|
Αλέξανδρος την Ιλιάδα αρετής εφόδιον ενόμιζε. |
|
Ο Αλέξανδρος, ο υιός του Φιλίππου και οι Έλληνες πλην Λακεδαιμονίων από των βαρβάρων των την Ασίαν κατοικούντων |
|
Ο Αννίβας προ των πυλών
|
|
Εννοίξαν τον απόστολον τσ΄εμίλησεν ο Παύλος βαστάζετε τον κώλο σας τσαί θα τιρντίση ναύλας
|
|
Ο Αράπης από πισω παραμονεύει |
|
Ενθάδι κείται ο μονομάχος Άρειος, ος με της μυίγιαις 'πάλευε πεζός και καβελάριος
|
|
Αριστοτέλης δε φησιν ότι οι μεν υπ’ οίνου μεθυσθέντες επί πρόσωπον φέρονται, οι δε τον κρίθινον πεπωκότες εξυπτιάζονται την κεφαλήν· ο μεν γαρ οίνος καρηβαρικός, ο δε κρίθινος καρωτικός. |
|
Τις δε βίος, τι δε τερπνόν άτερ Χρυσής Αφροδίτης; |
|
Θά του/τής κόψω τό βήχα |
|
Γαμεί η αλιντζαύρα τον λα(γ)όν, γιατ' εν ο γέρακας ποπάνω |
|
Το γεράκ' ψ'λά πετά, μα χαμηλά λογιάζ' |
|
Στου γερακιώνε τσι φωλιές κουνάδια δεν πατούνε |
|
Η μακρά με τον κοντό πάει σαν τον πατασμό, κι ο μακρύς με την κοντή πάει σαν το γιασεμί, κι ότι νά 'ναι ίσα ίσα, πάνε σαν τα κυπαρίσσα
|
|
Ούτε διάκο σ’ είδαμε ούτε πρωτοσύγκελο, και συ δεσπότης έγινες; |
|
Ο Μάρτης βάνει το σκύλο στο δροσό και το γάτη στον πυρόμαχο |
|
Άμε να ζωγραφίσης έναν Άι – Μανώλη |
|
Τσίτα – φούλα και τ' άσπρα πούλα |
|
Οίνος ευφραίνει καρδίαν ανθρώπου |
|
Στις τρεις ημέρες πριν γεννηθεί ο Χριστός μαθεύτηκε πως θα γεννηθεί κι έπιασε ο Ηρώδης κι έσφαξε ούλες τις γκαστρωμένες και τήραγε τα παιδιά που έβγαλε από την κοιλιά τους να ιδεί ποιο είναι ο Χριστός και όταν γεννήθηκε ο Χριστός ούλα τα παιδάκια αναστηθήκανε. |
|
Λες τι εφόρισε τα ράσσα πως δεν είν' ο Θόδωρος
|
|
Τον στραβό τον λέλεκα ο Θεός τον κάνει φωλιά.
|
|
Οι δυο μας να το ξέρουμι κι του χωριού ου κήρυκας |
|
Έχω διαβάσει στον Πλάτωνα και στον Κικέρωνα ρήσεις που ήταν σοφές και ωραίες. Αλλά σε κανέναν από αυτούς δεν διάβασα: «έλθετε προς εμέ πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι». |
|
Αν σου αρέσει μπάρμπα Λάμπρο, ξανά πέρνα από την Άνδρο |
|
Ingenio maximus, arte rudis.
Μέγιστη διάνοια, πρωτόγονη τεχνική. |
|
Μπρος Μαρία και πίσω Γιάννης |
|
Τα θέλει ο Γιάννης τση Μαργιάς, θωρεί η Μαργιά στο Γιάννη |
|
Άλλο πράγμα οι Τουπαμάρος, κι άλλο το μουνί της Μάρως |
|
Ο Μηνάς εμ που μηνά – τους βουνάτους τζαι περνά τζαι τους ασπροζιμπουνάτους σούζει τους τζαι πελεκά τους |
|
Ο τούρτουρος εμύνησεν τ' άι Μηνά πως έρκεται' τζ' αδ δεν έρτη τ' άι Μηνά, τ' άι Φιλίππου δέχτου τον
|
|
Αυτό είναι απ΄ τογ κατακλυσμό του Νώε! |
|
Τους Λαιστρυγόνες και τους Κύκλωπας,
τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,
αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,
Αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.
|
|
Ο Διόνυσος έχει πνίξει περισσότερους ανθρώπους από τον Ποσειδώνα. |
|
Σάρα, μάρα και του Θεού κατάρα |
|
Άγιε Νικόλα βόηθα με, Βαρβάρα μου λυπήσου με και συ καημένε Σπυρίδωνα θυμήσου με.
|
|
Ύστερ' από τόσα χρόνια μ' ένα σμπάρο δυό τρυόνια |
|
Χέστηκε η Φατμέ στο Γενί τζαμί. |
|
Τ' Άη – Μηνός εμήνυσα, τ' Άη – Φιλίππου φίλησα τα βουνά και ζύγωσα, κι' αυτού κοντά τ' Άη Νικολάου φωτοβολώ μονάχο μου! |
|
Είπατε τω βασιλεί, χαμαί πέσε δαίδαλος αυλά.
Ουκέτι Φοίβος έχει καλύβην, ου μάντιδα δάφνην,
ου παγάν λαλέουσαν. Απέσβετο και λάλον ύδωρ.
|
|
|
|
|
Αισχρόν έστι και λέγειν |
|
Αββάς και το ραβδί του |
|
Κακό πόπαθες Αβράμη που σε πήρε το ποτάμι. |
|
Του Αβραάμ και του Ισαάκ τα αγαθά / καλά
|
|
Ξέρει ο Αβράμης τι έχει στον τουρβά (σακίδιο)
|
|
Ξέρει ο Αβράμης τι έχει στον τουρβά |
|
Αγαθούλα, από που φυσάν οι μύλοι; |
|
Αγαθία και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
|
|
Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Αγάθης κουταμάρες |
|
Ολογυρίζ η Αγαθή σα τη πορδή μεσ το βρακί |
|
Καλή σου σπέρα κι΄αγαθή, και μιά κοπέλλα τορνευτή, για να φα να πιή μ΄έσένα , και να κοιμηθή μ΄εμένα |
|
Αγαθή τη λεν, μα δεν τση στέκει τ' όνομα
ή
Αγάθη τήνε λεν μα δεν του μοιάζει τ' όνομα |
|
Όποιος την έβγαλε Αγαθή, το 'καμε για να γελάσει |
|
Αδελφή Αγάθη, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
|
|
Καλόπιασε τον αγαθό να μάθεις τα μυστικά του |
|
Ανέπιασε τον α(γ)αθόν, να πει τα μυστικά του
|
|
Ο αγαθός με τον πονηρόν δε 'μονοιάζουνε
|
|
Πολίτης αγαθός και άδικος δεν γίνεται |
|
Χωρίς αέρα το πουλί, χωρίς νερό το ψάρι, χωρίς αγάπη δε βαστούν κόρη και παλικάρι. |
|
Η αγάπη είναι η πιο γλυκιά τυραννία, γιατί το μαρτύριό της το υποφέρουμε πρόθυμα. |
|
Όποις χάνει στα χαρτιά (τράπουλα) κερδίζει στην αγάπη |
|
Η αγάπη κάνει το χρόνο να περνάει.Ο χρόνος κάνει την αγάπη να περνάει.
|
|
Καινούργια αγάπη πιάνεται, παλιά δε λησμονιέται.
αλλά υπάρχει και
Καινούργια αγάπη χάνεται, παλιά δε λησμονιέται. |
|
Η αγάπη σου είναι ψεύτικη σαν του Απριλιού το χιόνι, πρωί-πρωί απλώνεται, το μεσημέρι λειώνει. |
|
Αν δεν εχεις ότι αγαπάς, αγάπα ό,τι έχεις. |
|
Αγάπη δίχως πείσματα, φαΐ δίχως νοστιμάδα. |
|
Εκεί που σ’ αγαπάνε δεν είναι ποτέ νύχτα.
ή
Εκεί που σ΄αγαπάνε δεν νυχτώνει ποτέ |
|
Η Αγάπη είναι το κλειδί για όλες τις κλειδαριές που ανοίγει τις πύλες της ευτυχίας. |
|
Καλύτερα να είσαι η αγάπη ενός γέρου παρά η σκλάβα ενός νέου. |
|
Κοντακιανός λογαριασμός, παντοτινή αγάπη. |
|
Μήτε νύχτα δίχως μέρα, μήτε νιος δίχως αγάπη |
|
Όποιος θέλει ν’ αγαπήσει, θέλει να χασομερήσει. |
|
Σ’ αγαπώ κυρά να κλάνεις, αλλά μην το παρακάνεις. |
|
Αγάπη δίχως πείσματα δεν έχει νοστιμάδα. |
|
Από μεγάλη αγάπη έρχεται κι ο πικρός πόνος. |
|
Αραμπάς με τα καρούλια…Βάσανα πού ’χει η αγάπη. |
|
Η αγάπη πύργους κυνηγά και κάστρα ρίχνει κάτω.
ή
Η αγάπη πύργους καταλεί και κάστρα ρίχνει κάτω. |
|
Η αγάπη δεν πουλιέται, ούτε αγοράζεται.
|
|
Η αγάπη είναι μια τέχνη και μάλιστα η καλύτερη απ’ όλες τις καλές τέχνες. |
|
Η αγάπη θέλει αγάπη.
|
|
Η αγάπη και το μίσος δεν κρατούν πολύ καιρό.
|
|
Η αγάπη κινεί βουνά. |
|
Η αγάπη ψωμί δε φέρνει.
|
|
Αγαπούλη, από που φυσάν οι μύλοι; |
|
Αγαπουλίνος και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
|
|
Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Αγάπιου κουταμάρες
|
|
Αδελφέ Αγάπιε, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
|
|
Τα μανίκια τς Αλέξαινας και τα κουμπιά τς Αγγέλας |
|
Αγγέλω την λεν, μα δεν τση μοιάζει τ' όνομα
|
|
Καλημέρα (Γεια σου) Αγγέλω, κουκκιά σπέρνω |
|
Αγγέλω τήνε λέν, μά' χει διαόλους μέσα της
|
|
Αγγέλω τήνε λεν, μα τσόχει άρτους και δίπλα |
|
Τον άγγελον ατ αντίδωρον κί δί |
|
Αγγέλω κρένει η μάννα σου, δεν ξέρω τι σε θέλει.. |
|
Αγγέλω την λεν, μα δεν τση μοιάζει τ' όνομα |
|
Τα μανίκια τς Αλέξαινας και τα κουμπιά τς Αγγέλας |
|
Αγγελική φωνή από γαϊδαρου στόμα |
|
Ώσπου να πά' το μήνυμαν τζιαι να 'ρτει το χαπάρι, η Αντζιελού εγέννησεν τζι έκαμεν παλληκάρι. |
|
Δε δίνει στον άγγελο θυμιάμα.
|
|
Στον άγγελό του νερό δεν δίνει!
ή
Δεν δίνει του αγγέλου του νερό. |
|
Κυριακάκης κι' Αγγελής επί των ομοίων τα ήθη |
|
Ο Αγγελάκης πάλι κουβανιέται |
|
Δε δίνει στον άγιο του λιβάνι |
|
Μια (Άλλη) φορά ήμουν άγγελος
Ή
Άλλη φορά ήμουν άγγελος, τώρ' αγγελείζουν (ή αγγελίζουν) άλλοι
Ή
Έναν καιρό 'μουν άγγελος τώρ' αγγελίζουν άλλοι. Στην βρύση που πινα νερό τώρα το πίνουν άλλοι
|
|
Αμ μεν εν τζείνος δαχαμαί εν ο αντζελός του |
|
Αν δεν έτρωγα το χοιρινό εμιλούσα με τζ' αγγέλους
|
|
Απόψε είδα τον αγγελό μου |
|
Σ’ αυτήν που είναι αγνή μπορούμε να ’χουμε εμπιστοσύνη. |
|
Η αγνότητα είναι απροστάτευτη.
|
|
Σ’ αυτόν που είναι αγνός μπορούμε να ’χουμε εμπιστοσύνη. |
|
Η αγνότητα είναι απροστάτευτη.
|
|
Κάμνω τα πικρά γλυκά και τ' άγρια μερωμένα
|
|
Ιστορίες για αγρίους είναι αυτά που μου λες.. |
|
Aκαρπότερος Aγρίππου |
|
Α' δεν έτρωγε ο Αδάμ το ξύλο της γνώσεως, δεν αναγογιόντανε όπως ήταν ολόξορκος |
|
Δεν πρωτοπλάστηκε ο Αδάμ, αλλά βγήκε ένα σκουλήκι και σιγά σιγά έγινε ο άνθρωπος |
|
Ο ιδιοκτήτης στο σπίτι είναι ότι ο Αδάμ στον παράδεισο. |
|
Κι' εγώ από τον Αδάμ γεννήθηκα |
|
Αν εγελάστηκε ως κι ο Αδάμ, είναι που ήταν η Εύα ! |
|
Αν η ομοφυλοφιλία ήταν φυσιολογική, θα έφτιαχνε τον Αδάμ και τον Εύη |
|
Αδάμ’ς αιΐδα ’κι είχ εν και πυτίδα εσέρευεν |
|
Το διαμάντι και στην κοπριά να το ρίξεις πάλι διαμάντι θα είναι.
|
|
Τον αδερφό σου αγάπαγε κι όχι το μερτικό του.
|
|
Μακριά ο αδερφός και σιμά ο γείτονας.
|
|
Που έχει αδερφό καλόγερο, έχει ζευγάρια βόδια.
|
|
Σαν αρχοντήνει ο άνθρωπος θαμπώνεται το φως του και δε γνωρίζει το φτωχό, ας είναι κι αδερφός του
|
|
Oι αδελφοί μαλλώνουσι, και το τσικάλι βράζει |
|
Πώς πάνε οι στραβοί στον Άδη;
Ο ένας κοντά στον άλλονε.
|
|
Εν τω Άδη ουκ έστι μετάνοια,
ή
Ουκ εστί εν τω Άδη μετάνοια. |
|
Άδης στον άδη και βρωμάει και τυρίλιας. |
|
Αετού γήρας κορύδου νεότης.
|
|
Αετός μυίας ου θηρεύει. |
|
Αετός εν νεφέλαις.
|
|
Αετός μυίας ου θηρεύει. |
|
Αετός μυίας ου θηρεύει. |
|
Ούμπαν γάμος και κλητόν κι Αζαρίας με το τζιμπόν’ |
|
Πήρε τον τζίτζικα γι’ αηδόνι. |
|
Αν κελαηδάει ο γάιδαρος, γκαρίζουν τ' αηδόνια. |
|
Παρά αηδόνι στο κλουβί, κάλλιο κουρούνα στο βουνί. |
|
Κοντή γυναίκα πέρδικα, ψηλή καρακαηδόνα. |
|
Όταν λαλούν οι κόρακες, τα αηδόνια φεύγουν.
|
|
Τότε λαλούν τ’ αηδόνια όταν πάψουν τα κοράκια.
|
|
Είπα ‘γω πολλά και σώνει, ας λαλήσει κι άλλο αηδόνι.
|
|
Κόστισε ο κούκος αηδόνι. |
|
Η Άρτα είναι χρυσός μπαξές, κλουβί με πέντ' αηδόνια |
|
Κόψε ξύλο φτιάσε Γιώργο κι από κουτσουκιά Θανάση, αν ρωτήσης και για Γιάννη, ότι ξύλο κόψης, κάνει
|
|
Ένας Θανάης απ' τ' Σαμπατίνα, ένας κουντός μί γένεια
|
|
Ο κόσμος καίγεται κι ο Θανάσης λούζεται
|
|
Βάν' η κόρη στ' όνειρό της άκουρους και κουρεμένους, βάνει κι ο Παπα – Θανάσης ζωντανούς και πεθαμένους
|
|
Ο Θανάσης κ' η Μαριώ γδύσαν ένα λιοτριβείο
|
|
Άι Βαρβάρα βαρβαρώνει, Άη Σάββας σαβανώνει κι Άη Θανάσης παραχώνει. |
|
Λέγε με Θανάση |
|
Ποιος Θανάσης; |
|
Κόψε κέδρο, φτιάξε Αντώνη και από πλάτανο Θανάση, εάν πεις και για το Γιάννη, όποιο ξύλο να ‘ναι κάνει |
|
Τ’ Αγι' Αντωνιού, τ' Αϊ Θανασιού, του βλάχαρου ο Χειμώνας |
|
Τ’ Αγιαντωνιού τ’ Αηθανασιού, ειν’ η καρδιά του Χειμωνιού. |
|
Κόψε ξύλο κάνε Αντώνη κι από πλάτανο Θανάση (ή Μανόλη) κι αν ρωτήσεις και το Γιάννη, ό, τι ξύλο θέλεις (έχεις) κάνει. |
|
Σαν τον Καραθάνο με τη γυάλα |
|
Γάμαε Θόδωρε κούναε Θανάση |
|
Τώρα δ' λευώ για τον άη Θανάσ';
|
|
Άϊ - Αντώνης κι' 'Αϊ- Θανάσης, χέσι μέσα στου σαξί |
|
Θανάσ' πήγε στον κουμπάρο τ' για τυρί. Ου κουμπάρος του είπε το Μάη, κι αυτός πήγε τη μέρα τ' Άϊ – Θανάσ'(18 Ιανουαρίου) και πάγωσι στο χιόν'.
