία (2) Σύγχρονο σχολείο όπου διδάσκεται το ποδόσφαιρο..
Ακαδημία  Όποιος δεν γνωρίζει γεωμετρία να μην μπει. Ρητό γραμμένο πάνω απ' την πύλη της Ακαδημίας (του Πλάτωνα).
Αλέξανδρος  Αλέξανδρος ερωτηθείς πού αυτώ οι θησαυροί εισί, επιδείξας τους φίλους έφη «εν τούτοις»
Αλήθεια  Αν θες να πεις στους ανθρώπους την αλήθεια, κάν’ τους να γελάσουν, αλλιώς θα σε σκοτώσουν.
Αλήθεια  H αλήθεια είναι υπερβολικά γυμνή. Δεν διεγείρει του άντρες.
Ανίκητος  Επίκτητος Ανίκητος είναι δύνασαι, εάν εις μηδένα αγώνα καταβαίνης, όν ουκ έστιν επί σοι νικήσαι.
Άνοιξη  Κείνο που σου προσάπτουνε τα χελιδόνια είναι η άνοιξη που δεν έφερες.
Άνοιξη  Άνοιξη είναι η παιδική ηλικία του έτους.
Άνοιξη  Μπορείς να κόψεις όλα τα λουλούδια, αλλά δεν μπορείς να εμποδίσεις την Άνοιξη να ‘ρθει.
Άνοιξη  Δεν είναι η άνοιξη που ήλθε, είναι που μου χαμογέλασες.
Άνοιξη  Την άνοιξη αν δεν την βρεις τη φτιάχνεις.
Άνοιξη  Tην άνοιξη η φύση φορά τα γιορτινά της
Αντιγόνη  Αντιγόνη (Σοφοκλέους) Δεν είναι στη φύση μου να μισώ, αλλά να αγαπώ.
Άνυτος  Εμέ δε Άνυτος και Μέλητος αποκτείναι μεν δύνανται, βλάψαι δε ού. Σωκράτης, 469-399 π.Χ., Φιλόσοφος
Αράχνη  Αίσωπος ερωτηθείς τι των ζώων σοφώτατον, «των χρησίμων», έφη, «μέλισσα, των δ’ αχρησίμων αράχνης».
Αργεύς  Αιδώς Αργείοι:
Αρετή  Αρετής προπάροιθε ιδρώτα θεοί αθάνατοι θήκαν. (Μπροστά στην αρετή οι αθάνατοι θεοί έβαλαν τον ιδρώτα.)
Αρετή  Θέλει Αρετήν και Τόλμην η Ελευθερία
Αρετή  Η ανώτατη αρετή δεν είναι νά’ σαι ελεύτερος, παρά να μάχεσαι για ελευτερία.
Αρετή  Οι κομψοί λόγοι και η προσεγμένη εμφάνιση σπάνια συμβαδίζουν με την αρετή.
Αρετή  Μια είναι η αρετή, να αποφεύγεις πάντα το κακο.
Αρετή  Όταν μια γυναίκα αγαπάει, συγχωρεί τα πάντα, ακόμα και τα εγκλήματά μας. Όταν δεν μας αγαπάει, δεν της αρέσει τίποτα πάνω μας, ούτε καν οι αρετές μας.
Αριστείδης  Ιωάννης Στοβαίος Αριστείδης ο δίκαιος ερωτηθείς τι εστι το δίκαιον, «το μη αλλοτρίων επιθυμείν», έφη.
Άριστος  Είς εμοί μύριοι, εάν άριστος εί. Για εμένα, ο ένας αξίζει όσο δέκα χιλιάδες, εάν είναι άριστος.
Αριστοτέλης  Αν ο μέσος άνθρωπος είναι πλασμένος «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» του Θεού, τότε άνθρωποι όπως ο Μπετόβεν και ο Αριστοτέλης ήταν ανώτεροι από τον Θεό.
Αρχιμήδης  Το πιο απλό παιδί που πάει σχολείο σήμερα είναι εξοικειωμένο με δεδομένα για τα οποία ο Αρχιμήδης θα έδινε τη ζωή του.
Αρχιμήδης  Τα καθαρά Μαθηματικά είναι το καλύτερο παιχνίδι του κόσμου. Σε καθηλώνει πιο πολύ από το σκάκι, έχει μεγαλύτερο ρίσκο από το πόκερ και διαρκεί περισσότερο από τη Μονόπολη. Και είναι δωρεάν, μπορείς να το παίξεις παντού —ο Αρχιμήδης το έπαιζε στη μπανιέρα του.
Αρχιμήδης  Ω ματαιοδοξία! Είσαι ο μοχλός με τον οποίο ο Αρχιμήδης ευχήθηκε να κινήσει τη γη!
Αφροδίτη  Sine Cerere et Baccho friget Venus. Χωρίς Δήμητρα και Βάκχο (Διόνυσο), η Αφροδίτη παγώνει
Βάκχος  Ο Βάκχος έπνιξε περισσότερους μες το ποτήρι, παρά ο Ποσειδώνας μες στη θάλασσα.
Βάκχος  Βάκχος: Μια χρήσιμη θεότητα που επινοήθηκε από τους αρχαίους σαν δικαιολογία για να μεθάνε.
Βαρραβάς  Όταν πρέπει να διαλέξει ποιος θα σταυρωθεί, ο όχλος θα διαλέξει πάντα να σώσει τον Βαραββά.
Βασιλεία  Κάλλιστον εντάφιον η βασιλεία (Το ωραιότερο σάβανο είναι η βασιλεία.)
Βασίλειος  Ο κύριος λόγος που ο Αϊ-Βασίλης είναι τόσο κεφάτος είναι επειδή ξέρει πού κάθονται όλα τα άτακτα κορίτσια.
Βασιλεύς  Οι βασιλιάδες και οι γυναίκες θεωρούν ότι όλα όσα γίνονται οφείλονται σ' αυτούς
Βασιλεύς  Σύντομα θα απομείνουν μόνο πέντε βασιλιάδες στον κόσμο: ο βασιλιάς της Αγγλίας, ο ρήγας κούπα, ο ρήγας σπαθί, ο ρήγας καρό και ο ρήγας μπαστούνι.
Βασιλεύς  Ο φόβος δημιούργησε τους Θεούς. Το θράσος δημιούργησε τους βασιλιάδες.
Βελισσάριος  Βελισαρίω οβολόν δότε τω στρατηλάτη, ον τύχη μεν εδόξασεν, αποτυφλοί δ’ ο φθόνος. Ιωάννης Τζέτζης, 1110-1180, Βυζαντινός λόγιος
Βενιαμίν  Ναι, είμαι Εβραίος. Και όταν οι πρόγονοι του αξιότιμου αντιπάλου μου ήταν αγριάνθρωποι σε ένα άγνωστο νησί, οι δικοί μου ήταν ιερείς στο Ναό του Σολομώντα.