|
|
Ομπρός είμαι γέροντας, οπίσω νεούτσικος, βρέφος σάν τό πουλί τής Αθηνάς – σοβαρό γέρικο ομπρός οπίσω ωρά μικρή, ασκόπουλο
|
|
Σὺν Ἀθηνᾷ καὶ σὺ χεῖρα κίνει
|
|
Κομίζει γλαύκα ες Αθήνας. |
|
Ω Αθήνα πρώτη χώρα, τί γαϊδάρους τρέφεις τώρα;
|
|
Φέρ΄ τήν Αθήνα να κάψωμε την Παραμυθιά |
|
Αθηναίοι και Θηβαίοι και κακοί Μυτηλιναίοι άλλα λένε το βράδυ κι άλλα κάνουν το ταχύ (ή πρωί
|
|
Κάλλια αχινιό στα στήθη σου παρ' Αθηνιό στο σπίτι σου |
|
Οι Αθηναίοι δυό σε δυό περπατούν για να πάρουν συμβουλή |
|
Πέρα από της Αγια Κατερίνης ψωμί σε ξένο μην δίνεις. |
|
Απ’ της Αγια Κατερίνης όξω ζωντανά μην αφήνεις. |
|
Καληνύχτα Κατερίνα τζι' η γαούρα βόσσιει |
|
Καληνύχτα Κατερίνα τζι' ο γάμος ετέλειωσεν |
|
Τση Αγία Κατερίνης ρίχνουνε τσι βαρειές τσι άνκορες! (άγκυρες) |
|
Η αγια Κατερίνα το δανείζεται το νερό |
|
Κατερίνες και Μαργιόλες, γιόμισαν οι στράτες όλες |
|
Όλα τά 'χ' η Κατινίτσα μόν ο φερετζές τής λείπει |
|
Μωρή Ρίνα καί Κατίνα καί Σοφιά και Κατερίνα φέρε μ' τά σαφιά μου καί τά μεταξωτά μου.
Μία έχεις κι είμαι γω.
Ένα τ'όχεις κι είν' ογρό καί κρέμεται στόν καπνό
|
|
Της Αγίας Κατερίνας βασιλεύ' η πούλια
|
|
Η πείνα, πρώτα χτυπά στα γόνατα κι ύστερα στην κατίνα
|
|
Όλα τα ντέρτια, ντέρτια 'ναι, ντέρτι 'ναι και η πείνα πρώτα χτυπά στα γόνατα κι' ύστερα στην κατίνα |
|
Και σκύλινα και κάτινα και αλογινα και πρόβια
|
|
Να με λαλούν Κατίνα τζ ας πεθανίσκω που την πείνα",
ή
Ας με κράζουσιγ Κατίναν τζι' ας λαώννουμαι της πείνας
ή
Να με λέγουνε Κουτίνα κι' ας πεινώ |
|
Μπρός Μαριά καί πίσω 'Ρήνη κι' αξαπίσω Κατερίνη |
|
Εμπρός Ερήνη κι' από πίσω Κατερίνη
|
|
Παντρεύτηκι η Κατερινιώ και παίρνει άντρα γιμιντζή |
|
Σφικτόν κώλον καντινιό τονε θέλει ο πηλός |
|
Αιμιλίτσα, από που φυσάν οι μύλοι;
|
|
Έμιλη και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
|
|
Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Αιμιλίας κουταμάρες
|
|
Αδελφή Αιμιλία, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι. |
|
Ό,τι κάν' η αίγα στο σουμάκι κάνει το σουμάκι στο τομάρι της |
|
Μιά μαμουναρά αίγα χαλά όλο τό κουράδι |
|
Θωρείς εκείνο το βουνί, που το πηδά η αίγα; Πηδά το και το ρίφιον της, γιατ' οι παλιοί το λέγα
|
|
Ένα δεμάτι αίγα και μια σούβλα γάλα
|
|
Ξύσε ξύσ΄ η αίγα ήβγαλε τ΄ ομμάτι της |
|
Ξύσε ξύσε η αίγα ήαλε το τσέρατσο στοκ κώλο της |
|
Ποτζεί π΄ αππήησεν η αίγια εν ν αππηήση τζαί το ρίφιν |
|
Εσ σαν τογ κώλον της αίγιας, που τα κάμνει σαν τα πατερημά
|
|
Ξύσε ξύσ΄ η αίγα ήβγαλε τ΄ ομμάτι της |
|
Ώσπου να κάμη η αίγα μπέ, χάνει μια μπουκιά
|
|
Άμ' αστράψη του Ακάμα ούλα τα νερά δικά μας
|
|
Από ρόδο βγαίνει αγκάθι |
|
Η πείνα κάνει γλυκά ακόμα και τ' αγκάθια] |
|
Κριβός στη στάχτη, φτηνός στ’ αλεύρι
|
|
Ίντα κάνεις Αλεβίζο; Την πιστόλα μου γεμίζω |
|
Ίντα κάνεις Αλεβίζο; Την πιστόλα μου γεμίζω
|
|
Τα κουμπιά της Αλέξεως, ή
Τα κομβία της Αλέξαινας, ή
Τα κουμπιά της Αλέξαινας |
|
(Αυτά είναι) Τα νέα της Αλεξάντρας, |
|
Ο Μεγαλέξανδρος και το καταραμένο φίδι !!! |
|
Το παίζει Αλέκος. |
|
Εἰ μὴ Ἀλέξανδρος ἤμην, Διογένης ἂν ἤμην. |
|
Ο Καίσαρας έχει παραπάνω από τον Αλέξανδρο, τον Καρλομάγνο και τον Ναπολέοντα, ότι ο Ιησούς πρόφερε το όνομά του. |
|
Ο μεν Ηφαιστίων φιλαλέξανδρος, ο δε Κρατερός φιλοβασιλεύς.- Ο μεν Ηφαιστίων είναι φίλος του Αλεξάνδρου, ο δε Κρατερός φίλος του βασιλιά - |
|
Αλέξανδρος ο βασιλιάς, είχε τράγινο εις αυτί
|
|
Ο βασιλιάς Αλέξανδρος, απού 'χε το παλάτι όπου 'φτανε η χέραν του εκρέμα το καλάθι |
|
Πήγα να διαλέξω και πήρα τη γκαβ' Αλέξω
|
|
Σαν πήγα να διαλέξω, πήρα τ' γκαβό 'Λέξω, σαν πήρα αράδ' αράδα πήρα τ' Βιργινάδα |
|
Αδελφή Αλέξια, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
|
|
Αλεξούλα, από που φυσάν οι μύλοι; |
|
Αλέξα και μυαλό, καβούροι με φτερούγες |
|
Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Αλέκας κουταμάρες |
|
Τα μανίκια τς Αλέξαινας και τα κουμπιά τς Αγγέλας |
|
Τα κουμπιά της Αλέξεως
|
|
Μια κυρά κι πέντ' Αλέξου
|
|
Τα κουμπιά της Αλέξαινας
ή
Αυτά είναι τα κουμπιά της Αλέξαινας
ή
Τα κομβία της Αλέξαινας. |
|
Ρέ Αλέξη, κάκνος είσι γιά λελέξι
|
|
Αμ πής Αλέξι το πόδι σου να παίξει και το φτίσ σου να χορέψει |
|
Οι όρνιχες της Κουκουνούς τζαι τ' αβκά του Αλέξη. |
|
Η αλήθεια είναι κουτσή, αλλά φτάνει στην κορφή. |
|
Ἐν οἴνῳ αλήθεια.
. |
|
Αλήθεια χωρίς ψέμα, φαΐ χωρίς αλάτι.
|
|
Από μικρό κι από χαζό (τρελό) μαθαίνεις την αλήθεια.
|
|
Η αλήθεια βασιλεύει και το ψέμα ψέγεται.
|
|
Η αλήθεια είναι πικρή, αλλά πρέπει να λέγεται.
|
|
Η αλήθεια είναι του Θεού και το ψέμα του διαόλου.
|
|
Η αλήθεια έρχεται κι όταν δεν τη ζητήσει κανείς.
|
|
Η αλήθεια θα λάμψει κι ας περάσουν χίλια χρόνια.
|
|
Η αλήθεια και το λάδι πάντα βγαίνουν από πάνω.
|
|
Η γλώσσα λησμονάει και λέει την αλήθεια. |
|
Η κολακεία φέρνει φίλους, η αλήθεια εχθρούς.
|
|
Ο καιρός ξεσκεπάζει την αλήθεια.
|
|
Όποιος λέει την αλήθεια έχει το Θεό βοήθεια.
|
|
Πολλές φορές η αλήθεια έρχεται κι όταν ακόμα δεν τη ζητούμε.
|
|
Την αλήθεια πάντα κράτει και το ψέμα ας έχει αλάτι.
|
|
Το να βλέπω είναι αντίληψη, μα το να αισθάνομαι είναι αλήθεια.
|
|
Το φαρμάκι είναι πικρό στη γλώσσα, η αλήθεια στ’ αυτιά.
|
|
Ο Γενάρης κι αν γεννάται του καλοκαιριού θυμάται. |
|
Χέστηκε η φοράδα στ’ αλώνι |
|
Τo να σαι και παππούς αυτό δεν είναι πράμα,
το να 'χεις μυαλό Αμβρόσιου,
εκείνο είν' το δράμα! |
|
Ιά κάποιοι και 'ια μερικοί ευρέθη κι' η Αμερική
ή
ήτονε κι' η Αμερική |
|
Τ’ αμπέλι θέλει αμπελουργό, το σπίτι νοικοκύρη και το καράβι στο γιαλό θέλει καραβοκύρη. |
|
Η καλή καρδιά φυτεύ' αμπέλι, κ' η κακή το ζερριζώνει |
|
Μ' ανάξιο αμπελουργό τ' αμπέλι δεν προκόβει.
|
|
Σαν το κλάδεμα του αμπελιού |
|
Νερόν τζι αμπέλι, τζι αναρήν με το μέλι |
|
Τ' αμπέλι δεν θέλει προσευχή, τ' αμπέλι θέλει το τσαπί.
|
|
Για να φας αμύγδαλο, πρέπει να το σπάσεις . |
|
Η καλή αμυγδαλιά ανθίζει το Γενάρη και βαστάει τα αμύγδαλα μέχρι τον Αλωνάρη .
|
|
Αν πρώιμα η αμυγδαλιά ανθίσει το Δεκέμβρη , βαρύς χειμώνας κι όψιμος θε να ‘ρθει να μας εύρει .
|
|
Χέρι κάτασπρο κι αφράτο και ποδάρι αμυγδαλάτο. |
|
Ο τεμπέλης δεν τρώει τ’ αμύγδαλα, για να μην τα σπάσει. |
|
Ο Νότος δένει αμύγδαλα, κι' ο κυρ Βοριάς απίδι κι' η συνεβριά τα πωρικά κι' ο εξάνεμος τα μήλα |
|
Η αθασιά, η στρινιαρκά, γεννά που τόγ Γεννάριν |
|
Ο Μπρούσκος το είπε και ο Ανανίας το επικύρωσε |
|
Ώσπου ν’ αλλάξει ο γιορτιλής, σκόλασε η Ανάσταση.
|
|
Λαζαch μαζάch τον Θόδωρον, πρεμέζ την Ναστασίαν |
|
Τρεις στα Γέννα, τρεις στα Φώτα κι έξι στην Ανάσταση. |
|
Ώσπου ν’ αλλάξει ο γιορτιλής, σκόλασε η Ανάσταση. |
|
Αδελφέ Αναστάση, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
|
|
Στάσος και μυαλό, καβούροι με φτερούγες |
|
Άστραψε στην Ανατολή και βρόντηξε στη Δύση. |
|
Κόκκινη ανατολή καλοκαιρία, κόκκινη δύση κακοκαιρία
|
|
Άστραψε στην Ανατολή και βρόντηξε στη Δύση. |
|
Η Αντριάνα επνίετουν μέσα σ' ένα ποτήρι |
|
Οταν έρθ' η γνώση, πάει η ανδρεία
|
|
Νύν εν τω γήρατι επιδείξομαι την ανδρείαν
|
|
Η σοφία νικά (σήμερα) την αντρεία |
|
Όπου δε χωρεί αντρειά έρχεται η πονηριά
|
|
Τ' είν' που φελά η αντρειά, σα λείπ' η φρονιμάδα
|
|
Όταν είναι η αντρειά, λείπ' η γνώση κι όταν έλθ' η γνώση, πάει κ' αντρειά
|
|
Αδελφή Άνδρεα, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
|
|
Αντρούλα, από που φυσάν οι μύλοι;
|
|
Αντρούλα και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
|
|
Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Αντρούλας κουταμάρες |
|
Πόθεν που τ' Αντριά γουμάρα κι του Κώστα πουλαρίνα
|
|
Στσί τριάντα τ' άη αντρία αρχινάει μέρα μία
|
|
Τ' αϊ Ντρικά αντριών η νύχτα |
|
Τον Απρίλη και το Μάη το μουνί φουρομανάει τον Αντριά και το χαμένο χώσ' τον μέσα τον καημένο |
|
Τουν Αντριά κι' του χαλάζ κακό δεν κάν' |
|
Στις τριάντα (30 Νοεμβρίου) τ' Αντριά (Αγίου Ανδρέα) αντρειεύεται το κρύο, τα ζώα και τα σπαρτά |
|
Α' τ'αϊά Δριά κι εκεί πηδά η μέρα, πηδά και του βοσκού η 'υναίκα |
|
Άμα κατσιαρίση ο άις Αντριάς έσει νερά
|
|
Ανδρέαν δεν ετίμησες, Θεόν δεν εφοβήθης
|
|
Αντρέας με τ' αντρειωμένα χιόνια
|
|
Εις τις τριάντα τ' Αντρία, στις έξι του Νικόλα
|
|
Τ' αγιά Αντρέα αντρειούται η μέρα, της αγιάς Άννης ανασαίνει, τ' αΐ Σπυρή παίρνει ένα σπειρύ τ' αΐ Δανιλίου νιώθουντο σ' τα γαϊνσύρια, τ' αϊ Βασιλείου παίρνει μιαν ώρα
|
|
Ο απόστολος Βαρνάβας ανοί(γ)ει τα παντα(γ)ύρκα τζ' ο απόστολος Αντρέας βαδώννει τα
|
|
Στις τριάντα Αϊντριάς, αντριεύετ' ο βοριάς
|
|
Τ’ Αγιαντρεός ο καιρός θεριώνει, χώνει τη γριά στο παραγώνι. |
|
Αης – Ανδρέας έφθασε, το κρύο αγριεύει. |
|
Άδρωπον Αντρίαν, γάαρον σιερκάν τζαι γεναίκαμ Μαρούν έσσω σου μεβ βάλεις. |
|
Απ’ τ’ Απόστολου Αντρέα, αντρειώνει η μέρα. |
|
Άης Αντρέας έφτασε, το κρύο αντρειεύει. |
|
Ο Πελλαντρίκκος με την τζιυλιτούραν |
|
Απ’ τ’ Αγιά Αντρεός και μετά τρύπωσε ο γέρος στα σκουτιά. |
|
Αγιαντρέας φεύγει στο χειμώνα μας παντρεύει.
|
|
Αν βρέχει τ’ Αγιά Αντρεός, θα είναι ο Μάης καυτερός κι αν τ’ Αγια Αντρεός χιονίζει, ο Απρίλης τα σπαρτά μαυρίζει.
|
|
Τ’ Αγιαντρεός θεριεύει ο καιρός. |
|
Τ’ Αγιαντρεός ο καιρός θεριώνει, χώνει τη γριά στο παραγώνι.
|
|
Τ’ Αγιαντρεός, αντρειεύει ο καιρός. |
|
Αντρονίκη, όνομα τζιαι πράμα |
|
Χόρευε, κυρά Ντουντού, κοίταζε και του σπιτιού |
|
Έτσι τάχει το λινάρι, να ανθή τον Αλωνάρη!
|
|
Εύκου του ξένου κήπου ν΄ανθή ο δικός σου
|
|
Δεντρολίβανος ανθεί τσ' ατσιγκάνου την αυλή κι' ανθεί κι' αν ανθή πάλι τσιγκανιές βρωμά
|
|
Αγκάθι δεν είναι που να μην κάνη τ΄άνθη του
|
|
Τ' άνθω πέφτουνε, μα τ΄αγκάθια μένουνε |
|
Θάλασσα, πικροθάλασσα και πικροκυματούσα όλοι σε λένε θάλασσα κι εγώ ανθούσα |
|
Ένας ανθός έαρ ού ποιεί.
|
|
Έτσι τάχει το λινάρι, να ανθή τον Αλωνάρη!
|
|
Εύκου του ξένου κήπου ν΄ανθή ο δικός σου
|
|
Δεντρολίβανος ανθεί τσ' ατσιγκάνου την αυλή κι' ανθεί κι' αν ανθή πάλι τσιγκανιές βρωμά
|
|
Όλα τ΄ άνθη κ΄ η πασχαλίτσα |
|
Αγκάθι δεν είναι που να μην κάνη τ΄άνθη του
|
|
Τ' άνθω πέφτουνε, μα τ΄αγκάθια μένουνε |
|
Η αγάπη δεν είν' ανθός να πέση μόν' είναι βάτος με κλαδιά κι αλίμονο ποιος μπλέξη
|
|
Ατσάλι το αλαλιάς κι' ανθός τση κουταμάρας |
|
Μην το περηφανεύεσαι και μην το κάνης νάζι, γιατ' ο Θεός την ομορφιά σαν άνθος την τινάζει
|
|
Ο κόσμος ειν ένα δενδρί, κ' εμείς είμαστ' ο ανθός του, κι ο χάρος ειν ο τρυγητής που κοβι τον καρπό του
|
|
Ήρθε της Αγίας Άννης κάτσε ήλιε μου να ξανασάνεις
|
|
Της Αγίας Άννης ανασαίν' η μέρα
|
|
Έκαμε ο σκαλτζής (Γλυδής) σκαλτζούνι κι' η Μαγδαληνή τζιπούνι, κι' η Αννούλα μας φουστάνι ω τι σείσιμο που κάνει! |
|
Αλί καϋμένη Αννιό, που του κόπηκε το κοντό |
|
Άγιας Άννης να λογιέσαι και να μη δοξολογιέσαι. |
|
Σήμερα εσηκώσαμε το μωρό της Ανέττας |
|
Απού τσ Αγίας Άννας κι εκεί παίρνει ο νήλιος προς τα βόρεια μέρη και πηδά ο πετεινός και πηδά ο άρνος και πηδά ο βοσκός και πηδά του βοσκού η 'υναίκα |
|
Τ' αγιά Αντρέα αντρειούται η μέρα, της αγιάσ Άννης ανασαίνει, τ' αΐ Σπυρή παίρνει ένα σπειρύ τ' αΐ Δανιλίου νιώθουντο σ' τα γαϊνσύρια, τ' αϊ Βασιλείου παίρνει μιαν ώρα |
|
Άλλοτες ελέανε πως απού τσ' Αγίας Άννας, π' αρχινά η μέρα και μεγαλώνει, παίρνει ο νήλιος προς τα βόρεια μέρη και πηδά ο άρνος και πηδά και του βοσκού η 'υναίκα
|
|
Από τσ' Αγίας Άννας, αξαιν' η μέρα νιά γατοπατησιά
|
|
Απού τσ' Αγίας Άννας παίρνει (αρχίζει) η μέρα και μεγαλώνει κι απού τ' Αη Ιαννιού του Κληδόνου παίρνει (αρχίζει) και μικραίνει
|
|
Τ' αγιά Αντρέα αντρειούται η μέρα, της αγιάσ Άννης ανασαίνει, τ' αΐ Σπυρή παίρνει ένα σπειρύ τ' αΐ Δανιλίου νιώθουντο σ' τα γαϊνσύρια, τ' αϊ Βασιλείου παίρνει μιαν ώρα
|
|
Άγιας Άννης να λογιέσαι και να μη δοξολογιέσαι |
|
Ένας κούκος δε φέρνει την άνοιξη |
|
Περπάτα ελαφρά την άνοιξη. Η Μητέρα Γη είναι έγκυος |
|
Αν δε σπείρεις την Άνοιξη, δε θερίζεις το Καλοκαίρι. |
|
Αν δε σπείρεις την Άνοιξη, σε αργεί το Καλοκαίρι. |
|
Λουλουδάτα τρία πανέρια, η άνοιξη κρατάει στα χέρια. |
|
Μ’ ένα λουλούδι, Άνοιξη δεν έρχεται. |
|
Αντισθένους Ιμάτιον |
|
Είσαι για τον Άγιο-Αντώνη. |
|
Κόψε κέδρο, φτιάξε Αντώνη και από πλάτανο Θανάση, εάν πεις και για το Γιάννη, όποιο ξύλο να ‘ναι κάνει |
|
Τ’ Αγι' Αντωνιού, τ' Αϊ Θανασιού, του βλάχαρου ο Χειμώνας |
|
Τ’ Αγιαντωνιού τ’ Αηθανασιού, ειν’ η καρδιά του Χειμωνιού. |
|
Κόψε κέδρο κάμε Αντώνη, κι από πλάτανο Μανώλη, κι αν ρωτάς και για τον Γιάννη, ό,τι ξύλο κόψεις κάνει. |
|
Κόψε ξύλο κάνε Αντώνη κι από πλάτανο Θανάση (ή Μανόλη) κι αν ρωτήσεις και το Γιάννη, ό, τι ξύλο θέλεις (έχεις) κάνει. |
|
Κόψε ξύλο κάνε Αντώνη κι από πλάτανο Θανάση (ή Μανόλη) κι αν ρωτήσεις και το Γιάννη, ό, τι ξύλο θέλεις (έχεις) κάνει. |
|
Μπρος Μαρία, πισ’ Αντώνης |
|
Μπρος Μαριώ και πίσω Αντώνα |
|
"Είναι η μούλα του Παπάντωνη" |
|
Τ’ Αγι’ Αντωνιού, τ’ Αϊ-Θανασιού, του βλάχαρου ο χειμώνας. |
|
Κόψε κέδρο, φτιάξε Αντώνη και από πλάτανο Θανάση, εάν πεις και για το Γιάννη, όποιο ξύλο να ‘ναι κάνει. |
|
Παντρεύτηκε η Μαρία και πήρε τον Αντώνη με τρύπιο παντελόνι |
|
Τις δεκαεφτά του Γεναριού είναι κυρά τ’ Άγι’ Αντωνιού. |
|
Τ’ Αγιαντωνιού τ’ Αηθανασιού, ειν’ η καρδιά του Χειμωνιού. |
|
Μπρος Μαριώ και πίσω Αντώνα. |
|
Κόψε κέδρο κάμε Αντώνη, κι από πλάτανο Μανώλη, κι αν ρωτάς και για τον Γιάννη, ό,τι ξύλο κόψεις κάνει. |
|
Κόψε ξύλο κάνε Αντώνη κι από πλάτανο Θανάση (ή Μανόλη) κι αν ρωτήσεις και το Γιάννη, ό, τι ξύλο θέλεις (έχεις) κάνει. |
|
Αγάιτα, Αντώνη, κι' ο πουγγος σηκώνει |
|
Γκιόνης σκούζει, Γκιόνης δέρνει, Γκιόνης πάνει κι άγκαλνάει. |
|
Κουρέματα σου σαν τσ' αμπλάς, μια λύρα σαν τ' Αντώνη |
|
Ανήμερα τ' Αγι' – Αντωνιού, μας έπιασε φουρτούνα, ανάμεσα στο πέλαος μαζεύαμε μπαρμπούνια |
|
Και να τον κάψη κι' η φωτιά, του άϊ Αντωνιού η λάβρα |
|
Ως τ' άγι- Αντωνιού παγώνα πάει η τρούλλα του χειμώνα |
|
Ως τ' άγι- Αντωνιού παγώνα πάει η τρούλλα του χειμώνα |
|
Ως τ' αγι - Αντωνιού, τρυγόνα, είν' η γούρια του χειμώνα |
|
Κόψε ξύλο κάμε Αντώνη πάλε ξύλινος ο Αντώνης |
|
Μπρος Μαρία, πισ’ Αντώνης |
|
Πότε σου μημ πιστέησαι ΄ς την τίμια σου γυναίκα μα το κακόν οπόποθεν ο μαύρος Παπαντώνης |
|
Να σε παντρέψουμε Αποστόλη; Εσείς ξέρετε μαστόροι |
|
Δώδεκα Απόστολοι, καθένας με τον πόνο του |
|
Χέσε μέσα Αποστόλη που δεν πήραμε την Πόλη |
|
Απόστολος παρήγορος χασάπικης ειρήνης
|
|
Σε δώδεκα αποστόλους ήταν κι' ένας Ιούδας |
|
Των Αγίων Αποστόλω τα παπούτσα και στο δρόμο |
|
Από δώδεκ' Αποστόλους και πάλιν ο ένας ήβγεν κακός |
|
Απουπόξω μπέλα μπέλα κι' απού μέσα κατσιβέλα
|
|
Από 'πόξω μπέλα μπέλα κι από μέσα δεν εφέλα |
|
Κι η αράχνη για να βγάλει το ψωμί της κάθε μέρα υφαίνει και ξυφαίνει. |
|
Κουκουβάγιες και αράχνες στα αρχοντικά. |
|
Η αράχνη τα μικρά έντομα πιάνει και τα μεγάλα της χαλάνε τον ιστό. |
|
Αν καταλάβω Αράπης να γίνω |
|
Τόν άράπη νά λευκαίνης, τοϋ κουφοϋ νά τυμπανίζης,
τοΰ τυφλοΰ νά δείχνης στράταν, εύκαιρα τόν κόπο χάνεις.
|
|
-Χόρεψ’, Αράπη. -Δεν αδειάζω, αφέντη.
Χόρεψ’ άράπη — δέ μπορ’ άφέντη |
|
Σαν το μαλλί του Αράπη |
|
Αρβανίτη αν κάνεις φίλο, κράτα και κανένα ξύλο. |
|
Την Αργύρω βάλε να στα σάσω |
|
Ο Αργύρης κ΄ η Χρυσούλα, έκαμαν το Φαταούλα
|
|
Του βούλλωσ' ο Αργύρης το στόμα
|
|
Όταν ΄μιλούν οι ιερείς, Αργύρη, μη ΄μιλείς |
|
Στων αμαρτωλώ τη χώρα κι ο Αδραβάνης ’πίσκοπος
|
|
... του Αρείου το απύλωτον στόμα…
|
|
Η κακία πεθαίνει, αλλά η αρετή δεν πεθαίνει |
|
Αρετούσα τηνε λές την πολυειδωμένη
|
|
Αρετούσα τηνε λές την χιλιομουσκεμένη
|
|
Και πούθεμ μπου Ρωτόκριτος, και πούθεμ που Αρετούσα |
|
Είναι πολλά τα λεφτά Άρη…
Ήταν πολλά τα λεφτά, Άρη.
|
|
Η Άρτα είναι χρυσός μπαξές, κλουβί με πέντ' αηδόνια
|
|
Ο Θεός να σε φυλάει από Αγιαννιώτη Τούρκο κι από Αρτινό Χριστιανό
|
|
Αμη αποτάσσει ο Άγι – Αρτέμης κοντάρζα; |
|
Αδελφέ Αρτέμιε, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι. |
|
Αρτεμάκη, από που φυσάν οι μύλοι;
|
|
Αρτέμης και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
|
|
Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Αρτέμη κουταμάρες
|
|
Ένα μύδι κι ένα στρείδι κάνουνε τον Αρχιμήδη |
|
Η καθαριότητα είναι μισή αρχοντιά. |
|
Αν αρτυθείς να φας αρνί κι αν κλέψεις να είν' ασήμι |
|
Ασημένια μου μιλιά, χρυσή μου βουβαμάρα |
|
Η Μάρω μένει στα βουνά κι ο Γιάννος πάει στους κάμπους |
|
Τ' άι Φιλίππου φίλησε κερά Πούλια την δύσι, και συ γλυκιέ Αυγερινέ την νύκτα για να σβύση |
|
Όσο με βόηθηκε η νύχτα και η αυγή, δε με βόηθηκε μήτε μάνα μήτε αδερφή.
|
|
Βοηθάει η νύχτα κι η αυγή σαν να ‘χω μάνα κι αδερφή.
|
|
Αράχνη είδες την αυγή; Σε καλό δε θα σου βγή
|
|
Η νύχτα βγάζει επίσκοπο κι η αυγή μητροπολίτη. |
|
Τ’ Αγιαννιού του Θεριστή, γυρίζει η μέρα κι η αυγή! |
|
Αν δεν δουλέψεις την αυγή, γυμνός θα είσαι τη Λαμπρή. |
|
Τση μελαχρινής η τζιέρα, νόστιμ' είναι κάθε μέρα και τση άσπρης τση μπουχνάτης, μιαν αυγή 'ν' η ομορφιά της |
|
Αν είν' παπάς και λειτουργά, η αυγή θα μας το δείξει. |
|
Μαύρα κι άσπρα σύγνεφα, η αυγή τα ξεχωρίζει |
|
Αύγουστε, καλέ μου μήνα, να 'σουν δυο φορές τον χρόνο.
|
|
Ήρθε ο Αύγουστος, πάρε την κάπα σου.
|
|
Κάθε πράμα στον καιρό του και ο κολιός τον Αύγουστο
|
|
Μακάρι σαν τον Αύγουστο να 'ταν οι μήνες όλοι.
|
|
Πάτησε και ο Αύγουστος, η άκρη του χειμώνα
|
|
Ο Αύγουστος νοικοκυράκος και ο Μάρτης διακονιαράκος.