Βίκτωρας  Ο Βίκτωρ Ουγκώ ήταν ένας τρελός που πίστευε ότι ήταν ο Βίκτωρ Ουγκώ.
Βρούτος  Και σύ τέκνον, Βρούτε;
Γεωργία  Την γεωργίαν των άλλων τεχνών μητέρα και τροφόν είναι.
Γεωργία   Καθημερινά με το πιρούνι μας ψηφίζουμε το μέλλον της γεωργίας της Ελλάδας και του πλανήτη όλου
Γεώργιος  Τη νια ημέρα εν τ' Ά – Γιωργιού και την άλλη τ' Ά – Γιωργιού το παλληκάρι
Γόρδιος  Τα παιδιά και οι τρελοί κόβουν το Γόρδιο δεσμό που οι ποιητές ξοδεύουν μια ζωή για να λύσουν.
Γύγης  Ου μοι τα Γύγεω. Δεν είναι για μένα τα πλούτη του Γύγη. (Δεν τα θέλω)
Δεσπότης  Πλάτων Δούλοι γαρ και δεσπότης ουκ αν ποτέ γένοιντο φίλοι.
Δεσπότης  Δεσπότης δούλου δείται και δούλος δεσπότου. Αριστοτέλης
Δήμητρα  Sine Cerere et Baccho friget Venus. Χωρίς Δήμητρα και Βάκχο (Διόνυσο), η Αφροδίτη παγώνει
Δημοκρατία  Όσο υπάρχουν δικτατορίες, δεν μου πάει η καρδιά να επικρίνω τη δημοκρατία.
Δημόκριτος  Δημόκριτος την φιλαργυρίαν έλεγε μητρόπολιν πάσης κακίας.
Διάβολος  "Στην εποχή του παραδείσου, ο διάβολος έκανε τη γυναίκα να ντυθεί, σήμερα την κάνει να γυμνώνεται... Αλίμονο! Κι αυτός ο διάβολος διεφθάρη από τότε.
Δίας  Αίσωπος Ο εγγύς Διός, εγγύς κεραυνού.
Διογένης  Διογένης ερωτηθείς υπό τινος, διά τίνα αιτίαν οι άνθρωποι, τοις μεν προσαιτούσι, διδόασι, τοις δε φιλοσοφούσιν, ουδαμώς, είπεν, «Ότι χωλοί μεν και τυφλοί ίσως ελπίζουσι γενέσθαι, φιλόσοφοι δε ού.»
Διόνυσος  Sine Cerere et Baccho friget Venus. Χωρίς Δήμητρα και Βάκχο (Διόνυσο), η Αφροδίτη παγώνει
Διόνυσος  Ο Διόνυσος έχει πνίξει περισσότερους ανθρώπους από τον Ποσειδώνα.
Διόνυσος  Είμαι ακόλουθος του Διόνυσου. Θα προτιμούσα να είμαι σάτυρος παρά άγιος.
Διώνη  ἄνθρωπε, καλὴ μὲν Ἥρα, καλὴ δὲ καὶ Ἀθηνᾶ, καλλίστη δὲ πασῶν ἡ Διώνη
Δύρανδος  Dura lex, sed lex (Ντούρα λεξ, σεντ λεξ)
Ειρήνη  Τη μέρα που η δύναμη της αγάπης θα υπερνικήσει την αγάπη της δύναμης, ο κόσμος θα γνωρίσει την ειρήνη. Μαχάτμα Γκάντι, 1869-1948, Ινδός στοχαστής και ακτιβιστής
Ειρήνη  Να διδάξουμε στα παιδιά μας την ειρήνη, αλλιώς κάποιος άλλος θα τους διδάξει τη βία.
Ελένη  Θ’ Ελέναν; επεί πρεπόντως ελέναυς, έλανδρος, ελέπτολις.
Ελένη  Οι λέξεις που ξεκινούσαν από «ελ» μου ασκούσαν πάντα μια μαγεία. Ελλάδα, ελευθερία, ελπίδα και μια Ελένη που ερωτεύτηκα.
Ελευθερία  Τόση ελευθερία στην τέχνη για να κάνουμε τόσο λίγα!
Ελευθερία  Η λευτεριά βασίλειο καί η σκλαβιά καδένα καί διάλεξε, παιδάκι μου, από τά δύο ένα 
Ελευθερία  Οι λέξεις που ξεκινούσαν από «ελ» μου ασκούσαν πάντα μια μαγεία. Ελλάδα, ελευθερία, ελπίδα και μια Ελένη που ερωτεύτηκα.
Ελευθερία  Ο σπόρος μέσα στη γη είναι ζωή. Στα χέρια των καλλιεργητών ελευθερία
Ελλάδα  Πιστόν Ελλάς οίδεν ουδέν. Η Ελλάδα δεν γνώρισε τίποτε [ή κανέναν] άξιο εμπιστοσύνης.
Ελλάς  Πιστόν Ελλάς οίδεν ουδέν. Ευριπίδης, 480-406 π.Χ., Αρχαίος τραγικός (Ιφιγένεια εν Ταύροις)
Έλληνας  Ο αγρότης, ο ψαράς, ο άνθρωπος του χωριού, είναι γεννημένοι πρίγκιπες. Αλλά όσο ο Έλληνας προχωρεί προς την πόλη, μαθαίνει το συμφέρον, τα λεφτά, την κομπίνα. Χάνει τις αξίες του και γίνεται λούστρος. Ελένη Βλάχου, 1911-1995, Δημοσιογράφος & εκδότρια
Ελπίδα  Για τους περισσότερους ανθρώπους, δικαιοσύνη σημαίνει, απλά, ελπίδα για περισσότερες χάρες.
Ελπίδα  Οι λέξεις που ξεκινούσαν από «ελ» μου ασκούσαν πάντα μια μαγεία. Ελλάδα, ελευθερία, ελπίδα και μια Ελένη που ερωτεύτηκα.
Ελπίδα  "Εάν μη έλπηται ανέλπιστον, ουκ εξευρήσει.
Ελπίδα  Ερωτηθείς τι έστιν ελπίς, «Εγρηγορότος», είπεν, «ενύπνιον.»–
Ελπίδα  "Τι κοινότατον; Ελπίς. Και γαρ οις άλλο μηδέν, αύτη παρέστη.
Ελπίδα  Τίποτε δεν είναι χωρίς ελπίδα, πάντα πρέπει να ελπίζουμε.
Ελπίδα  Η ελπίδα τρέφει τους περισσότερους ανθρώπους.
Ελπίδα  Ο μόνος ευτυχισμένος θεωρώ ότι είναι ο ελεύθερος, εκείνος που ούτε ελπίζει ούτε φοβάται κάτι.