|
|
Να ’σαι καλά τον Αύγουστο που είναι παχιές οι μύγες. |
|
Αφροδίτη ύν τέθηκε
Θυσίασε γουρούνι στην Αφροδίτη
Αρχαιοελληνική παροιμιακή φράση
|
|
Η Μάρω μένει στα βουνά κι ο Γιάννος πάει στους κάμπους = |
|
Το ξέρει ο Αχμέτ, ο Μεχμέτ, και ο κόσμος όλος. |
|
Πότε νάρθη τω Βαγιώ να δακάσω τον κολιό
|
|
Σήμερά ναι του Βαγιώ τρώνι ψάρια κι κολιό κι ως τεν άλλη Κεριακή τρων το κόκκινο τ' αυγό |
|
Βάγια Βάγια τω Βαγιώ, τρώνε ψάρια και κολιό, ως τεν άλλη Κυριατσή του μαμά κι του τσιτσί |
|
Βάγια βάγια τω βαγιώ, φάε ψάρι τσαί κολοιό, την απάνου Τουριατσή βάλε τ' άσπρο σου βρατσί τσαι να πάης στην εκκλησιά με τα κότσινα αυγά
|
|
Η σοδειά είναι βάλσαμο στα μάτια του γεωργού |
|
Οι φίλοι είναι βάλσαμο στην ψυχή |
|
Απήγανο και βάλσαμο της γης το χαμομήλι. |
|
Από κλωνί βασιλικού κι' από βαλσάμου ρίζα |
|
Δεν τον μέλει τον Γιαννάκη, αν εχάθη το βαμβάκι |
|
Άγιος Νικόλας φώναξε, Βαρβάρα απολογήθη και συ μικρέ Σαββατιανέ φύγε από την μέση. |
|
Τα Νικολοβάρβαρα για βρέχει για χιονίζει |
|
Αν δεν έλθω τ' αγιού Στρατηγού θάρθω τ' άγιου Φιλίππου κι' αν δεν έλθω τ' άγιου Φιλίππου τα Νικολοβάρβαρα με παιδιά μου, με σκυλιά μου
|
|
Βαρβάρα βαρβάρων', Σάββας σαβανών', άη Νικόλας παραχών', άη Γιώργης ξιναχών΄, άη Δημήτρης τα μαζών΄
|
|
Τα Νικολοβάρβαρα και τα βουνά τρομάξαν |
|
Έχει της αγιάς Βαρβάρας τα κλειδιά |
|
Εν η αγία Βαρβαρού |
|
Να πάρη ο διάολος τον πατέρα της αγιάς Βαρβάρας
|
|
Φύγε, φύγε, κατσιφάρα (ομίχλη, καταχνιά) κι έρχεται στ' αγιάς Βαρβάρας
|
|
Βαρβαρίτσι, Νικολίτσι, Σάββα τι ήθελες στη μέση; |
|
Άγια Βαρβάρα μίλησε, κι Αη-Σάββας αποκρίθη, κι άγιος Νικόλας έρχεται στα χιόνια φορτωμένος. |
|
Άγια Βαρβάρα γέννησε, κι Αη-Σάββας το εδέχθη, κι ο Αη-Νικόλας έτρεχε να πάει να το βαφτίσει… |
|
Άγια Βαρβάρα μίλησε, Νικόλας απολογήθη κι εσύ κακόσαββα πού βρέθηκες στη μέση; |
|
Βαρβάρα βαρβαρώνει, Σάββας σαβανώνει, Νικόλας παραχώνει |
|
Η Βαρβάρα βαρβαρώνει, Αϊ-Σάββας σαβανώνει κι ο Αϊ- Νικόλας παραχώνει. |
|
Μπρος πίσω τα Νικολοβάρβαρα βαρύ χειμώνα κάνει. |
|
Απ’ τα Νικολοβάρβαρα αρχίζει ο Χειμώνας. |
|
Άγιε Νικόλα βόηθα με, Βαρβάρα μου λυπήσου με και συ καημένε Σπυρίδωνα θυμήσου με. |
|
Άι Βαρβάρα βαρβαρώνει, Άη Σάββας σαβανώνει κι Άη Θανάσης παραχώνει. |
|
Αγία Βαρβάρα μίλησε κι ο Σάββας απολογήθη: - Μαζώχτε ξύλα κι άχερα και σύρατε τα στο μύλο, τι ο Άγιο Νικόλας έρχεται στα χιόνια φορτωμένος. |
|
Αγία Βαρβάρα φώναξε κι Άγιος Νικόλας απεκρίθη. |
|
Βαρβάρα βαρβαρώνει, Σάββας σαβανώνει, Αϊ Νικόλας παραχώνει. |
|
Μπρος πίσω του Χριστού τα Νικολό – Βάρβαρα. |
|
Άγια Βαρβάρα εγέννησε Σάββα κι' άη Νικόλα |
|
Άε Βαρβάρα φύσα, άε Σάββα βρέξον, άε Νικόλα σόνστσον |
|
Άι Βαρβάρα (γ)έννησε, γι' η Στελιανή το δέχτη, κι άης Νικόλας το 'κουσε, γιατί πά να το βαφτίση |
|
Αγιά Βαρβάρα φώναξε Σάββας απολογήθη, κι άϊς Νικόλας έτρεξε να πα να λειτουργήσει |
|
Αϊ Βαρβάρα βαρβαρίζει κι άϊ Νικόλας χωματίζει |
|
Ο απόστολος Βαρνάβας ανοί(γ)ει τα παντα(γ)ύρκα τζ' ο απόστολος Αντρέας βαδώννει τα
|
|
Ο απόστολος Βαρνάβας ανοίγει τα παναΰρκα, τζ' ο άϊς Μηνάς βαδώννει τα
|
|
Όπου δόξα και μαντίρα, δέξου και την κυρ Βασίλαν
|
|
Όσο βιάζεται η Βάσω, τόσο κόβεται η κλωστή |
|
Όπου γάμος και χαρά, η Βασίλω πρώτη. |
|
Στογ καταραμένον τόπον οι μαϊμούδες βασιλεύκουν
|
|
Γονικόν το παπαδίκι, σόϊ μ πάει το βασιλίκι |
|
Όπου τάβλα και μαντήλα, δέχτου και την κυρ – Βασίλα
|
|
Ο Κοντέλιας πάει στο Βόλο και η Βασίλω ξει τον κώλο. |
|
Ο Βασίλης με τον παπά κι' η παππαδιά με το Βασίλη |
|
Κόψε ξύλο κάμε Γιάννη κι από κουτσουπιά Βασίλη
|
|
Άστραψεν ο Βασιλιάτης τζιαί μουγκάρισεν ο σοιρός ες ει νερά |
|
Κόψε ξύλο φκιάσε Γιώργο, κι απ' αγραγκελωνιά Βασίλη, κι αν ρωτήσης και για Γιάννη ό,τι ξύλο κόψεις, κάνει
|
|
Βασίλη, τίμα τόν παπά — καί σύ παπά ’χε γνώση |
|
Όπου τάβλα και μαντήλι και καλώς τον κυρ Βασίλη |
|
Όσον καιρό θερίζαμε, Βασίλη κυρ Βασίλη, και σαν αποθερίσαμε «Ποιος είσαι, βρε κασίδη; |
|
Αν παντρευτώ και κάνω γιο
και βγάλω τον Βασίλη
Και βγει πάνω στον πλάτανο
να κόψει το σταφύλι
και πέσει...Αχ τον γιο μου τον Βασίλη.
Ή σε συντομία
Τζιαν καμω γιον Βασιλη; |
|
Άγιο Βασίλης έρχεται Γεννάρης ξημερώνει
|
|
Τ' αγιά Αντρέα αντρειούται η μέρα, της αγιάσ Άννης ανασαίνει, τ' αΐ Σπυρή παίρνει ένα σπειρύ τ' αΐ Δανιλίου νιώθουντο σ' τα γαϊνσύρια, τ' αϊ Βασιλείου παίρνει μιαν ώρα |
|
Βασίλ', 'ς σα ξύλα, 'ς σό νερόν, Βασίλ', 'ς σή χαμαιλέτεν
ή
Βασίλ' σα ξύλα, βασίλ' σην χαμελέτεν |
|
Ο Βασίλης με τον παπά κι' η παππαδιά με το Βασίλη |
|
Άγιος Βασίλης έρχιτι απ' τσι Γιαντσαριώτις, δόμ κι μέ τσανάκ' αλγόμ' γες |
|
Ο Βασίλης του τοππάρη είδεν το μουννίν τσ' εχάρη |
|
Ο Βασίλης με τα λόγια, χτίζ' ανώγια τσαι κατώγια
|
|
Σν- Βασίλη με κοφτό – χάνι γιού τ ζες φτωχό
|
|
Σν- Βασίλη με ψητό – χάνι γιού τ ζες αρχόd |
|
Άμντα θαρζείς, πούναι ούλ' μέρες τ' 'Αη-Βασ' λειού;
|
|
Όσό είχε το βουτσί κρασί, Βασίλη και Βασίλη, τώρα που σώθη το κρασί που σε είδα, βρε Βασίλη |
|
Το γύφτο κάναν βασιλιά κι αυτός γύρευε ρείκια. |
|
Από πίσω βρίζουν και το βασιλιά. |
|
Βασιλικός κι αν μαραθεί, την μυρουδιά τη έχει. |
|
Βασιλικός στην πόρτα μας κι εμείς τονε ζητούμε. |
|
Για χάρη του βασιλικού ποτίζεται και η γλάστρα. |
|
Κι εμείς έτσι δεν ήμασταν καλή μου Βεατρίκη; |
|
O κόσμος είναι βενέτικη κρησάρα και τα κοσκινίζει όλα |
|
Αβδέλλ' από Φηγκιά, γιατρός από τη Βενετιά
|
|
Όποιος πουλάει στο σπίτι του πουλάει στη Βενετία
ή
Όποιος πουλεί στην πόρτα του, πουλεί στην Βενετία
|
|
Ντα Μέγαρα, ντα πόλι, ντα Χάσια, ντα Βενετία. Έκαμες το Ληξούρι Βενετία
|
|
Στα είκοσ' είσαι Βενετιά στα τριάντα είσαι χώρα στα σαράντα μάδευκε και στα πενήντα 'φόρα
|
|
Κάλλιον στην ερημιά να ζής με τα θεριά, παρά στη Βενετία με γυναίκαν κακιά
|
|
Πως περνού στη Βενετία με τη πάσα μαριολίαν |
|
Τα μικρά παιδιά είναι πενιτιά και τα μεγάλα (σαν αξίζουν) βενετιά |
|
Παρά παπούτσιμ που τηβ Βενεδκιάν, τζαί ναν 'μαρτζελλωμένον, κάλλιομ που τηγ γειτονιάν, τζαί ναν 'κομμαδκιασμένον
|
|
Στον τόπο σου πουλείς τη Βενεθιά |
|
Βήχα καί συνάχι, χαρά σ' αυτόν πού τάχει |
|
Ο βήχας καί ο έρωτας δεν κρύβονται
|
|
Η πλούτη κι' η νιότη φαίνεται. Τό ξυλόχτενο κι' ο βήχας ακούγεται
|
|
Ο βήχας, ο έρωτας και τα λεφτά (χρήμα, παράς) δεν κρύβονται.
|
|
Τρόπος δέν είναι νά κρυφτή ο βήχας κι' η αγάπη, ιάτ' είναι πράμα φανερό, σάν τό κερί π' ανάφτει
|
|
Αυτή έχει βουλιάξει γι αυτό τη λένε Βιθυνία. |
|
Βίλντα, Γιάννη, τουν Κώστα, κι' άλλους Κώστας δε 'νι |
|
Πιάστηκαν βλαμάδες στα βαγγέλια |
|
Τ’ Άη Βλάση ζευγαρώνουνται ούλα τα πετούμενα κι ο λύκος |
|
Τ' άη Γιαννιού με το μαντήλι, και τση Βλαχερνός με το καλάθι |
|
Όποιος δεν ξέρει να βοηθάει μένει κατάμονος και δυστυχάει. |
|
Όποιος δεν ξέρει να βοηθάει μένει κατάμονος και δυστυχάει. |
|
Τα μαύρα νέφη του βοριά ,τα κόκκινα του νότου,κι εκείνα τα κατάμαυρα του σκύλου του σορόκου. |
|
Γέρο βοριά αρμένιζε και νότο παλληκάρι. |
|
Βουνό με βουνό δεν σμίγει. |
|
Ο βασιλιάς του σπιτιού είναι το βρέφος
|
|
Οι πολλοί μαμίδοι το βρέφος κοτσόν ποίγουν
|
|
Χαρά στο βρέφος π' αγρυπνά, τον γέρο που κοιμάται
|
|
Μυθωδώς λέγεται ότι βρέφος σφίγξαν από τον λαιμού όλον απήγξεν αυτά. |
|
Κουφού καμπάνα κι' αν βροντάς, λολλόν κι' αν θυμιατίζης και μεθυσμένο κι' αν κερνάς, ούλα τα χαραμίζεις |
|
Κάθα πράμα στο τζαιρόν του τζι' η βροντή στον ουρανό |
|
Όλο τον καιρό δεν ήτο (βροχή) και το Μάη εβροντολόγα |
|
Αλλού βροντάνε τα νερά κι αλλού αλέθει ο μύλος |
|
Αλλού χτυπάει το νερό κι αλλού βροντά ο μύλος |
|
Αν δεν αστράψει δε βροντά κι αν δε βροντά δε βρέχει
|
|
Βροντούν όλα τα σίδερα, βροντούν κι οι σακκοράφες. (Βροντά κι η σακοράφα)
|
|
Έχει το θεό της βροντής μέσα του
|
|
Κάθα πράμα στο τζαιρόν του τζι' η βροντή στον ουρανό
|
|
Κοντά βροντή, μακρυά βροχή
μακρυά βροντή, κοντά βροχή -
|
|
Το λάθος, αγαπητέ μου Βρούτε, δεν είναι στ’ αστέρια, αλλά μέσα μας. |
|
Επήρε καιρό σαν του Γαβαλά την πιστόλα |
|
Ατού ο Γαβρίλης |
|
Περπάτα ελαφρά την άνοιξη. Η Μητέρα Γη είναι έγκυος.(Ινδιάνικη παροιμία)
|
|
Το να ακουμπάς τη γη είναι να έχεις αρμονία με τη φύση. .(Ινδιάνικη παροιμία)
|
|
Γαία πυρί μιχθήτω.
|
|
Γαίαν έχει ελαφράν. |
|
Ο Θεός να σε φυλά από τσι γαλανές
|
|
Όσες κουρούνες γαλανές,
τόσες πεθερές καλές
|
|
Γαλανός σαν το λουλάκι
|
|
Μαζί με τη γαρυφαλιά ποτίζεται κι η γλάστρα. |
|
Για της γαρουφαλιάς τουν καϊμό πιν' η γλάστρα του νιαρό |
|
Βρακί δεν έχει ο κώλος μας, γαρίφαλο στ’ αυτί μας. |
|
Σ᾿ είχα γαρούφαλο στ᾿ αυτί, και τώρα σ᾿ έχω αγκάθι. |
|
Κασίδα στην κορφή και γαρούφαλο στ᾿ αυτί. |
|
Με τα γεράκια κάθουμαι τσσι μπούφοι δε φοβάμαι |
|
Ο διάβολος φαίνεται από τας μορφάς φιδιού, μαύρου γερακιού. |
|
Ο διάβολος φαίνεται από τας μορφάς φιδιού, μαύρου γερακιού.
|
|
Κακό γεράκι επέρασε από τη γειτονιά μας
|
|
Γύρα, γύρα το γεράκι ως τα δίχτυα θε να φτάκει
|
|
Κάλλιο τον λαγό παρά την γερακίνα
|
|
Η πρώτη σκλάβα, η δεύτερη κυρά κ΄ η τρίτη γερακίνα, του τρώγει τα μυαλά |
|
Ο γέρος ο Γεράσιμος τζ΄ η ΄ρκά η Παραδείσα
είχαν τα πόθκια στέκοντα τζι ο κώλος τους εφύσαν.
|
|
Αφέντ' άη – Γεράσιμε, μεγάλο 'ν' τ' όνομα σου, φύλλο δε σειέτ' από δεντρί, χωρίς το θέλημά σου
|
|
Εν τζ' εφ φαρράς του Γεράσιμου |
|
Ο άγιος Γεράσιμος ανοίγει τσι γιορτάδες, κι' ο άγιος Χαράλαμπος τσι κλείνει
|
|
Το γέρο δεν τον ρωτούν πού πονεί, αλλά πού δεν πονεί.
|
|
Ο όμορφος νιος κάνει κι όμορφο γέροντα |
|
Γέρου πορδή μην ακούς, λόγο ν’ ακούς. |
|
Θέλει η γριά και παίζει ο γέρος.
|
|
Όπ΄ έχει πλατειά καρδιά, ποτέ του δε γερνάει |
|
Νύν εν τω γήρατι επιδείξομαι την ανδρείαν |
|
Τι έχεις γέρο που χορεύεις; Δε μ' αφήνουν τα δαιμόνια. (Αρκαδία) |
|
Αν θες την ευτυχία σου και γέρος ν' αποθάνης, με τους μεγαλυτέρους σου ποτέ να μην τα βάνης |
|
Του γέρου σκόνταμμα, του χάρου μήνυμα. |
|
Χαρά στο νιο που νοιάζεται, το γέρο που γελάει. |
|
Ζήε γέρο να παθαίνεις
Ζήε γέρο να μαθαίνεις
|
|
Απ’ τ’ Αγιά Αντρεός και μετά τρύπωσε ο γέρος στα σκουτιά. |
|
Έκανε η Γιωργούλα θέλημα. |
|
Αυτά είναι ύδατα κυρά Γιωργούλα!
|
|
Είσαι καμπίσια μικρή Γιωργούλα.
|
|
Καυχιέται η Γιωργούλα μας το ποιος θα τη φιλήσει,
|
|
Άη Γιώργη μου βοήθα να φάνω το πανάκι μου |
|
Αϊ Γιώργην όσον και να ξεπέφτει, πέντ' έξι άγιους ακόμ' αξίζει
ή
Άη Γιώργης κι αν ξεπέσ δέκ άγιους καταπονεί |
|
Του Σταυρού σταύρωσε και δένε, τ' Άη Γιωργιού τσιμάριζε κι αμόλα |
|
Άγι Γιώρην βόγιαθα με. -αμ ανέμιζε και συ τα χέργια σ' κομμάτ' |
|
Άι Γιώργη βοήθαμε σήκω κ΄συ μαγκούφι μου |
|
Άλοον τ' Αγιωργιού (άλοον=άλογον) έντομο λεπτό μεγαλόσωμο (ο μάντις). Είναι 'γκακόν να το σκοτώσης, γιατί θυμώνει ο Άης Γιώργης |
|
Αυτός είναι μπίτι Γιώργος |
|
Βάλλεις τογ Γιωρκήν με τον Άΐγ – Γιώρκην; |
|
Άγι’ Γιώργη μου Αράπη, βάσανα πώχει η αγάπη |
|
Άγις Γεώργις σκορπά τα παιδιά, Άγις Δημήτρις τα μαζώνει κι άγις Νικόλας καλά τα συμμαζόνει |
|
Άδεια π΄έχει ο Γιώργης να πάη στο στρατιωτικό |
|
Άι Γιώργη Σκυριανέ, άι Νικόλα ψαριανέ, Ταξιάρχη Παναρμιώτη και αι Γιάννη Κρανιδιώτη |
|
Άϊ μου Γεώργη μου, βοήθα μου. Μα σειέ και συ τα πόδια σου! |
|
Απού τ' άϊ – Γιωρτζού στο 'ώμα τσ' απού τ' άϊ – Νιτσήτα, τσοίτα |
|
Χαίριτι ο νιος τα νιάτα του κι ου Γιώργους για τις κάλτσες του. |
|
Παρά πορδή έχασ' ο Γιώργης το γάϊδαρο |
|
Ο Άϊς Γιώργης βρακώνει και ξεβρακώνει |
|
Ο άη Γιώργη ο βούργαρος και σκορποφαμελίτης |
|
Ο Άη – Γιώργης τ' αρχινάει κ' η Γαστριτσα τ' αποσώνει |
|
Ξεπέλ' σε 'Εζ Γιώργης τ' αβγό του σο τσαΐρι.
Ξαπόλυσε ο Άι -Γιώργης τ' άλογο του στο λιβάδι |
|
Κόψε ξύλο φτιάσε Γιώργο κι από κουτσουκιά Θανάση, αν ρωτήσης και για Γιάννη, ότι ξύλο κόψης, κάνει |
|
Κόψε ξύλο φκιάσε Γιώργο, κι απ' αγραγκελωνιά Βασίλη, κι αν ρωτήσης και για Γιάννη ό,τι ξύλο κόψεις, κάνει |
|
Κόψε ξύλο φκειάσε Γιώργο |
|
Κουμπάρε; τάχα να ήσαι καλεσμένος τ' Άϊ -Γιωργιού; |
|
Κόσμος σ'τον Αγιώργη και σκυλιά σ' το Κουτσοπόδι |
|
Κόσμος στον άγ' Γεώργη! |
|
Εροματισέμ με ο Άης Γιώρκης |
|
Εν να βάλης ρογ Γεωρκήν με τον άϊν Γεώρκιν; |
|
Εμπήκε ο Γιώργης στο χωριό κι απάντησε το Γιάννο. |
|
Είναι τ' Άϊ – Γιρωργιού και χορεύγη η Γιώργαινα |
|
Είναι ακριβότερα από το σφουγγάτον του Άη Γιώργη |
|
Γιώργου, Γιώργου, Γιωργαρά, παίξι το βιουλί καλά, να χουρέψ' ξ Κουσταντ'νιά μι του Γιώργου τουν ψαρά |
|
Γιώργον είχα, Γιώργον πήρα, Γιώργον έστειλα στα ξύλα |
|
Γιώργον είχα, Γιώργον πήρα και σκατά στο Γιώργο πόχω |
|
Γιώργο Γιάννο γύρευε και Νικολό καρτέρει |
|
Γιώργη, ο σορόκος φουσκώνει! |
|
Βγήτσε καντήλα λάδι ο Γιώργις |
|
Βαρβάρα βαρβάρων', Σάββας σαβανών', άη Νικόλας παραχών', άη Γιώργης ξιναχών΄, άη Δημήτρης τα μαζών΄ |
|
Αυτός είναι σαν εκείνον που καρζών' Άϊ Γεώργη απ' κάτ' απ' τ' άλογο |
|
Χόλιασι ου Γιώργους κι έκαψε τις κάλτσες του.
|
|
Όλοι μιλούν για τ’ άρματα κι ου Γιώργους για τις κάλτσες. |
|
Χαίριτι ο νιος τα νιάτα του κι ου Γιώργους τις κάλτσες του.
|
|
Τουν Γιώργου τουν χάριζαν παλάτια, κι αυτός κάλτσες κοίταζε.
|
|
Ο Αγιώργης τ’ ανοίγει και ο Αϊ Δημήτρης τα κλείνει. |
|
Του Σταυρού κοίτα κι από του Αη –Γιωργιού ξεκοίτα |
|
Απρίλης με τα λελούδια, Μάης με τα χορτάρια. Και του Αη – Γιωργιού να φέξει! |
|
Άη Γιώρκη βοήθαμε τζιαι ‘σου τον πόδα τάρασσε |
|
Ακριβὰ τα σφουγγάτα του αγίου Γεωργίου
ή
Άγια Γιώργε, ακριβά πουλεί τα σφουγγάτα |
|
Απ’ τ’ Αη-Γιωργιού και πέρα, δως του φουστανιού σου αέρα.
ή
Από τ’ Άη-Γιωργιού και πέρα, παίρνουν τα φουστάνια αέρα. |
|
Γιώργο είχα, Γιώργο πήρα κι αν η δόλια μεταχηρέψω πάλι Γιώργο θα γυρέψω |
|
Είπαν το παιδί σου Γιώργο, ξαναβάφτισέ το! |
|
Κάθε μέρα δεν είναι τ’ Αη-Γιωργιού. |
|
Και τ’ Αη-Γιωργιού να φέξει. |
|
Όπου Γιώργος και μάλαμα. |
|
Θες να μάθης τι είν' ο Γιώργης; Δος του ράβδον εις το χέρι |
|
Η λαμπρή καμάρα 'ναι και σκύψε να περάσης τ' άϊ Γιωργιού 'νεν η χαρά σαν έχης να 'γκινιασης |
|
Η λαμπρή είν' καμάρα τσ' ας περνάη, τ' Αγιού Γεωργιού είν' το τέλος, φιάστε τα δραπανάτσια σας, γιατ' έφτατσε το θέρος |
|
Αϊ-Γιώργη μου ακριβός είσαι. |
|
Από τ’ Άϊ Νικήτα κοίτα, από τ’ Άϊ Γιωργιού ξεκοίτα. |
|
Σαράντα ο γιατρός ο Κούκος, σαράντα κι ο Γιώργης ο μπούφος. |
|
Σαμού φήνει τ' άβgο του Έζ Γιώργης σο τσαΐρι, έρτσεται η άνοιξη |
|
Ήντα σε κόφτει που τβ βουν του Γιακουμή. |
|
Ο μακρύς με την κοντή πάνε σαν το γιασεμί, η μακρυά με το κοντό πάνε σαν τον πειρασμό κι απού είναι ίσια σαν τα κυπαρίσσια
|
|
Στες είκοσι γαρύφαλλο, και εις τες τριάντα βιόλα και εις τες σαράντα γιασεμί και στους πενήντα 'μόλα
|
|
Ας με λένε Γιωργοδήμα κι ας πεθαίνω από την πείνα! |
|
Πικρόν του στομάτου, γλυκόν της καρδιάς |
|
Κάλλιο λάχανα με γλύκα, παρά ζάχαρι με πίκρα |
|
Μη βλέπης την άσσημη μου μούρη μόνον το καλό μου γούρι |
|
Όσο βιάζεται η γριά, τόσο κόβεται η κλωστή. |
|
Ο κόσμος και το εμπόριο γραμματική δεν έχει |
|
Γραμματικέ που δίδασκες και νόμο δεν εκράτεις. |
|
Γάιδαρος είν' ο γάιδαρος, αν εφορεί και σέλλα, κ' η γριά κι αν εμορφίζεται, δεν γίνεται κοπέλα. (Κεφαλονίτικη)
|
|
Είπαν της γριάς να χέσει, κι αυτή ξεκωλιάστηκε. |
|
Πες, πες το κοπέλι κάνει τη γριά και θέλει. |
|
Η γριά το μεσοχείμωνο, πεπόνια αναζητάει
|
|
Τ’ Αγιαντρεός ο καιρός θεριώνει, χώνει τη γριά στο παραγώνι. |
|
Πέρασε του Αϊ – Δημητράκη, άναψε γριά το τζάκι. |
|
Η γριά Νέτζω χάλευε τον Δεκέμβρη μήνα κεράσια. |
|
Εγληγόρεψ' η Γληγόρω σίντας είδε την κομμάτα!
|
|
Του Μελέτη τη γεναίκα ο Γρηγόρης τηνε πήρε
|
|
Ο Μελέτης εμελέτα κι ο Γρηγόρης εγρηγόρα |
|
Το γλήορον και το καλόν ΄εν παν μαζίν τα δκυό τους. |
|
Ε Μελέτης εμελέτα, τσ' ε Γληγόρης επαντρεύτη
|
|
Θα σε πιάση ο γέρω Γληγόρης με τη λαγούσα του |
|
Ο Μελέτης εμελέταν τζι ο Γληόρης επελέκαν. |
|
Ο Γρηγόρης εγρηγόρει κι ο Μελέτης εμελέτα, κι ο Γρηγόρης τηνε πήρε του Μελέτη τη γυναίκα. |
|
Ήθος ανθρώπω δαίμων.
|
|
Είναι φτούνη 'φτου μια κακούργα Δαλιδά! |
|
Μωρή κακούργα, Δαλιδά, άει στο διάλο, μωρή! |
|
Τα κανόνισε, λοιπόν, η Δαλιδά κι είχε πράγματι μια ανιψιά ξεγυρισμένη και κόμματο αλλιώτικο.
|
|
Άγουρα δαμάσκηνα και πικρές ελιές. |
|
Τον έφεραν από τον Κοσμά και το Δαμιανό |
|
Αγέρας και γυναίκα δεν κλειδώνονται.
|
|
Φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντας.
Βιργίλιος, 70-19 π.Χ., Λατίνος ποιητής |
|
Ούλοι οι Άγιοι σαν την Δέσποινα είναι; |
|
Στον πορισμένο τον καιρό, δυστυχισμένη χώρα, εγώ η Μάρω δέσποινα και ο Γιάννης Θεολόγος |
|
Εγώ η Μάρω, Δέσποινα κι' ο Γιάννης, θεολόγος |
|
Ούλοι οι άγιοι δεν είναι σαν τη Δέσποινα
|
|
Παναγία μου Δεσποινα μου στραβοκούφανε τομ παπά μου |
|
Σε τούτη την περίσταση στον οργισμένο τόπο, έγιν' η Κούτσω δέσποινα, κι ο Γιάννης θεολόγος |
|
Όσα να τς δώκς η Δέσπω δε σ' λει κ' πολλά έτη
|
|
Αλλού με τρίβεις Δέσποινα, κι αλλού εγώ πονάω.
|
|
Σ’ τον μπιρισμένο τον καιρό δυστυχισμένη χώρα, εγώ η Μάρω Δέσποινα κι ο Γιάννης Θελόγος |
|
Ας με λένε δεσποτίνα κι' ας πεθνήσκω πε τη πείνα |
|
Οποία η δέσποινα, τοίαι και αι θεραπαινίδες. |
|
Φοβήθηκε ο παπάς τον Νοέμβρη και ο Δεσπότης τον Φλεβάρη. |
|
Άλλου μέ τρίβεις, δέσποτα, κι άλλοϋ ’χω ’γώ τόν πόνο |
|
Κάθε πρώτη του μηνός, για δεσπότης, για φανός.
|
|
Αν ήταν καλή η δουλειά, θα δούλευε κι ο Δεσπότης. |
|
Σαν θέλει η μοίρα, ο μυλωνάς γίνεται και δεσπότης. |
|
Καλά είν’ τα φαρδομάνικα, μα είν’ για δεσποτάδες. |
|
Και στο δήμαρχο να πας, γαϊδουρινή θα τηνε φας! |
|
Οι βλάχοι γίναν δήμαρχοι κι οι γύφτοι καπετάνιοι. |
|
Δημητρούλα μου γειά σου πάρτα όλα δικά σου. |
|
Όλα τα μάτια άγιο Δημήτριο δεν βλέπουνε |
|
Την μέρα του Αγίου Δημητρίου ο χειμώνας σκαρφαλώνει στο φράχτη. |
|
Ο μπαρμπα-Δημήτρης τινάζει τα άσπρα γένια του και πέφτει το πρώτο χιόνι |
|
Πούστης τον πούστη αγαπά, πουτάνα τη πουτάνα, κι ο Μήτσος ο κωλομπαράς τους παίρνει όλους σβάρνα. |
|
Τ’ άη – Δημητριού, τι είσαι ‘σύ και τι ‘μαι εγώ λέει το νιο κρασί στο παλιό. |
|
Τον τρυγητή ξερόκανε τον Άγιο-Δημήτρη λασπόκανε. |
|
Τ’ Αϊ – Δημητριού, μικρό καλοκαιράκι, κράτα το πουκάμισο και πέτα το σακάκι. |
|
Πέρασε του Αϊ – Δημητράκη, άναψε γριά το τζάκι. |
|
Ο Αγιώργης τ’ ανοίγει και ο Αϊ Δημήτρης τα κλείνει. |
|
Άγιος Δημήτρης έρχεται (έφτασε) στα χιόνια φορτωμένος.
|
|
Έκαμε κι ο Νιόνιος βάρκα κι όλη μέρα τηνε καλαφάτιζε |
|
Αη-Δημητράκη, μικρό καλοκαιράκι. |
|
Τα έκαναν τάτσι μίτσι κότσι, και σε συντόμευση 'Τα τακιμιάσανε" |
|
Άγιο Δημήτρη το σπυρί σου ως του Αγίου Πλατάνου
|
|
Θαν το φας και θα ειπείς και το Δήμο λεβέντη!
|
|
Τα θρέφ' ο δήμος λοιμόν φοβούνται; |
|
Βούλευμα μεν το Δίον, Ηφαίστου δε χειρ.
Αισχύλος, 525-456 π.Χ., Αρχαίος τραγικός ποιητής (Προμηθεύς Δεσμώτης)
(για τα δεσμά του Προμηθέα) |
|
Αεί γαρ πίπτουσιν εύ οι Διός κύβοι.
Σοφοκλής |
|
Εἰ μὴ Ἀλέξανδρος ἤμην, Διογένης ἂν ἤμην.
(Αν δεν ήμουν ο Αλέξανδρος, θα 'θελα να 'μουν ο Διογένης) |
|
Αν σου κάτσει η Μαρία, τύφλα να’ χει ο Διονύσης. |
|
Από τ' Άγιου - Διονυσίου και πέρα μπαίνει η οργή στη θάλασσα |
|
Μη ζητάς τή δόξα περισσότερο από την ευτυχία!
|
|
Μόνε δεις τή Δόξα μ', μή φοβάσαι! |
|
Νειάτα και κάλλη φτείρουνται και πλούτος μπατταλεύγει, μόνο μιά δόξα και τιμή στό κόσμο βασιλεύκει
|
|
Όταν έρθ' η δόξα, χάνεται το μνημονικό
|
|
Οι δόξες είναι αστραπές πού φέγγου μά πετούσι κ' εις ανοιγοσφάλισμα των ομματιώ σκορπούσι
|
|
Πάντα όσ' άν ποιήτε εις δόξαν Χριστού καλώς ποιείτε
|
|
Πολλοί τον πλούτον εμίσησαν την δόξαν ουδείς
|
|
Ποτέ ανθισμένος δρόμος δεν οδηγεί στή δόξα
|
|
Ουδέν κτήμα σεμνότερον της δόξας, πλήν μόνης της αρετής. Πάντων δ' ευτυχέστατος είναι ο αμφοτέρας ταύτας κατέχων
|
|
Ως πού να πή δόξα Πατρό, πέφτ' η πέτρα κί τόνε βαρεί |
|
Δόξα από βραδύ κάπα κρέμα στό μαντρί |
|
Δόξα νάχεις τρυγητή μου που ‘δα τρίχα στο μουνί μου. |
|
Δόξα να ’χεις Αγιάννη μου Θεριστή, που ’δα την πούτσα μου ορθή! |
|
Ιδού δόξης στάδιον λαμπρόν. |
|
Ο πλούσιος έχει την τιμή, ο πλούσιος και τη δόξα. |
|
Αγεράσης τσ' ά-χ-χαλάσης, την καλήν τή-δ-δόξα θάσης
|
|
Η κυρά έχει το σπίτι και η δούλα το κλειδί |
|
Η κυρά έχει τον άντρα και η δούλα τα κλειδιά! |
|
Αφέντες και δούλοι ένα γίναμε ούλοι. |
|
Να δουλεύεις σαν το δούλο και να τρως σαν τον αφέντη. |
|
Έκλασεν ο δράκος τζ' έκαμα εγιώ αγγόνιν |
|
Μέθ θωρείς την οσσιάσ σου έτσι μηαλήτζ' τζαί νομίζης, πως είσαι δράκος |
|
Έκλασεν ο δράκος, τζ' έβκαλεφ φωνήν
|
|
Ο δράκος βρίσκει λέσα πεθαμέν ανθρώπ' ξεχών' έτρωε.