Ελπίδα  Παρόν: Το κομμάτι της αιωνιότητας που χωρίζει τα εδάφη της απογοήτευσης από το βασίλειο της ελπίδας.
Ελπίδα  Έλπιζε ως θνητός, φείδου ως αθάνατος.
Ελπίδα  Θρησκεία - Κόρη της Ελπίδας και του Φόβου, που εξηγεί στην Αμάθεια τη φύση του Ακατάληπτου.
Ελπίδα  Τί κοινότατον; Ἐλπίς. Καὶ γὰρ οἳς ἄλλο μηδέν, αὔτη παρέστη.
Έμφυτη  'Εμφυτος πάσιν ανθρώποις ο της ελευθερίας πόθος
Έμφυτος  Έμφυτος πάσιν ανθρώποις ο της ελευθερίας πόθος.
Επιστήμη  Η επιστήμη μας έκανε θεούς πριν να γίνουμε άξιοι να είμαστε άνθρωποι.
Εριννύς  Στην αρχαία τραγωδία, την οργανωμένη με τόση ακρίβεια, ο άνθρωπος που ξεπερνά το μέτρο πρέπει να τιμωρηθεί από τις Ερινύες. Γιώργος Σεφέρης, 1900-1971, Έλληνας ποιητής, Νόμπελ 1963 (από την ομιλία του στην απονομή του Νόμπελ)
Ερμής  Αίσωπος Ζητών Ερμήν γλύψαι, Κέκροπα έγλυψα.
Έρωτας  Η Εκκλησία, μην μπορώντας να καταργήσει τον έρωτα, θέλησε τουλάχιστον να τον απολυμάνει: επινόησε το γάμο Charles Baudelaire
Εύα  Για τη γυναίκα, η πείνα να είναι όμορφη και η δίψα να αγαπηθεί είναι η πραγματική κατάρα της Εύας.
Εύα  Ο παράδεισος βρίσκεται εκεί που είναι η Εύα.
Ευαγγελία  Ιά τη χάρη τσ' Ευγαγγελίστρας πρέπει ν' αοράσης ψάρι να φας, κι α δεν έχης ν' αοράσης, να κλέψης να φας. Α δε μπορης να κλέψης, νάβρης μες στη ρύμνη ένα gοκκαλάκι να το γλείψης
Ευδαίμων  Θαλής ο Μιλήσιος Τις ευδαίμων; Ο το μεν σώμα υγιής, την δε ψυχήν εύπορος, την δε φύσιν ευπαίδευτος.
Ευδοκία  Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία
Ευθυμία  Να δίνει κανείς την ευθυμία στους άλλους, είναι η μεγαλύτερη υπηρεσία που μπορεί να προσφέρει στους ομοίους του. Ένα καλό γέλιο είναι λιακάδα μέσα στο σπίτι
Εύμαιος  Εὔμαιε, τὸ σοφόν ἐστιν οὐ καθ' ἓν μόνον
Ευριπίδης  Ο Σοφοκλής εσθίει όψον τω οικέτι αρέσκονται, ο δε Ευριπίδης ότι αυτώ αρέσκει!
Ευριπίδης  Πλάτων Σοφός Σοφοκλής, σοφότερος Ευριπίδης, ανδρών δ’ απάντων Σωκράτης σοφότατος.
Ευρυτίων  Εδιδάχθη Ηρακλής αρματηλατείν μεν υπό Αμφιτρύωνος, παλαίειν δε υπό του Αυτολύκου, τοξεύειν δε υπό Ευρύτου.
Ευτυχία  Ευτυχίαν εύχου
Ευτυχία  Nemo malus felix Γιουβενάλης, 1ος-2ος αι. μ.Χ., Ρωμαίος σατιρικός ποιητής
Ευτυχία  Αν θέλαμε απλώς να ήμασταν ευτυχισμένοι, θα ήταν εύκολο. Αλλά θέλουμε να είμαστε πιο ευτυχισμένοι από τους άλλους και αυτό -σχεδόν πάντα- είναι δύσκολο, μιας και τους νομίζουμε πιο ευτυχισμένους από ό,τι είναι. Μοντεσκιέ, 1689-1755, Γάλλος στοχαστής
Ζεύς  Αίσωπος Ή Ζευς ή Χάρων.
Ζεύς  Αίσωπος Ζευς... τα μεν υψηλά ταπεινών, τα δε ταπεινά υψών.
Ζεύς  Ευτυχία δεν είναι να κάνεις πάντα αυτό που θέλεις, αλλά να θέλεις πάντα αυτό που κάνεις.
Ζήνων  Ζήνων των μαθητών έφασκε τους μεν φιλολόγους είναι τους δε λογοφίλους.
Ζήνων  Νυν ευπλόηκα, ότε εναυάγησα. Ζήνων ο Κιτιεύς (σήμερα Λάρνακα Κύπρου)
Ζωή  Να μετράς την ηλικία σου με τους φίλους, όχι με τα χρόνια. Να μετράς τη ζωή σου με τα χαμόγελα, όχι με τα δάκρυα. John Lennon, 1940-1980, Βρετανός μουσικός
Ζωή  Η πραγματική ερώτηση δεν είναι αν υπάρχει ζωή μετά το θάνατο, αλλά αν έχεις ζωή πριν το θάνατο. Όσσο (Μπαγκουάν Σρι Ραζνίς), 1931-1990, Ινδός γκουρού
Ζωή  Δεν ξέρουμε τι να κάνουμε σ’ αυτήν τη σύντομη ζωή μας και παρ’ όλα αυτά, ελπίζουμε και σε μια αιώνια. Ανατόλ Φρανς, 1844-1924, Γάλλος συγγραφέας, Νόμπελ 1921
Ζωή  Ο άνθρωπος έχει τρία γεγονότα στη ζωή του: γεννιέται, ζει, πεθαίνει. Δεν το συνειδητοποιεί όταν γεννιέται, υποφέρει όταν πεθαίνει και ξεχνάει να ζήσει. Ζαν ντε Λα Μπρυγιέρ, 1645-1696, Γάλλος συγγραφέας
Ζωή  Ω, η Αγάπη. Είναι αρκετά αληθινή, θα τη βρεις μια μέρα. Έχει όμως έναν θανάσιμο εχθρό: τη ζωή! Ζαν Ανουίγ, 1910-1987, Γάλλος θεατρικός συγγραφέας
Ζωή  Η μαμά πάντα έλεγε ότι η ζωή είναι σαν ένα κουτί σοκολατάκια. Ποτέ δεν ξέρεις τι θα σου τύχει.