|
|
Δράκου ρίζα νάχη (δε γλυτώνη) η κωκλή
|
|
Από τσου ξένους δροσιά, κι από τσου δικούς φωτιά
|
|
Όποιος τσοιμάται στη δροσιά τσαί στη δροσοπεζούλα κακοχειμώνα τημ περνά η έρημη του γούλα |
|
Άντρα μου, καλάντρα μου, τρώς κρομμύδι, τρώς δροσιά, τρώω κι' εγώ τ' αυτγά με το πολύν πολύν πιπέριν και καίεται η καρδιά μου
|
|
Από κρυφοθέρμη περίμενε να σου δώση δροσιά |
|
Ο Μάης ρίχνει τη δροσιά, Απρίλης τα λουλούδια
|
|
Ο Θεός με τον πάγο δροσίζει και με την δροσιά καίγει
|
|
Κατακαϊμένε άνθρωπε σαν πόντικας γεννιέσαι, σαν λοντάρι θρέφεσαι, σαν τη δροσιά χαλειέσαι |
|
Όποιος δεν επερπάτησε τη νύχτα με φαγγάρι και την αυγή με τη δροσιά τον κόσμο δεν εχάρη |
|
Οι όψιμες θέλουν βροχές κι οι πρώιμες δροσούλες.
|
|
Τ’ Αγιαννιού του Ριγανά, θέλουν τα μνιά δροσιά!
|
|
Τρώω βούτυρο κι' αυγά, μου έφαγαν την καρδιά. Τρώω κρεμμύδια, τρώω δροσιά
|
|
Τα σύκα θέλουνε δροσιά και τα κεράσια κάψα
|
|
Άλλο δεν έψησε την Οσία Μαρία, παρά η δροσιά του Μαγιού
|
|
Ανάρια τα κλωνάρια του κουνάει ο γερο-πεύκος,
και πίνει και ρουφάει δροσιά κι αχολογάει και τρίζει
|
|
Ήμεις οι ζέν ιδώ ήμαστι σαν τ' δροσούλα στου κλαράκ' |
|
Αυτός είναι ανιδρόσγους παπάς πουτέ δεν είδαμι τ' δρουσιά τ'
|
|
Άστραψε στην Ανατολή και βρόντηξε στη Δύση. |
|
Το δώρον θέλει αντίδωρον |
|
Φόβου τους Δαναούς και δώρα φέροντας
|
|
Και το δώρο, για μια θύμησ' είναι
|
|
Μερικών ανθρώπων κ' η αποδωρά των είναι φαρμάκι
|
|
Πέντι παραδιού δώρου η χαρά τ' είνι μιγάλ'
|
|
Το δώρο έχει αντίδωρο. |
|
Δώρο αν είναι και μικρό, μεγάλη χάρη έχει. |
|
Εχθρών άδωρα δώρα ούκ ονήσιμα |
|
Κάλλια χόρτα με ειρήνη, παρά ψάρια με τη γκρίνη
|
|
Χόρευγε Μαριά και Ρήνη χόρευγε κ’ εσύ Φροσύνη |
|
Μωρή Ρίνα καί Κατίνα καί Σοφιά και Καταιρίνα φέρε μ' τά σαφιά μου καί τά μεταξωτά μου. - Μία έχεις κι είμαι γω. Ένα τ'όχεις κι είν' ογρό καί κρέμεται στόν καπνό
|
|
Απόστολος παρήγορος χασάπικης ειρήνης |
|
Ζήσε εν ειρήνη γιά νά τρώς ψωμί γλυκό!
|
|
Κάλλια ρίγανη κ' ειρήνια πέρι ζάχαρη καί γκρίνια |
|
Κάλλιο ξερό ψωμί μέ ειρήνη, παρά μάγγανα μέ μέλι
|
|
Όποιος ζεί μέ ειρήνη, κοιμάται αναπαυμένος!
|
|
Ρήνεια μόνοια,νά σκάσουν τά δαιμόνια |
|
Ρήνα, Ρήνα κυρά Ρήνα, πάρ' τον Καλογιάννο άντρα |
|
Κάλλιο λάχανο και ΄ρήνια πάρα ζάχαρι και γκρίνια |
|
Ελένη Μπιρμπιλόχαρτη και ούγια λευκαμένη! |
|
Και η Ελενιώ τον άντρα της με τους πραματευτάδες
|
|
Της Πηνελόπης ο αργαλειός βελόνι της Ελένης |
|
Της Ελένης το βρακί, κρέμεται στο μπογιατσή, κάνει πάνω κάνει κάτω, όλο τσιρλιτό γεμάτο |
|
Λεν την λεν την λεν και Λέν' με λεν σου λέω, δεν σου λέγω πως με λεν |
|
Για τ' ατήν την Ελενίτσαν, για τ' ατήν αντρώς κ ευρέθεν και καρσάν κ' επελεκέθεν |
|
Άγια Λένη να λογιέσαι και να μή δοξολογιέσαι |
|
Ένδοθι την Εκάβην, έκτοθι την Ελένην |
|
Η Κοντύλω με την Λένη |
|
Έσιει κυράς Ελένης που το πωρνόν; Σφίξε τα ξεβλοράμματα. Έσιει το δείλις; Κόψε τα ζεβλοράμματα |
|
Εν το κουτσόν της αγίας Ελένης |
|
Κυρά Σελένη το βράδυ, βάλε σπόρο στο σακκί. Κυρά Σελένη το πωρνό, βάλε ρόβιν των βωδιών |
|
Ελεύτερος καί λεύτερη μαντήλι διπλωμένο
|
|
Η ζάχαρ' είναι ζάχαρη, τό μέλι είναι μέλι, δέν είν' ελεύθερος κανείς νά κάνη ό,τι θέλει!
|
|
Λευτεριά για να (μ') ορίζεις, λευτεριά για να με γδύσεις
|
|
Τη λευτεριά του ο άνθρωπος σα χάσει τι του μένει;
|
|
Λευτεριά να κλέφτουμε, και να μη μάς πιάνουνε! |
|
Λευτεριά για να (μ') ορίζεις, λευτεριά για να με γδύσεις
|
|
Λευτεριά θα πει να μη με βλάβης, και όχι να μπορείς να κάνης τσ' όρεξαίς σου
|
|
Λευτεριά θα πει, να κάνεις τη δουλειά σου!
|
|
Λευτεριά και να με δέρνουν, χέζω μεσ' στη λευτεριά του
|
|
Λευτεριά και να με πεινάνε, χέζω μεσ' στη λευτεριά μου
|
|
Τη λευτεριά του ο άνθρωπος σα χάσει τι του μένει;
|
|
Άϊ μου Λευτέρη άρτο και διπλέρι |
|
Άϊ μου Λευτέρη άρτο και διωλέρι |
|
Χα ο Λεφτέρτς, και πασιά λέγωσε 'πέατον Λεφτέρ |
|
Όποιος βόσκεται μ’ ελπίδας, αποθαίνει και της πείνας.
|
|
Πάμε στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα. |
|
Η ελπίδα είναι το ψωμί των φτωχών
|
|
Ο ζευγίτης κάθε χρόνο έχ’ ελπίδα να πλουτίσει”
|
|
Όσο υπάρχει ζωή, υπάρχει ελπίδα |
|
Μα η ελπίδα μιας άνοιξης ζεί και μέσα στην καρδιά του χειμώνα. |
|
Η μέρα που ο Θεός δημιούργησε την ελπίδα ήταν πιθανότατα η ίδια μέρα που δημιούργησε την Άνοιξη. |
|
Η ελπίδα είναι καλό πρόγευμα αλλά κακό δείπνο. |
|
Η ψεύτικη ελπίδα σκοτώνει πιο γρήγορα από την πικρή αλήθεια. |
|
Οι δυνατοί έχουν θέληση και οι αδύναμοι έχουν ελπίδα. |
|
Την ελπίδα ούτε η φωθκιά την κρούζει μήτε το νερόν την πνίει
|
|
Η ελπίδα είν' ως αστραπή πού ωσάν τήν διής εχάθη, τό πόδι της οπού βαλε ποτέ τής δέν εστάθη
|
|
Υπομονή Μανόλη, σαν υπομένουν όλοι. |
|
Με γεια Μανώλη την καμιτζόλα εφτά δραχμές είχε με χάτριζια μ' όλα |
|
Ξυπασμός, μωρέ Μανώλη |
|
Κατά το μαστρο Μανώλη και τα κοπέλια του
|
|
Όρτσα Μανώλης πόντσα Μιχάλης
|
|
Το είπε κι' ο κυρ Μανώλης! |
|
Κάνω 'γω κι ας είναι σκόλ' για να ντύσου του Μανώλ' ...
(σε μερικές περιπτώσεις συμπληρώνεται με)
...π' ο φορεί καθόλ' βρακί, |
|
Έκαμα τουν του Μανώλ' τσι βρακουζώνι |
|
Θάμμασμα, μαρέ Μανώλ' σ' ένα κλήμα δυό σταφύλια |
|
Θύμωσε (Άλλαξε) ο Μανωλιός κι έβαλε τα ρούχα (βρακί, σκούφια, κάπα) του αλλιώς |
|
Ο Μανώλης με τα λόγια, χτίζει ανώγεια και κατώγεια. (κι εκατό παραθυράκια)...
Ο Μανώλης με τα λόγια χτίζει ανώγια και κατώγια, κι αν τα λες και δεν τα κάνεις την υπόληψή σου χάνεις |
|
Κόψε ξύλο κάνε Αντώνη κι από πλάτανο Θανάση (ή Μανόλη) κι αν ρωτήσεις και το Γιάννη, ό, τι ξύλο θέλεις (έχεις) κάνει. |
|
Κόψε κέδρο (ξύλο, πρίνο) κάμε Αντώνη, κι από πλάτανο (κερασιά, κουμαργιά) Μανώλη (Θανάση), κι αν ρωτάς και για τον Γιάννη, ό,τι ξύλο κόψεις κάνει, και αν πεις και για Νικόλα, κάμνουνε τα ξύλα όλα |
|
Άλλαξεν η χήνα τα 'εβαλ' οδ' εκείνα, άλλαξεν η πάπια κι' έβαλε τα σάπια, άλλαξε κι' ο Μαγαλιός κι' έβαλε την κάππα αλλεώς |
|
Έσέ τα λέω, Μανώλη, για να τ' ακούνε όλοι
|
|
Α λαλήσ' κι' α δε λαλήσ' κ'δούνια τάχ' η Μανωλής |
|
Θα γίνη του Κουτρούλ' το πανηγύρι και του Μανώλ' ο γάμος
|
|
Μανουελίτσα, από που φυσάν οι μύλοι;
|
|
Μανουέλλα και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
|
|
Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Μανουέλλας κουταμάρες |
|
Αδελφή Εμμανουέλλα, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι. |
|
Η φήμη κάνει τον άνθρωπον ξακουσμένον |
|
Θεωρία επισκόπου και καρδία μυλωνά |
|
Η νύχτα βγάζει επίσκοπο κι η αυγή μητροπολίτη. |
|
Άδε νουν για πίσκοπον! |
|
Α δεν ορίζη ο πίσκοπος, ποιος διάολος ειν' που ορίζει; |
|
Όπου τοβ Βάτον, βάδωννε
όπου μητέραν, φεύκε,
τζ’ όπου τομ πελλοπίφανον
μπήε τη στύπαν μέσα
(Κύπρος)
|
|
Αδελφή Εριφύλη, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
|
|
Εριφυλίτσα, από που φυσάν οι μύλοι;
|
|
Εριφύλη και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
|
|
Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Εριφύλης κουταμάρες = Ειρωνικά
|
|
Αν σμίξουν τα Δεματορά με το καϊμένο Ρίφι, τότες θενα συγκάνουνε η πεθερά κι η νύφη |
|
Η Μάρω μένει στα βουνά κι ο Γιάννος πάει στους κάμπους |
|
Πέφτει βροχή – παντρεύοντ' οι φτωχοί. Πέφτει ψιχάλα – παντρεύετ' η δασκάλα. Πέφτει χιόνι – παντρεύετ' η Ερμιόνη (ή και το μάρμαρο παγώνει) |
|
Απ' ατου άϊ (γι)άννυ τ' άϊ Αρμογενιού |
|
Ο βήχας, ο έρωτας και ο παράς (τα λεφτά) δεν κρύβονται. |
|
Και πούθεμ μπου Ρωτόκριτος, και πούθεμ που Αρετούσα |
|
Γαμώ το μουνί της Εύας |
|
Αν εγελάστηκε ως κι ο Αδάμ, είναι που ήταν η Εύα ! |
|
Τζείνα πόσ' η Ευαλλού, ζητά να τα φορτώσ' αλλού |
|
Εμέλ' λαλούσιν Ευαλλούν, σήμερα δα, τζ' άρκον αλλού
ή
Εμέναγ κράζουμ μ' Ευαλλούν, σήμερα δα τζ' αύριον αλλού
|
|
Εύα, από που φυσάν οι μύλοι;
|
|
Εύα και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
|
|
Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Εύας κουταμάρες |
|
Η γυναίκα είναι Εύα, σε γελά κάθε μέρα
|
|
Οι γυναίκες είναι Εύες (πονηρές)
|
|
Κανένας δεν υπάρχει που να μην έχει πάρει μυρουδιά από τον Αδάμ κι από τα μεσοφούστανα της Εύας. |
|
Αδελφή Εύα, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
|
|
Ο Γιαννος και η Βαγγελιω σε ενα σχολειό πηγαινουν!
|
|
Άμα υπάρχει το λιλί, χορεύει και η Βαγγελή |
|
Καλώς τον κύριο Ευάγγελο που ‘χει την τρίχα κάγκελο |
|
Σκίσε με Βαγγέλη και πέτα με στ΄ αμπέλι |
|
Άλλοι παπάδες ήρθανε, άλλα Βαγγέλια φέραν.
|
|
Στάζει μέλι η πούτσα του Βαγγέλη. |
|
Κόψε ξύλο κάμε Σπύρο, κι από κουτσουπιά Βαγγέλη, κι α ρωτάς και για το Γιάννη/ ό,τι ξύλο βάνεις κάνει (πιάνει)
|
|
Βαγγέλη, βαγγελίσετε, σιτάρια σηκωθήτε ( ξεπαχνάσετε )
|
|
Αδελφέ Ευγένιε, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι. |
|
Ευγενάκη, από που φυσάν οι μύλοι;
|
|
Ευγένης και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
|
|
Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Ευγένη κουταμάρες |
|
Στις καστανιές του Παπαλιώνη κλαίει η Βγένω και δεν μορώνει…(Αντρώνι) |
|
Η ευγένεια δεν πωλείται στο παζάρι
|
|
Απού το καλαμοβράκι του τρέχ΄η ευγένεια |
|
Ευγένεια μένει παντού και πάντοτε ευγένεια
|
|
Η ευγένεια ούτε πουλιέται ούτε εξαγοράζεται |
|
Ευδοκίτσα, από που φυσάν οι μύλοι;
|
|
Ευδοκώ και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
|
|
Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Ευδοκίας κουταμάρες |
|
Ο κόσμος εκαιούνταν κι η Ευδοκία ευλογούνταν
|
|
Αδελφή Εδοκία, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
|
|
Αν η ομοφυλοφιλία ήταν φυσιολογική, θα έφτιαχνε τον Αδάμ και τον Εύη |
|
Θύμωσε η Θυμιώ και ξύπνησε το πρωί με θυμό. |
|
Αδελφή Ευμορφία, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
|
|
Μορφούλα,από που φυσάν οι μύλοι;
|
|
Ομορφούλα και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
|
|
Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Ευμορφίας κουταμάρες
|
|
Στόλιζε το κούτσουρο, να ιδής την ευμορφιά του |
|
Η νύφη μας την ευμορφιά στην κεαλή την έχει |
|
Ευσταθίτσα, από που φυσάν οι μύλοι;
|
|
Στάθω και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
|
|
Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Σταθούλας κουταμάρες
|
|
Αδελφή Ευσταθία, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
|
|
Η μόρφωση τον ευτυχή στολίζει, τον άτυχο με θάρρος τον οπλίζει. |
|
Στην ευτυχία έχεις πολλούς, στη δυστυχία κανέναν. |
|
Σαν κυνηγάς την ευτυχία, να σηκώνεσαι νωρίς. |
|
Μη γυρεύεις την ευτυχία. Έρχεται μόνη της. |
|
Η ευτυχία μοιάζει με χειμωνιάτικο ήλιο. Ανατέλλει αργά και δύει νωρίς. |
|
Η ευτυχία με τη δυστυχία σ’ ένα έλκηθρο ταξιδεύουν (Ρώσικη) |
|
Η ευτυχία έχει ανησυχίες και η δυστυχία ελπίδες. |
|
Η ευτυχία είναι το μόνο πράγμα που μπορείς να δώσεις χωρίς να το’χεις. |
|
Η ευτυχία είναι διάλειμμα της δυστυχίας. |
|
Ευτυχία δεν είναι να κάνεις αυτό που θέλεις, αλλά να θέλεις αυτό που κάνεις. |
|
Τα λεφτά δεν κάνουν την ευτυχία |
|
Η ευτυχία έχει κατοικήριο τη ψυχή και δεν βρίσκεται στα χρήματα ή στα βοσκοτόπια |
|
Φροσούλα, από που φυσάν οι μύλοι; |
|
Φρόσω και μυαλό, καβούροι με φτερούγες |
|
Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Φρόσας κουταμάρες |
|
Άλλη καμιά δεν το ᾿βαλε το λαχιουρί φουστάνι, πρώτη η Φροσύνη το ‘βαλε και βγήκε στο σιργιάνι. |
|
Τούτα λογιάζει η Νένα τση, κι άλλα λογιάζει εκείνη, κι άλλα ξομπλιάζει η Αρετή, κι άλλα θωρεί η Φροσύνη
|
|
Χίλια καντάρια ζάχαρη θα ρίξω με τη λίμνη, για να γλυκάνει το νερό, να πιει η κυρά Φροσύνη.