Ζωή  Θα βρεις νόημα σ’ αυτή τη ζωή μόνο αν το δημιουργήσεις εσύ. Είναι ένα ποίημα που θα συνθέσουμε, ένα τραγούδι που θα τραγουδήσουμε, ένας χορός που θα χορέψουμε.
Ζωή  Βλέπω τη ζωή σαν ένα χορό. Είναι ανάγκη ο χορός να έχει κάποιο νόημα; Χορεύεις επειδή το ευχαριστιέσαι.
Ζωή  Όπως δεν μπορείς να οδηγήσεις το αυτοκίνητό σου κοιτώντας πίσω, με τον ίδιο τρόπο δεν μπορείς να πας τη ζωή σου μπροστά…κοιτώντας πίσω
Ζωή  Ο άντρας δημιουργεί τη ζωή του, η γυναίκα δικαιολογεί τη δική της.
Ηδόνη  Ηδονήν φεύγε, ήτις ύστερον λύπην τίκτει
Ηδόνη  Εξ ηδονής γαρ φύεται το δυστυχείν
Ηδόνη  Ηδοναί άκαιροι τίκτουσιν αηδίας
Ηδόνη  Αι μεν ηδοναί θνηταί αι δε αρεταί αθάνατοι
Ήλιος  Ο ήλιος εις τους αποπάτους, αλλ’ ου μιαίνεται (=λερώνεται).
Ημέρα  Μια ημέρα χωρίς γέλιο είναι μια χαμένη ημέρα
Ημέρα  Η μέρα με τη νύχτα.
Ημέρα  Τη μέρα που η δύναμη της αγάπης θα υπερνικήσει την αγάπη της δύναμης, ο κόσμος θα γνωρίσει την ειρήνη.
Ημέρα  Είτε τρέχετε την ημέρα ή η ημέρα τρέχει εσάς
Ηράκλειτος  Ο δε γε Ηράκλειτος έλεγε την οίησιν προκοπής εγκοπήν.
Ηράκλειτος  Ο ήλιος, καθάπερ ο Ηράκλειτος φησι, νέος εφ’ ημέρη εστίν.
Ησαύ  Η μεν φωνή Ιακώβ, αι δε χείρες Ησαύ.
Ήφαιστος  Βούλευμα μεν το Δίον, Ηφαίστου δε χειρ. Αισχύλος, 525-456 π.Χ., Αρχαίος τραγικός ποιητής (Προμηθεύς Δεσμώτης) (για τα δεσμά του Προμηθέα)
Ήφαιστος  Ο μεν Ηφαιστίων φιλαλέξανδρος, ο δε Κρατερός φιλοβασιλεύς Ο μεν Ηφαιστίων είναι φίλος του Αλεξάνδρου, ο δε Κρατερός φίλος του βασιλιά.
Θεόκριτος  Ο οίνος, ώ φίλε παι, λέγεται και αλήθεια
Θέος  Ο Θεός θα μπορούσε να ήταν ένας κωμικός, ο οποίος παίζει μπροστά σε ένα κοινό, που φοβάται να γελάσει
Θέος  Η μέρα που ο Θεός δημιούργησε την ελπίδα ήταν πιθανότατα η ίδια μέρα που δημιούργησε την Άνοιξη.
Ιέραξ  Αν υπάρχει μετενσάρκωση, θα ήθελα να επιστρέψω σαν γεράκι. Κανείς δεν το μισεί ούτε το φθονεί ούτε το θέλει ούτε το χρειάζεται. Ποτέ δεν ενοχλείται ούτε κινδυνεύει, και τρώει τα πάντα.
Ιησούς  Εδώ και δυο χιλιάδες χρόνια, ο Ιησούς μάς εκδικείται που δεν πέθανε πάνω σ’ ένα άνετο ανάκλιντρο.
Ιησούς  Ο Καίσαρας έχει παραπάνω από τον Αλέξανδρο, τον Καρλομάγνο και τον Ναπολέοντα, ότι ο Ιησούς πρόφερε το όνομά του.
Ιησούς  Ο Ιησούς ήταν ο πρώτος Αμερικανός
Ικανός  Ουκ ειμί ικανός λύσαι τον ιμάντα των υποδημάτων αυτού
Ιούλιος  Διάβασα, κατανόησα, καταδίκασα.
Ιπποκράτης  Το πιο σπουδαίο ανθρώπινο γραπτό: ο όρκος του Ιπποκράτη.
Καίσαρ  Τα του Καίσαρος τῷ Καίσαρι και τα του Θεού τῷ Θεῷ
Καίσαρ  (Απόδοτε) τα του Καίσαρος τω Καίσαρι 
Καίσαρ  Ο Καίσαρας έχει παραπάνω από τον Αλέξανδρο, τον Καρλομάγνο και τον Ναπολέοντα, ότι ο Ιησούς πρόφερε το όνομά του.
Καρλομάγνος  Ο Καίσαρας έχει παραπάνω από τον Αλέξανδρο, τον Καρλομάγνο και τον Ναπολέοντα, ότι ο Ιησούς πρόφερε το όνομά του.
Κέκρωψ  Αίσωπος Ζητών Ερμήν γλύψαι, Κέκροπα έγλυψα.
Κολόμβος  Ο Κολόμβος όταν ξεκίνησε, δεν ήξερε που πήγαινε και όταν έφτασε, δεν ήξερε πού βρισκόταν. Ουίνστον Τσώρτσιλ, 1874-1965, Βρετανός πρωθυπουργός, Νόμπελ 1953
Κρατερός  Ο μεν Ηφαιστίων φιλαλέξανδρος, ο δε Κρατερός φιλοβασιλεύς. Ο μεν Ηφαιστίων είναι φίλος του Αλεξάνδρου, ο δε Κρατερός φίλος του βασιλιά
Κροίσος  Επίκτητος Ουδέ γαρ Μίλων έσομαι και όμως ουκ αμελώ του σώματος. Ουδέ Κροίσος και όμως ουκ αμελώ της κτήσεως. Ουδ' απλώς άλλου τινός της επιμελείας διά την απόγνωσιν των άκρων αφιστάμεθα.
Λαΐς  Λυχνίας σβεσθείσης πάσα γυνή Λαΐς»
Λάμπις  Ιωάννης Στοβαίος Λάμπις ο ναύκληρος ερωτηθείς πώς εκτήσατο τον πλούτον: «Ου χαλεπώς», έφη, «τον μέγαν. Το δε βραχύν επιπόνως».
Λιβύη  Αριστοτέλη Αεὶ Λιβύη φέρει τι καινόν.(κακόν) Πάντα κάτι καινούργιο (κακόν) έρχεται από την Λιβύη (Αφρική).
Λίζα  Η Μόνα Λίζα μοιάζει σαν να ήταν άρρωστη ή σαν να πρόκειται να αρρωστήσει.
Λίλη  Χρειάστηκαν περισσότεροι από ένας άντρες για να μου αλλάξουν το όνομα σε «Σαγκάη Λίλι».
Λουίζος  Αυτά ξεχάστηκαν, ό,τι έγινε έγινε. Πάντως όσο ζω θα υποστηρίζω, ότι ο Λούης δεν μας κατέφθασε, αλλά παρουσιάστηκε ουρανοκατέβατος
Λύση  Η χρήση βίας είναι πολύ κακή λύση για οποιοδήποτε πρόβλημα. Γενικώς, χρησιμοποιείται μόνο από μικρά παιδιά και μεγάλα έθνη.
Λύση  Μια θρησκεία που δεν λαμβάνει υπόψη της πρακτικά ζητήματα και δεν βοηθάει στη λύση τους, δεν είναι θρησκεία.
Λύση  Όταν δουλεύω πάνω σ’ ένα πρόβλημα, δεν ασχολούμαι ποτέ με το αισθητικό μέρος. Σκέφτομαι μόνο πώς θα λύσω το πρόβλημα. Όταν τελειώσω όμως, αν η λύση δεν είναι ωραία, ξέρω ότι είναι λάθος.
Λύση  Για κάθε ανθρώπινο πρόβλημα υπάρχει μια λύση που είναι απλή, ξεκάθαρη και απολύτως λάθος.
Μάρθα  Μάρθα, Μάρθα, μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃς περὶ πολλά,
Μαρλένα  Η Μάρλεν Ντήτριχ έχει ένα όνομα που αρχίζει με ένα χάδι και τελειώνει με ένα χτύπημα μαστιγίου.
Μέλισσα  Όταν το λουλούδι ανθίζει, οι μέλισσες έρχονται απρόσκλητες.
Μέλισσα  Αίσωπος ερωτηθείς τι των ζώων σοφώτατον, «των χρησίμων», έφη, «μέλισσα, των δ’ αχρησίμων αράχνης».
Μελιτεύς  Εμέ δε Άνυτος και Μέλητος αποκτείναι μεν δύνανται, βλάψαι δε ού. Σωκράτης, 469-399 π.Χ., Φιλόσοφος
Μελωδία  Μα να μάθω αυτήν τη μελωδία πριν πεθάνω!
Μίλων  Επίκτητοε Ουδέ γαρ Μίλων έσομαι και όμως ουκ αμελώ του σώματος. Ουδέ Κροίσος και όμως ουκ αμελώ της κτήσεως. Ουδ' απλώς άλλου τινός της επιμελείας διά την απόγνωσιν των άκρων αφιστάμεθα.
Μωυσής  Ο Μωυσής μας έσερνε 40 χρόνια μέσα στην έρημο για να μας φέρει στο μοναδικό σημείο στη Μέση Ανατολή που δεν έχει πετρέλαιο.
Ναπολέων  Ο Καίσαρας έχει παραπάνω από τον Αλέξανδρο, τον Καρλομάγνο και τον Ναπολέοντα, ότι ο Ιησούς πρόφερε το όνομά του.
Ναπολέων  Η παρουσία του Ναπολέοντα στο πεδίο της μάχης ισοδυναμεί με διαφορά 10.000 ανδρών.
Νείλος  Δεν είμαστε πιο ένοχοι όταν ακολουθούμε τα πρωτόγονα ένστικτά μας που μας κυβερνούν, από ό,τι είναι ο Νείλος για τις πλημμύρες του ή η θάλασσα για τα κύματά της.
Νύχτα  Τι είναι τα λεφτά; Ένας άνθρωπος είναι επιτυχημένος αν σηκώνεται το πρωί από το κρεβάτι του και πηγαίνει στο κρεβάτι του τη νύχτα, έχοντας στο ενδιάμεσο κάνει αυτό που θέλει.
Ξανθίππη  Σωκράτης: Εγίγνωσκον ότι βροντώσα Ξανθίππη και βρέξει.
Ξανθίππη  Αλκιβιάδης: Η Ξανθίππη είναι ανυπόφορη όταν βρίζει. Σωκράτης: Εσύ δεν ανέχεσαι την φασαρία που κάνουν οι χήνες σου; Αλκιβιάδης:, Ναι, αλλά μου γεννούν αυγά και πουλάκια. Σωκράτης: Και μένα η Ξανθίππη μου γεννά παιδιά.
Όμηρος  Πλάτων Όμηρος την Ελλάδα επεπαιδεύκει.
Όμηρος  Η Ιλιάδα γράφτηκε είτε από τον Όμηρο είτε από κάποιον άλλον με το ίδιο όνομα!
Όνειρος  Σκιάς όναρ άνθρωπος που σημαίνει "ο άνθρωπος είναι τ’ όνειρο μιας σκιάς"
Οράτιος  Υπάρχουν περισσότερα πράγματα σε ουρανό και γη, Οράτιε, από όσα έχει ονειρευτεί η φιλοσοφία σου
Ουρανός  Τα πετεινά του Ουρανού ου σπείρουσιν ουδέ θερίζουσιν, αλλ' ο πατήρ' ο Ουράνιος τρέφει αυτά! 
Ουρανός  Υπάρχουν περισσότερα πράγματα σε ουρανό και γη, Οράτιε, από όσα έχει ονειρευτεί η φιλοσοφία σου.
Οφηλία  Ξέρουμε τι είμαστε, αλλά δεν ξέρουμε τι θα μπορούσαμε να είμαστε.
Οφηλία  Πριν με ρίξεις υποσχέθηκες να με παντρευτείς.
Πανουργιάς  Ο Αίας φημιζόταν για την δύναμή του και ο Οδυσσέας για την πανουργία του.
Πάρης  Καλύτερα να πεθαίνει κανείς όπως ο Έκτορας στη μάχη, παρά να ζει σαν παρφουμαρισμένος Πάρις βάζοντάς το στα πόδια.
Πάρης  Γυμνήν είδε Πάρις με και Αγχίσης και Άδωνις. Τους τρεις οίδα μόνους. Πραξιτέλης δε πόθεν;
Πειθώ  Ανάγκα και Θεοί πείθονται. Σιμωνίδης ο Κείος, 556-468 π.Χ., Αρχαίος ποιητής & συγγραφέας επιγραμμάτων
Πελαγία  Είσαι σμιχτοφρύδα, μωρή Πελαγιά, θα τον ματιάσεις, άδικο να του λάχει!
Πηνελόπη  Η Πηνελόπη ήταν η τελευταία δοκιμασία του Οδυσσέα στο τέλος του ταξιδιού του.
Πίστις  Πίστει χρήματ' ὄλεσσα (ἔχασα), ἀπιστίῃ δ' ἐσάωσα (ἔσωσα) Ησίοδος - Έργα και ημέραι
Πλάτων  Πλατωνικός έρωτας ίσον μαλακόν παξιμάδιον δια τους μη έχοντας οδόντας.