|
|
Ή σε πήρα ή με πήρες, επαρθήκαμε, Φροσύνη μου |
|
Χόρευγε Μαριά και Ρήνη χόρευγε κ’ εσύ Φροσύνη |
|
Γι' αυτό και ο Αλή Πασάς έπνιξε τη Φροσύνη
|
|
Αδελφή Ευφροσύνη, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
|
|
Αδελφέ Εφρέμιε, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
|
|
Εφρεμούλη, από που φυσάν οι μύλοι; |
|
Εφρεμάκος και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
|
|
Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Εφρέμη κουταμάρες
|
|
Θα σου δείξω εγώ Ζαμπέτα, (ή Ζαμπέτω >> από το Ελιζαμπέτα) πώς την παίζουν την τρουμπέτα. |
|
Προκομμένη μου Ζαφείρα, πού σ' ευρήκα και σ' επήρα!
|
|
Θέλει κι ο μούτζος κ' η Ζαφείρω λεφτόκαρα |
|
Όλα τα ’χει η Ζαφειρούλα (Ζαφειρίτσα) μόν' ο φερετζές της λείπει |
|
Κατὰ μάνα, κατὰ κύρη, ἔκαμαν καὶ γιὸ Ζαφείρη |
|
Φάε Ζαφείρη. Τι να φάω, πλαστήρι; |
|
Ας είν' κι ζαχαρένια, κατέβασέ την |
|
Ζαχαρένια στο θυμό σου, και εγώ στον ορισμό σου.
|
|
Νάν τα ιδώ θειά Ζαχαρένια, τα χρυσά και τ' ασημένια!
|
|
Ανάθεμα την πεθερά κι ας είν και ζαχαρένια |
|
Έχει χείλη ζαχαρένια και καρδιά φαρμακερή |
|
Πεθερά κι από ζάχαρη αν είναι, πάλι πικρή θα είναι
|
|
Ανάθεμά σε Ζαχαριά με το ζακόνι πόχεις κάθε βδομάδα πόλεμο κάθε μήνα γυναίκα
|
|
Κουμπάροι φάγαν το Μαντά κουμπάροι και το Ζαχαριά
|
|
Το 'χει ο Ζαχαριάς ζακόνι
|
|
Τόχει ο Ζαχαριάς ζακόνι τ' άσπρα πόδια να σηκώνει |
|
Αλλ’ ου Ζευς άνδρεσσι νοήματα πάντα τελευτά.
|
|
Όλοι αλλάζουν Κυριακήν κι΄ ο Ζήσης την Δευτέραν |
|
Α θ' α ζήσεις με τον κόσμο, παρ' τον κόσμο κατά που είναι
|
|
Όπως θε μπορείς να ζήσεις, μα όπως θέλεις δε μπορ' να πεθάνεις
|
|
Μήτε ζωγραφιστό δε θέλει να τον ιδή |
|
Ούτε στον ύπνο μου ζουγραφιστό δεν θέλω να τον διω |
|
Μήτε ζωγραφιστό δε θέλει να τον ιδή |
|
Ούτε στον ύπνο μου ζουγραφιστό δεν θέλω να τον διω
|
|
Κανένας δεν πεθαίνει παρθένος. Η ζωή τους πηδάει όλους. |
|
Ζωή χωρίς γιορτές, μακρύς δρόμος χωρίς πανδοχείο.
|
|
Η ζωή ειν' ένας κώλος: ή προλαβαίνεις και τον γαμάς, ή δεν προλαβαίνεις και σε χέζει. |
|
Μια ζωή χρωστάμε ούλοι μας. (Κεφαλονίτικη παροιμία) |
|
Όσο υπάρχει ζωή, υπάρχει ελπίδα |
|
Ότι κάμ' ο 'γούμενος άξιο κι' αξιαζούμενο, ότι κάμ' η 'γουμένισσα μούζα και στάχτη |
|
Ποτέ με τα καρύδια του, πότε με τον χαρβάν του, ήφερεν την καλογριάν εις τα θελήματά του |
|
Όποιος έκανε γούμενος, έκανε και κελάρης. |
|
Για να γίνεις ηγούμενος, πρέπει να σε πηδήξει ο προηγούμενος. |
|
Ούτε ρόδο χωρίς αγκάθι ούτε ηδονή χωρίς θλίψη
|
|
Εις τις μεγάλες ηδονές η λύπη γειτονεύει
|
|
Της Αγιάς Μαρίνας σύκον, τ’Αϊ Λιά σταφύλιν
Τζ’ αι τ’ Αϊ Παντελεήμονα γεμάτον το κοφίνι.
(Κύπρος)
ή
Της Άγιας Μαρίνας σύκο, του Αη – Λιά σταφύλι και του Αγίου Παντελεήμονα γιομίζει το μαντήλι. |
|
Ό τι Γιάννης ό τι Λιος τύφλα νάχουνε κι οι δυο |
|
Ξημερώματα του άι Λία είδες τον σσύλλον κουλλούριν, ο γρόνος εν ναν καλός. |
|
Αγιά Μαρίνα με τα σύκα και Άγιος 'Λιας με τα σταφύλια |
|
Τ’ Αηλιός καρύδι, της Σωτήρος σταφύλι και της Παναγιάς σύκο. |
|
Από τ’ Αη – Λιός και πέρα τον κακό καιρό καρτέρα. |
|
Από τ’ Άη-Λιος ο καιρός γυρίζει αλλιώς.
ή
Απ' τ' Άη – Λιός και μπρός γυρίζει ο καιρός αλλοιώς
ή
Ήρθε τ’ Αη – Λιός, γύρισε ο καιρός τ’ αλλιώς. |
|
Ο άη- Λιας κόβει σταφύλια και η αγία Μαρίνα σύκα. |
|
Της αγιά Μαρίνας ρόγα, του άη -Λιός σταφύλι.
και το δεκαπενταύγουστο γεμάτο το κοφίνι |
|
Χόρευε, Μαριά του Λιου κι έχε κι έννοια του σπιτιού |
|
Άιλιά πού τοϋ κόπη κοντό τό πουκάμισο. |
|
Μπρός πίσω τ’ Αηλιός σπορίζει η πέτρα στο γιαλό. |
|
Ο Προκόπης κόβει αγγούρια, η Αγιά Μαρίνα σύκα κι ο Αηλιάς τα σταφυλάκια μεσ’ στα βεργοπανεράκια. |
|
Ό τι Γιάννης ό τι Λιος τύφλα νάχουνε κι οι δυο |
|
Της αγιάς Μαρίνας ρόβα τζαί τ' άϊ Ηλιού κνιζί |
|
Αϊ – Γιάννης και νερό, όπ΄Αγιολιάς και ράχη
|
|
Άγιος Ηλίας στα βουνά κι΄άη Νικόλας στα πελάγη
|
|
Ήρθε τ’ Αη – Λιός, γύρισε ο καιρός τ’ αλλιώς.
|
|
Μπρός πίσω τ’ Αηλιός σπορίζει η πέτρα στο γιαλό.
|
|
Απ' τ' Άι – Ηλιά το βράδυ βάζει η ελιά το λάδι |
|
Αγιά Μαρίνα δωσ' μου σύκα κι άη Λιά άπλωσε και πάρε
|
|
Αγιά Μαρίνα φέρε σύκα τσ' άη Λιά, φέρε σταφύλια
|
|
Της Αγιά Μαρίνας σύκο και τ' Άϊ Κοσμά σταφύλι, τ' Άϊ Λιός με το μαντήλι, του Σωτήρος με το κοφίνι
|
|
Της αγιάς Μαρίνας σύκο τ' άι Τσηρύκου φάε καρύδι, τ' άι Λιά φάει σταφύλι, πάρε τσαί στο πανηγύρι |
|
Τ' Άη Λιά με το μαντήλι, του Χριστού με το κοφίνι |
|
Τ' άη Λιά πάει στ αμπέλι και η κουτσή Μαρία
|
|
Την ημέραν τ' Αιλιώς (Προφήτου Ηλίου 20 Ιουλίου) γυρίζει ο καιρός αλλοιώς
|
|
Ο ήλιος λάμπει για όλο τον κόσμο |
|
Ας λάμπει ο ήλιος κι ας είναι και τα βουνά. |
|
Του ηλίου τηγ καρδίαν έχω
|
|
Άσπρος ήλιος, μαύρη ημέρα. |
|
Του Γενάρη το φεγγάρι, ήλιος της ημέρας μοιάζει |
|
Του Γενάρη το φεγγάρι την ημέρα σιγοντάρει. |
|
'Ολημέρα Καλογιάννη καί τό βράδυ Κακογιάννη. |
|
Ηύραμεν ζουρλόν παπάν, καί όλη μέρα ψάλλωμεν. |
|
Την ημέρα της Υπαπαντής, ούτε ράμα στο βελόνι ούτε τσάκνο στο γομάρι |
|
Κάθε ημέρα δεν είναι τ' Αϊ Γιαννιού. |
|
Να ξεχωρίσουμε (Ξεχώρισε) την ήρα (=ζιζάνιο) από το σιτάρι.
|
|
Εσιέστην η Φανού τζι εγρίστην ο Ηράκλης |
|
Προς δύο ουδέ Ηρακλής.
Αρχίλοχος, 725-650 π.Χ., Αρχαίος ιαμβογράφος |
|
Αυτός που δεν αντίκρισε τον Ναό του Ηρώδη, δεν γνωρίζει τι θα πει ομορφιά. |
|
Δε θα μπορούσε να νοηθή ήρωας χωρίς τραύμα
|
|
Ηώς ορώσα τα νυκτός έργα, γελά. |
|
Αδελφέ Θεόδουλε, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
|
|
Θεοδουλάκη, από που φυσάν οι μύλοι; |
|
Θεοδούλης και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
|
|
Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Θεόδουλου κουταμάρες |
|
Παστρικιά Θουδώρα κουτσουλιά 'ς την πίτα |
|
Σ' αυτό το χωριό μοναχα γω κι η αδερφή μου η Θοδώρα είμαστε παστρικές
|
|
Παστρικιά η Ζιόλια η κουτσουλιά στην πίττα
|
|
Η Θοδωρούλα 'σήκωσε κόκκινο μπαϊράκι |
|
Η Θοδωρούλα βγήκε στα πανιά |
|
Ξέρει η Θοδωριόσα τέχναις, μα κι ο Θόδωρος που νοιώθει
|
|
Παστρική καλή Θοδώρα το τσαρούχι μέσ' την πίτα (στο πινάκι). |
|
Με τη θεια μου τη Θοδώρα, επηγαίναμε στη χώρα Κι έλεγε μου κι έλεγα της, κι άγγιζε μου κι άγγιζα της.
|
|
Όλοι λέγουν παραμύθια κι' η Θοδώρα λέει αγγούρια
|
|
Παστρική καλή Θοδώρα, και λαδοπεριχυμένη
|
|
Ο μπάρμπας μου ο Θοδωρής δεκαεφτά βρακιά φορεί . Κόβω τα γενάκια του ,πέφτουν τα βρακάκια του , τι είναι; |
|
Έχει κι’ άλλη μάνα γιο γη η Μαριά το Θόδωρο». |
|
Από κοντά απ’ τ’ς άλλους ως και Κουτσοθοδωρής χορεύει |
|
(Γυρίζω ή γυρίζει) σαν τον Μουρλοθοδωρή απο του Μπουρντάνου. |
|
Ξέρει η Θοδωριόσα τέχναις, μα κι ο Θόδωρος που νοιώθει |
|
Λες που εγίνη πίσκοπος πως δεν ειν ο Θόδωρος, λες γιατί εγίνη διάκος πως δεν ειν ο μουρλομάρκος!
|
|
Λες τι εφόρισε τα ράσσα πως δεν είν' ο Θόδωρος = 1876
|
|
Από πού, και πώς, και πόσα; Απ΄ΑΘήνα, Θόδωρος, πεντακόσια. |
|
Από τον άγιο Θόδωρο και στη Φανερωμένη το γάιδαρό σου να χαρείς και καλομοίρα να 'σαι
|
|
Κόρ' ελούστη τ' Άη – Θοδώρου κ' έλαβε τ' Άη – Λαζάρου |
|
Μπάρπα Θόδωρε πουρνιά πύ την πας τη Λεϊμονιά; Στο σπίτι μου την πάω και κανέναν δε ρωτάω
|
|
Να μι γαμήης, Άι – Θοδουρί, αν μάτα σι γιουρτάσου
|
|
Του αγίου Λουκός, λουκάνικα τ' αγίου Θοδώρου πίττες και τα Νικολοβάρβαρα τρώνε τες τηγανίτες
|
|
Γάμαε Θόδωρε κούναε Θανάση |
|
Λαζαch μαζάch τον Θόδωρον, πρεμέζ την Ναστασίαν
|
|
Ο chόκοτον ο Θόδωρον και ο μαναχόν ο Γιάνες
|
|
Ποιος είδε πράσινο άλογο και Θοδωρή με γνώση; |
|
Αναθεμα που δούλεψε τα τρία τα Σαββάτα. Το Ψυχοσάββατο της Τυρινής και του Αγίου Θεοδώρου |
|
Μάη Μάη κιουκιουρή επόθαν' ο μπαμπάς σου ο κουτσοθοδωρής απού 'βανε στην κούπα πολύ πολύ κρασί
|
|
Ζαγιάνατα, Θοδωρή, και βάστα, Γιώργο
|
|
Από πού, και πώς, και πόσα; Απ΄ΑΘήνα, Θόδωρος, πεντακόσια. |
|
Άλλος είν’ ο Θοδωρής κι άλλος εκείνος που θωρείς.
ή
Άλλος είναι ο Θοδωρής κι άλλος είναι απού θωρείς |
|
Αυτό δεν θέλει (ή χρειάζεται) πολλή (ή μεγάλη) θεολογία |
|
Εγώ η Μάρω, Δέσποινα κι' ο Γιάννης, Θεολόγος |
|
Ο Αηγιάνς ο Θεολόγος κρύφθηκε 'ς τον δυόσμο
|
|
Σε τούτη την περίσταση στον οργισμένο τόπο, έγιν' η Κούτσω δέσποινα, κι ο Γιάννης θεολόγος
|
|
Στον πορισμένο τον καιρό, δυστυχισμένη χώρα, εγώ η Μάρω δέσποινα και ο Γιάννης Θεολόγος
|
|
Το στανιό και τη βία ο θεός τα 'δωσε. |
|
Του ακαμάτη το τσουκάλι ο Θεός το μαγειρεύει.
|
|
Ζευγαρώνει ο θεός δυο κακούς κι έτσι χαλάει δυο σπίτια. |
|
Ο Θεός στα ψηλά βουνά ρίχνει το χιόνι. |
|
Ο Θεός βλέπει το βουνό αν είναι ψηλό ή χαμηλό και ρίχνει το χιόνι.
|
|
Ο Θεός να σε φυλάξει από νότο γιονιστή κι' από βοργιά βροχάρη |
|
Τι εδωκ’ ό Θεός και τι νά πάρ’ ό Χάρος; |
|
Να σε φυλάει ο Θεός από κουμπάρας μάτια κι από χήρας πόδια. |
|
Να σε φυλάει ο Θεός από φτωχό περήφανο κι από γέρο πόρνο |
|
Κούτρα, γρα, το μονοδαύλι, να το κάμ' η θος (Θεός) τριδαύλι |
|
Όταν ο άνθρωπος κάνει σχέδια ο Θεός γελάει!!!
|
|
Ποιος είδε το Θεό και δεν τον φοβήθηκε; |
|
Πρώτη βοήθεια του θεού, δεύτερη του γειτόνου. |
|
Σ' όσους δε δίνει ο Θεός παιδί, δίνει ο διάολος ανίψια. |
|
Στα στραβά πουλιά ο Θεός χτίζει φωλιά. |
|
Στο φαϊ και στο γαμήσι ο Θεός δεν κάμει κρίση.
|
|
Τα στραβά πουλιά ο Θεός τα κάνει φωλιά
|
|
Τ’ Αγιαννιού του θεριστή, ούτε κότα στην αυλή |
|
Απ’ αρχής τον θεριστή, του δρεπανιού γιορτή.
|
|
Γενάρη πίνουν το κρασί, το θεριστή το ξίδι. |
|
Θεριστής με το δρεπάνι, τον καιρό του δεν τον χάνει. |
|
Τον Θεριστή, ο νοικοκύρης τηράει την ελιά και τραβάει τα μαλλιά του» |
|
Ο Μάης έχει τ’ όνομα κι ο Θεριστής την πείνα |
|
Καλώς τόνε το θεριστή, όπου μας εγλιτώνει, και με τα στάρια τα ππολλά, το σπίτι μας φορτώνει. |
|
Φοβάται ο Γιάνης το θεριό και το θεριό το Γιάννη |
|
Ό,τι βγάζει η κυρα-Θωμαή, μια στο γλέντι και μια στο φαΐ. |
|
Έφτασ στο νυν και αεί η κυράτσα Θωμαή |
|
Αυτά είπε ο Θωμάς και άφησε την γυναίκα του σε μας. |
|
Απού του Λατζάρου το Σάββατο έως του Θωμά τη Δευτέρα όλες οι μέρες μιά
|
|
Ότ ο κόσμος κι' ο Κοσμάς κάνει κι' ο χατζη Θωμάς
|
|
Είνι απ΄ του Θωμά του σόϊ |
|
Είντα σε κόφτει που τον βουν του Γιακουμή |
|
Εδώκαν μιαν του Γιακουμή, πισίαν με το μέλι, τζι' είπεν τους ο ποδκιάντροπος πως δεκαπέντε θέλει |
|
Μήτε γλυκύς και φάσι σε μήτε πικρός και ριξούσι σε συγκεραστός σην το κρασί να σ' αγαπά ο κούμης |
|
Δέκα, είκοσι, σαράντα, μισέ Γιακουμή, ταγιάντα |
|
Η αθασιά, η στρινιαρκά, γεννά που τόγ Γεννάριν |
|
Αδελφέ Μιχάλη, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
|
|
Γενάρη γέννα το παιδί, Φλεβάρη φλέβισέ το.
|
|
Γενάρη και Φλεβάρη καταβολάδα και ξινάρι.
|
|
Γενάρη μήνα κλάδευε, φεγγάρι μη γυρεύεις.