Πλάτων  Το γράψιμο για τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη ήταν λιγότερο σοφή και σοβαρή ασχολία, η αληθινή σοφία τους όμως, ήταν η ικανότητα να ζούνε απλά και γαλήνια.
Πλάτων  Ο πλατωνικός έρωτας είναι ένα ηφαίστειο χωρίς εκρήξεις.
Πλάτων  Ο Πλάτων ήταν βαρετός.
Πλάτων  Μετά από εικοσιένα αιώνες, δεν βρέθηκε κανένας άνθρωπος με ευφυΐα, βάθος, ποιότητα, πνεύμα και φαντασία σαν του Πλάτωνα —για να μας απελευθερώσει από την κληρονομιά του.
Πλάτων  Από τον Πλάτωνα προέρχονται όλα τα θέματα για τα οποία ακόμα γράφουν και διαφωνούν οι άνθρωποι του πνεύματος.
Πλάτων  Έχω διαβάσει στον Πλάτωνα και στον Κικέρωνα ρήσεις που ήταν σοφές και ωραίες. Αλλά σε κανέναν από αυτούς δεν διάβασα: «έλθετε προς εμέ πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι».
Πλάτων  Ο πιο ακριβής γενικός χαρακτηρισμός για τη Δυτική φιλοσοφική παράδοση είναι ότι αποτελείται από μια σειρά υποσημειώσεων στον Πλάτωνα.
Πλάτων  Πλάτων έφησε (ονόμασε) τον μεν ύπνον ολιγοχρόνιον θάνατον, τον δε θάνατον πολυχρόνιον ύπνον.
Πλούτος  Πλην πλούτου, παντός χρήματος εστι κόρος. Θέογνις, 6ος αιών π.Χ., Αρχαίος Έλληνας ποιητής
Ποσειδών  Ο Βάκχος έπνιξε περισσότερους μες το ποτήρι, παρά ο Ποσειδώνας μες στη θάλασσα. (Τζουζέπε Γκαριμπάλντι)
Ροβέρτος  Ιδού ο Ρομπέν των Δασών της Αριστεράς: Όχι να κλέβει από τους πλούσιους για να πληρώσει τους φτωχούς, αλλά να κλέβει από το μέλλον για να πληρώσει το παρόν
Σίσυφος  Φαντάζομαι πως ο Σίσυφος ήταν ευτυχισμένος.
Σοφία  Ισοκράτης Σοφία μόνον κτημάτων αθάνατον.
Σοφία  Πλάτων Σοφία πάντων κάλλιστον, η δε αμάθεια πάντων κάκιστον.
Σοφία  Ει το τρέφειν πώγωνα δοκείς σοφίαν περιποιείν, και τράγος ευπώγων αίψ’ όλος εστὶ Αν το να έχεις γένεια θεωρείται σοφία, τότε και οι τράγοι θα ήταν σοφοί
Σοφοκλής  Πλάτων Σοφός Σοφοκλής, σοφότερος Ευριπίδης, ανδρών δ’ απάντων Σωκράτης σοφότατος.
Σοφοκλής  Αριστοτέλη Τρεις δε και σκηνογραφίαν Σοφοκλής.
Σοφοκλής  Ο Σοφοκλής εσθίει όψον τω οικέτι αρέσκονται, ο δε Ευριπίδης ότι αυτώ αρέσκει!
Στέργιος  Ο Έλλην στέργει συνήθως να είπη την αλήθειαν, ουχί όμως και να την γράψη.
Στέργιος  Στέργε μεν τα παρόντα, ζήτει δε τα βελτίω.
Σωκράτης  Πλάτων Σωκράτης μαινόμενος.
Σωκράτης  Πλάτων Σοφός Σοφοκλής, σοφότερος Ευριπίδης, ανδρών δ’ απάντων Σωκράτης σοφότατος.
Σώφρων  Το δε σώφρον του ανάνδρου πρόσχημα
Τάρταρος  Ο Τάρταρος τοσούτον από γης διάστημα, όσον απ’ ουρανού γη.
Τριανταφυλλιά  Τι υπάρχει σ’ ένα όνομα; Αυτό που ονομάζουμε τριαντάφυλλο, με οποιοδήποτε άλλο όνομα θα μύριζε εξίσου ωραία
Τύχη  Απελλής ο ζωγράφος ερωτηθείς διά τι την τύχην καθημένην έγραψεν, είπεν: «ότι ουχ έστηκεν».
Φείδων  Πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ουφεισόμεθα της ζωής ημών.
Φιλόκαλος  Ισοκράτης Έσο περί την οικείαν εσθήτα φιλόκαλος αλλά μη καλλωπιστής. Φιλοκάλου μεν γαρ το μεγαλοπρεπές, καλλωπιστού δε το περίεργον.
Χάρις  Μετά την δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις Μένανδρος, 4ος αιών π.Χ., Αρχαίος Έλληνας ποιητής
Χάρων  Αίσωπος Ή Ζευς ή Χάρων.
Χρύσιππος  Ιωάννης Στοβαίος Χρύσιππος ερωτηθείς δια τι ου πολιτεύεται είπε: Διότι ει μεν πονηρά πολιτεύεται, τοις θεοίς απαρέσει· ει δε χρηστά, τοις πολίταις.
Χρυσόστομος  Ο, σατιρικός ποιητής, Χρυσόστομος λένε πως έφαε τη Μεγάλη Παρασκευή αβγά κι από τότες ετιμωρήθηκε κι ελάλησε, όπως ο κόκκορας.
Ψυχή  Οι ρυτίδες του προσώπου ξεκινούν από τις ρυτίδες της ψυχής. Το χαμόγελο είναι το πρώτο βήμα εξολόθρευσης της απαισιοδοξίας και του φόβου
Ψυχή  Το κρασί φέρνει στο φως όλα τα κρυμμένα μυστικά της ψυχής.
Ψυχή  Κρασί: ένα μέσο να μετακινήσεις το βάρος της ψυχής στο σώμα.
Ψυχή  Το αργύριον έστιν αίμα και ψυχή βροτών 
Ρητά
Αγάπη  Αγάπησε τη γλώσσα σου για να καρπίσει ο νους σου
Άγριππος  Ακαρπότερος Ἀγρίππου
Αρετή  Ιδρώτα θέλ’ η αρετή
Άρης  Ξυνόν ανθρώποις Άρης.
Άρης  Αρηϊφάτους θεοί τιμώσι και άνθρωποι
Βάκχος  Sine Cerere et Baccho friget Venus. Χωρίς Δήμητρα και Βάκχο (Διόνυσο), η Αφροδίτη παγώνει
Δανάη  Χρυσός Δανάην έπεισεν εθέλουσαν.
Δίας  Η Αλήθεια είναι θυγατέρα του Δία. Πίνδαρος
Δικαία  Δικαίως κτω
Δίκαιος  Δικαίως κτω
Διογένης  Διογένης τον έρωτα είπε σχολαζόντων ασχολίαν.
Διογένης  Διογένης ερωτηθείς τι των θηρίων κάκιστα δάκνει έφη: των μεν αγρίων συκοφάντης, των δε ημέρων κόλαξ.
Διογένης  Διογένης λοιδορούμενος υπό τινος φαλακρού, έφη: «Σε μεν ουχ υβρίζω, τας δε τρίχας σου επαινώ, ότι κακόν εξέφυγον κρανίον».
Δόξα  Δόξαν δίωκε
Δόξα  Δόξαν μη λείπε
Ελπίδα  Ελπίδα αίνει
Έλπίδιος  Ελπίδα αίνει
Ζωή  Ένα από τα πιο ωραία πράγματα στη ζωή είναι να ξέρει κάποιος να γελά
Ζωή  Βρείτε χρόνο να γελάτε, είναι η μουσική της ζωής
Ζωή  Το γέλιο ομορφαίνει και μακραίνει τη ζωή
Ζωή  Η ζωή είναι σύντομη
Ζωή  Ζωή: Η αέναη ανανέωση της Φύσης
Ηδόνη  Ύψιστον αγαθόν η ηδονή, είτε πνευματική είτε υλική.
Θέος  Έπου Θεώ
Θέος  Θεούς σέβου
Θέος  Την ανάγκη ούτε οι θεοί οι ίδιοι μπορούν να την νικήσουν
Ιούδας  Ότι η φιλία και το φιλί είναι της αυτής ρίζης, το λέγει το λεξικόν, αλλά το υποστηρίζει και η ιστορία με το φίλημα του Ιούδα.
Ιούδας  Αν ήμουν ο Ιησούς, θα είχα σώσει τον Ιούδα.
Κλεόβουλος  Τον δε εχθρόν φίλον ποιείν, ρητό του Κλεόβουλου του Λίνδιου
Κλεόβουλος  Τον δε εχθρόν ευεργετείν
Λυκούργος  Λυκούργος προς τον ειπόντα δια τι Λακεδαιμόνιοι την βραχυλογίαν ασκούσιν, είπεν, «ότι εγγύς εστί του σιγάν». (Διότι εἶναι κοντά στὴν σιωπή)
Λυκούργος  "Λυκούργου λόγον περί της κόμης, ότι τοις μεν καλούς ευπρεπεστέρους ποιεί, τους δε αισχρούς φοβερωτέρους.
Λυκούργος  Λυκούργος ο νομοθέτης το μεν αξιόχρεον των ανθρώπων έφη εν τη ουσία κείσθαι το δε αξιόπιστον εν τοις τρόποις.
Λύση  Η τραγωδία δεν είναι λύση.
Λύση  Η απλούστερη λύση είναι συνήθως και η σωστή. (γνωστό και ως «Η αρχή του Όκαμ»)
Λύση  Ποτέ μη δημιουργείς ένα πρόβλημα αν δεν ξέρεις τη λύση του.
Λύση  Ειδικός είναι αυτός που έχει ένα πρόβλημα για κάθε λύση.
Λύση  Αν ένα πρόβλημα δεν έχει λύση, ίσως δεν είναι πρόβλημα, αλλά ένα δεδομένο που δεν χρειάζεται να λυθεί, αλλά να αντιμετωπισθεί με τον καιρό.
Ουρανός  Άκουε ουρανέ και φρίξον ήλιε 
Πλάτων  Ο Πλάτων είναι η φιλοσοφία και η φιλοσοφία είναι ο Πλάτων.
Πλάτων  Ο Πλάτων βρήκε τη φιλοσοφία φτιαγμένη από τούβλα και την άφησε από χρυσάφι.
Πλάτων  Φίλος μεν Πλάτων, φιλτέρα δ’ αλήθεια.
Πλάτων  Ει το τρέφειν πώγωνα δοκείς σοφίαν περιποιείν, και τράγος ευπώγων αίψ’ όλος εστὶ Πλάτων.
Πυγμαλίων  Σύνδρομο (ή Φαινόμενο) του Πυγμαλίωνα
Πυθαγόρας  Ένα από τα πιο σημαντικά γνωμικά του Πυθαγόρα “Σέβου όρκον.”
Στέργιος  Στέργει γαρ ουδείς άγγελον κακών επών.
Τερψιχόρη  Το τερπνό μετά του ωφελίμου
Τρώας  Τρώων μένος αἰὲν ἀτάσθαλον.
Τυδεύς  Τυδεύς τοι μικρός μεν έην δέμας, αλλά μαχητής.
Φειδίας  Χρόνου φείδου
Φίλια  Φιλία είναι μια ψυχή σε δυο σώματα
Χάρις  Χάριν εκτέλει
Χαρίων  Χάριν εκτέλει
Χείλων  Το λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν
Χείλων  Μηδέν άγαν
Χείλων  Γνώθι σαυτόν
Χείλων  Εγγύα πάρα δ’ άτα
Χείλων  Τα μεν υψηλά ταπεινούν, τα δε ταπεινά υψούν
Φράσεις
Άβα  Η Άβα την Τετάρτη, μας γύρισε την πλάτη
Άβας  Ο Άβας την Τετάρτη, μας γύρισε την πλάτη
Άβδηρος  Ἀβδηριτισμόν ὀφλισκάνεις;
Αβραάμ  Η θυσία του Αβραάμ
Αβραάμ  Σπέρμα Αβραάμ
Αβραάμ  Τ' Αβραάμ τ' αγαθά
Αβραάμ  Τ' Αβραάμ τ' καλά  'Η Τ' Αβραάμ τ' καλά και του Ισαάκ τα κουλουκύθια
Αβραάμ  Ο Θεός να σουδώση του Αβραάμ και του Ισαάκ τ'αγαθά 
Αβραάμ  Κόλποι του Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ
Αβροπέδιλος  Εν τούτῳ πεδίλῳ πόδ' ἔχειν
Αγάθη  Αγαθούς τίμα
Αγάθη  Αρετή την λέν τη στρίγλα
Αγάθη  Αγαθή λαλιά δεν με δίνει
Αγάθη  Είσαι τέλεια Αγαθώ
Αγάθη  Αγαθή Τύχη
Αγάθη  Αγαθή Ελπίδα
Αγάθη  Αγαθή Πρόνοια
Αγαθοκλής  Ξύπνα Αγαθοκλή...κοιμάσαι όρθιος
Αγαθοκλής  Ο Αγαθοκλής ο μερακλής
Αγάθων  Ο αγαθός είναι κουτός 
Αγάθων  Ἀγαθοὺς τίμα
Αγάπη  Αγάπη μου
Αγάπη  Φάε αγάπη ή Φάτε αγάπη
Αγάπη  Φάε αγάπη
Αγάπιος  Είσαι τέλεια Αγάπιος 
Αγαύη  Πίθος των Δαναΐδων
Αγαύη  Φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντες (Από το Λατινικό ‘Timeo Danaos et dona ferentes’)
Άγγελος  Ατζέλου ψυχή παίρνει 
Άγγελος  Μηδ΄ Αγγελής ςτο πέλαγο 
Άγγελος  Άγγελος Κυρίου δεν του το βγάνει 
Άγγελος  Άγγελος πρωτοστάτης!
Αγγλία  Κλάψε Αγγλία τον υπήκοόν σου
Άγις  Ο Άγις την Τετάρτη, μας γύρισε την πλάτη
Αγλαόπη  Πιάσε κατάρτι σαν τον Οδυσσέα και περίμενε να τελειώσουν οι Σειρήνες.
Άγνων  Ο Άγνων την Τετάρτη, μας γύρισε την πλάτη
Άδα  Η Άδα την Τετάρτη, μας γύρισε την πλάτη
Αδάμ  Εξορία του Αδάμ
Αδάμ  Απ` τον Αδάμ καταγόμαστε όλοι.
Αδάμ  (Εν) αδαμιαία περιβολή
Αδάμ  Αδάμ παπαδάμ  ή Αντάμ – παπ' Αντάμ 
Αδάμ  Από του Αδάμ τον καιρό (Από τον καιρό του Αδάμ)
Αδάμ  Συτζιά του Αδάμ
Αδάμ  Ξύλω του Αδάμ
Αδαμάντιος  Δεν είναι βόας, δεν είναι κροταλίας, είναι το φιδάκι ο Διαμαντής.
Άδης  Πάει σαν τον στραβό στον Άδη
Αδιάντη  Φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντες (Από το Λατινικό ‘Timeo Danaos et dona ferentes’)
Αδιάντη  Πίθος των Δαναΐδων
Αδίτη  Πίθος των Δαναΐδων
Αδίτη  Φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντες (Από το Λατινικό ‘Timeo Danaos et dona ferentes’)
Άδμων  Ο Άδμων την Τετάρτη, μας γύρισε την πλάτη
Άδωνις  Σωστός Αδωνις
Άδωνις  Άδωνις, όνομα τζιαι πράμα.
Άδωνις  Αδώνιδος κήποι.
Αεθλία  Αέθλιο μήλο
Αέθλιος  Αέθλιο μήλο
Αέτιος  Μάτι αετού. ή Αετίσιο μάτι
Αθανάσιος  Βάστα Θανάσ' - Μπράβο Θανάσ'!
Αθανάσιος  Τη γάμησε όλο το χωριό, την πήρε ο Θανάσης
Αθανάσιος  Οι γυναίκες, Θανάση μου, έτσι είναι: οι νόμιμες τρελαίνονται για την οικονομία και οι παράνομες για τη σπατάλη.
Αθανάσιος  Αθανασάς ο κλαπαρχίδας
Αθανάσιος  Θανάση γιατί έκοψες το άλφα από μπροστά; για ένα γράμμα χάνεις την αθανασία.
Αθανάσιος  Είναι για τον άη Θανάσ';
Αθανάσιος  Πάμε για τον άη Αθανάσιο;
Αθάνατος  Αθάνατο νερό
Αθηνά  Ψήφος της Αθηνάς
Αθηνά  Το πουλί της Αθηνάς
Αθηνά  Αθήνα, ανθήνα, ανθός του κόσμου
Αθηνά  Γαμώ τη Νανά τη χορεύτρια
Αίας  Αιάντειος γέλως
Αίας  Αλλ’ ημίν Αίας πού ‘στιν;
Αίας  Ο Αίας την Τετάρτη, μας γύρισε την πλάτη
Αίγαγρος  Ανάθεμά τα τα κούτουλα αγρίμια
Αιγεύς  Θα γίνουμε Αιγαίο πέλαγος 
Αίγη  Η Αίγη την Τετάρτη, μας γύρισε την πλάτη
Αίγλη  Η Αίγλη την Τετάρτη, μας γύρισε την πλάτη
Αίγων  Ο Αίγων την Τετάρτη, μας γύρισε την πλάτη
Αιθερία  Αιθέρια ύπαρξη.
Αικατερίνη  Έτερον εκάτερον
Αικατερίνη  Ρήνα μου, Κατερίνα, μη φαρμακώνεσαι, σου δίνω το βοτάνι.
Αικατερίνη  Κατίνα σαλαμάκι
Αικατερίνη  Γαιδούρι Κατιρνιώτικου
Αιμιλία  Είσαι τέλεια Μιλού 
Αιξ  Αίγιες τζαι κουέλλες
Αιξ  Αναγέλασεν η αίγια την κουδέλλαν
Αιξ  Θωρεί με σαν η αίγια το μασαίριν
Αίολος  Ανοίγω τους ασκούς του Αιόλου
Αισχίνη  Αισχύνην σέβου
Αισχίνης  Αἰσχύνην σέβου
Αίσωψ  Μύθοι του Αισώπου
Άκης  Το Άκης πάει με όλα
Άκμων  Μεταξύ σφύρας και άκμονος
Ακραία  Αακραία καιρικά φαινόμενα
Ακραία  Ακραία αθλήματα. Γωστά επίσης σαν 'εξτρίμ σπορ'
Ακταίη  Πίθος των Δαναΐδων
Ακταίη  Φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντες (Από το Λατινικό ‘Timeo Danaos et dona ferentes’)
Αλαμάνος  Σαν αλαμάνος είσαι καημένε! 
Αλαμάνος  Τι κάνεις σαν Αλλαμάνος;
Αλαμάνος  Αλαμανιά
Αλβανή  Γηραιά Αλβιώνα
Αλβανός  Albus dies = ευτυχίσμένη μέρα
Αλβανός  Alba stella = αίσιον άστρον
Αλέκτωρ  Πριν αλέκτορα φωνήσαι
Αλεξάνδρα  Άλεκα τσαί ξάλεκα
Αλέξανδρος  Έγινε Αλέκος
Αλέξανδρος  (Και) Πού' σαι Αλέκο...
Αλέξανδρος  Ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος;
Αλέξανδρος  Όριον έδωσε και πάρ' Αλέξανδρος
Αλέξανδρος  Εμένα με λεν Αλέξανδρο 
Αλεξία  Άλεκα τσαί ξάλεκα 
Αλεξία  Είσαι τέλεια 'Λέξω