ή
Γενάρη μήνα κλάδευε, φεγγάρι μην εξετάζεις. (Ή και ήλιο μην εξετάζεις.)
|
|
Κάλλιο κρύο το Γενάρη παρά ήλιος που δε ζεσταίνει.
|
|
Με τα Φώτα του ο Γενάρης, όλης της χρονιάς μπροστάρης.
|
|
Ο Γενάρης κι αν γεννάται, του καλοκαιριού θυμάται.
|
|
Ο Γενάρης κι ο Φλεβάρης είναι ο ξεπροβιδάρης.
|
|
Του Αγίου Ιγνατίου αγναντεύ' ο ήλιος κατά το καλοκαίρι |
|
Γαμεί η αλιντζαύρα (σαυρα) τον λα(γ)όν, γιατ' εν ο γέρακας ποπάνω
|
|
Γύρα, γύρα το γεράκι ως τα δίχτυα θε να φτάκη
|
|
Κακό γεράκι επέρασε από τη γειτονιά μας |
|
Με τα γεράκια κάθουμαι τσσι μπούφοι δε φοβάμαι
|
|
Στου γερακιώνε τσι φωλιές κουνάδια δεν πατούνε |
|
Το γεράκ' ψ'λά πετά, μα χαμηλά λογιάζ' |
|
Εν Ιορδάνη το βλέπεις Γιάννη το νεροπούλι, άρπαξέτο και βάλτο στο σακκούλι
|
|
Η ευλογία του Ιορδάνη ήτανε μαζί του
|
|
Όσο λεν' τον Ιορδάνη βάνε ψάρια στο τηγάνι. Όσο λεν το βαφτιστή βάνε ψάρια στο ταψί |
|
Όξου απ' τον Ιορδάνη (Ορδάνη)
|
|
Το κρασί είναι εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου Κύριε
|
|
Ο Ιορδάνης ναν καλά, και τση γηορτάδαις ούλαις τσ' άλλαις, ως τότ' πάγη ο διάολος |
|
Σε δώδεκα αποστόλους ήταν κι' ένας Ιούδας
|
|
Στο χωριό της Ντρούβα γεννιέται το παιδί του Γιούδα |
|
Κόκκινα γένια, μάτια γαλανά, καρδιά του Ιούδα, ψυχή του σατανά. |
|
Αυτό είναι φίλημα του Ιούδα
|
|
Αυτός είναι Ιούδας ο προδότης και δόλιος
|
|
Του Αβραάμ και του Ισαάκ τα αγαθά / καλά
ή
Ο Θεός να σου δώση του Αβραάμ και του Ισαάκ τ'αγαθά
|
|
Δίπλα, Σμαηλάκο μου κ' οι παπίτσαις περνούνε |
|
Αδελφή Ιφιγένεια, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
|
|
Ιφιγενίτσα,από που φυσάν οι μύλοι;
|
|
Φιγενού και μυαλό, καβούροι με φτερούγες |
|
Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Φιγενούς κουταμάρες |
|
Η Γιαννούλα με φουστάνι ω τι λύγισμα (σείσιμο) που κάνει
|
|
Τα λειβά ... μωρή Γιαννούλα |
|
Απ' εδώ ως τα Γιάννινα για κυρά Γιάννενα |
|
Τού βαλε την καπιστράνα (χαλινάρι) κ' Γιαννιά! |
|
Νοικοκυρά με τ' όνομα η καρακάξα η Γιάννενα |
|
Και ο Γιάννης μούρλιακας, κ' η Γιάννενα μουρλιάκο
|
|
Όλοι θέριζαν κι η Γιαννούλα άσπριζε.. |
|
Σαράντα πέντε Γιάννηδες, ενός κοκόρου γνώση και όλοι οι υπόλοιποι δεν κάνουν άλλη τόση |
|
Ακόμα δεν τον είδαμε, Γιάννη τον φωνάζουμε. (βαφτίσαμε) |
|
Αν είχαν οι Γιάννηδες γνώση, να μας δάνειζαν καμπόση. |
|
Βγάλε Γιάννη το παιδί σου να γιορτάζει κάθε μήνα. |
|
Γιάννη είχα, Γιάννη έχω κι αν ποτέ μου θα χηρέψω, πάλι... Γιάννη θα γυρέψω! |
|
Γιάννης κερνάει, Γιάννης πίνει. |
|
Γιάννης πήγε, Γιάννης ήρθε |
|
Δεν είναι κάθε μέρα τ’ Άι-Γιαννιού” |
|
Έχ’ κι ο Γιάννς καΐκ’ |
|
Κάμε Γιάννη τη δουλειά σου κι ύστερα είμαι πάλι θεια σου |
|
Κάνε Γιάννο μ' τη δουλειά σου, κι ύστερα και πάλι θεια σου. |
|
Κατά τον μαστρο-Γιάννη και τα κοπέλια του. |
|
Να σε κάψω Γιάννη, να σ' αλείψω μέλι (ή λάδι) να γιάνει |
|
Να σε κάψω Γιάννη, να σ’ αλείψω λάδι (ή μέλι). |
|
Ξέρει ο Γιάννης τι έχει μέσα στον τορβά του… |
|
Ο Γιάννης με τα λόγια, χτίζει ανώγεια και κατώγεια. |
|
Όπου γάμος και χαρά, τρέχα Γιάννη μασκαρά |
|
Όπου Γιάννης και του Θεού η χάρη. |
|
Όχι Γιάννης, Γιαννάκης. |
|
Παναγία κι Άι-Γιάννη, βάλε ψάρι στο τηγάνι |
|
Πότε ο Γιάννης δε μπορεί, πότε ο κώλος του πονεί. |
|
Σαράντα πέντε Γιάννηδες ενός κοκόρου γνώση. |
|
Σαράντα χρόνια Γιάννης, μαστρο-γιάννης δε γίνεται. |
|
Σπίτι χωρίς Γιάννη προκοπή δεν κάνει. |
|
Τα καλά του Γιάννη θέλουν, μα τον Γιάννη δεν τον θέλουν. |
|
Τα καλά του Γιάννη θέμε και το Γιάννη δεν τον θέμε. |
|
Τι Γιάννης, τι Γιαννάκης |
|
Τι είχες Γιάννη, τι είχα πάντα! |
|
Τι κάνεις Γιάννη; Κουκιά σπέρνω! |
|
Ακόμα δεν τον είδαμε, Γιάννη τον βαφτίσαμε. |
|
Ακόμα δεν τον είδανε και Γιάννη τονε κράξανε. (Παξοί) |
|
Ακόμα δεν τον είδαμε, Γιάννη τον εβγάλαμε |
|
Κάθε μέρα δεν είναι τ' Αϊ-Γιαννιού. |
|
Κατά το μαστρο-Γιάννη και τα κοπέλια του. |
|
Φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό το Γιάννη. |
|
Του Γιάννου η φλογέρα |
|
Είπαμεν Γιαννή να κλάννεις, μα να μεν το πολλοκάμνεις |
|
Αν εύρεις Γιάννην κούρευκε |
|
Κόψε ξύλο κάνε Αντώνη κι από πλάτανο Θανάση (ή Μανόλη) κι αν ρωτήσεις και το Γιάννη, ό, τι ξύλο θέλεις (έχεις) κάνει. |
|
Άλλη δεν έκαμε παιδί, μόνο η Μαριώ τον Γιάννη |
|
Άλλη καμιά δε γέννησε, μόνο η Μαριώ το Γιάννη. |
|
Κόψε ξύλο κάνε Αντώνη κι από πλάτανο Θανάση (ή Μανόλη) κι αν ρωτήσεις και το Γιάννη, ό, τι ξύλο θέλεις (έχεις) κάνει. |
|
Ό τι Γιάννης ό τι Λιος τύφλα νάχουνε κι οι δυο |
|
Άμα ακούς Μαρία – Γιάννη, βάλε ψάρια στο τηγάνι, εξόν του μπάρμπα-Γιάννη. |
|
Έκανε η Μαριώ το Γιάννη κι άλλη γιο δεν έχει κάνει! |
|
Τρέξε Γιάννη γύρευε και Νικολό καρτέρει. |
|
Κόψε κέδρο, φτιάξε Αντώνη και από πλάτανο Θανάση, εάν πεις και για το Γιάννη, όποιο ξύλο να ‘ναι κάνει |
|
Κόψε κέδρο κάμε Αντώνη, κι από πλάτανο Μανώλη, κι αν ρωτάς και για τον Γιάννη, ό,τι ξύλο κόψεις κάνει. |
|
Από Ναννάκου |
|
Εξηνταπέντε Γιάννηες, έναμ πετεινόβ βαρούσιν. |
|
Ψύλλοι ψύλλοι φύετε τζαι κορκοί ψοφήσετε τζ' Αϊς Γιάννης έρκεται με το κονταρόξυλλον τζαι κονταροξυλίζει σας. |
|
Φοβάται ο Γιάννης το θερκόν τζαι το θερκόν τογ Γιάννην. |
|
Τα πράγκας και τα σίδερα τη ζαβαλή τη Γιάννε έν’ |
|
Βοηθάει ο Άη- Γιάννης και ο Σταυρός, γιομίζει το αμπάρι κι ο ληνός. |
|
Έλα να σε κάψω Γιάννη
να σε κάψω για να γιάνεις
|
|
Ακόμη δεν τον είδανε και Γιάννη τον βαφτίσανε. |
|
Τ’ Αγιανιού του Ριγανά, πάνε οι Βλάχοι στα βουνά. |
|
Τ’ Αγιαννιού του θεριστή, ούτε κότα στην αυλή. |
|
Απέξω Γιάννης κι από μέσα Σουλεϊμάνης. |
|
Αν εύρεις Γιάννην κούρευκε |
|
Όλην την ημέρα Καλογιάννη, και το βράδυ Κακογιάννη.
|
|
Γιάννης κερνά και Γιάννης πίνει.
|
|
Του Σταυρού μέχρι τ’ Αγιανιού ήρθε η ώρα τ’ αμπελιού. |
|
Γεναριάτικο φεγγάρι με τα’ Αϊ Γιαννιού τη χάρη. |
|
Ξέρει ο Γιάννης τι έχει μέσα στον τορβά του. |
|
Άγιε μου Αγιάννη μου Ριγανά, φέρνεις δροσούλα στα μνιά! |
|
Απ’ τ’ Αγιαννιού του Θεριστή, κάνουν γιόμα κι οι κουτοί! |
|
Απ’ τ’ Αγιαννιού του Ριγανά και πέρα θέλουν τα μνιά αγέρα!
|
|
Απ’ τ’ Αγιαννιού του Ριγανά, ανοίγ’ ο Θεούλης τ’ ασκιά. |
|
Απ’ τ’ Αγιαννιού του Ριγανά, αρρωσταίνει ο τεμπέλης βαριά!
|
|
Απ’ τ’ Αγιαννιού του Ριγανά, βάλε για σκούφια τα βρακιά! |
|
Απ’ τ’ Αγιαννιού του Ριγανά, βαραίνουν τα ράσα τον παπά! |
|
Απ’ τ’ Αγιαννιού του Ριγανά, βλέπει κι περβολάρης χαρά!
|
|
Απ’ τ’ Αγιαννιού του Ριγανά, βρωμάν τα βαριά μουνιά! |
|
Απ’ τ’ Αγιαννιού του Ριγανά, ιδρώνουν βυζιά και μνιά! |
|
Απ’ τ’ Αγιαννιού του Ριγανά, μακριά από φωτιά! |
|
Απ’ τ’ Αγιαννιού του Ριγανά, μαυρίζει ο ήλιος τα σπαρτά! |
|
Απ’ τ’ Αγιαννιού του Ριγανά, μη σε βρει βαριά γκαστριά!
|
|
Απ’ τ’ Αγιαννιού του Ριγανά, μην ξανατρώς αυγά! |
|
Απ’ τ’ Αγιαννιού του Ριγανά, μην ξαναφοράς βρακιά! |
|
Απ’ τ’ Αγιαννιού του Ριγανά, μουσκεύουνε ούλα τα βρακιά! |
|
Απ’ τ’ Αγιαννιού του Ριγανά, ξεβρακώνεται κι η κυρά! |
|
Απ’ τ’ Αγιαννιού του Ριγανά, πάν’ στ’ αλώνια τα σπαρτά! |
|
Απ’ τ’ Αγιαννιού του Ριγανά, χαρά ’χουν τα μποστανικά! |
|
Απ’ τ’ Αγιαννιού του Ριγανά, ψήνει ο ήλιος τ’ αυγά! |
|
Απ’ του Ριγανά και πέρα θέλουν τα μνιά αέρα! |
|
Απ’ του Ριγανά και πίσω, τρούπω τον κώλο σου στον ίσκιο! |
|
Απ’ τ’ Αγιαννιού του Ριγανά, πάρε την τσίτσα σου κοντά!
|
|
Όπου Γιάννης και του Θεού η χάρη. |
|
Κάθε μέρα δεν είναι τ’ Αϊ-Γιαννιού. |
|
Είχαμε το Γιάννη γερό, έπεσε το κόσκινο και τον πλάκωσε.
|
|
Δεν είναι Γιάννης είμαι γιανακτής και δεν είναι Γιαννάκης είναι γιανακουλης |
|
Κατά το μαστρο-Γιάννη και τα κοπέλια του. |
|
Όχι Γιάννης, Γιαννάκης. |
|
Δόξα να ’χεις Αγιάννη μου Θεριστή, που ’δα την πούτσα μου ορθή! |
|
Ήρθε τ’ Αγιάννη, ανασαίνει το δρεπάνι! |
|
Θερίζει ο Γιάννης, δροσίζει ο Αγιάννης! |
|
Θεριστή μου κι Αγιάννη, κάνε το πράμα μου να γειάνει!
|
|
Όποιος τ’ Αγιαννιού θερίζει, ο Διάβολος τον ορίζει! |
|
Σάματις έρθει τ’ Αγιαννιού, χαίρεται κι ο κώλος της μυλωνούς! |
|
Τ’ Αγιαννιού τον Θεριστή, βάλε καπίστρι στο τσουπί! |
|
Τ’ Αγιαννιού τον Θεριστή, θέλει κι η χήρα να δροσιστεί! |
|
Τ’ Αγιαννιού τον Θεριστή, κάνουν κι οι φτωχοί γιορτή!
|
|
Τ’ Αγιαννιού τον Θεριστή, πέταξ’ η βλάχα το βρακί!
|
|
Τ’ Αγιαννιού του Θεριστή, γυρεύει και το μουνί αρτυμή!
|
|
Τ’ Αγιαννιού του Θεριστή, γυρίζει η μέρα κι η αυγή!
|
|
Τ’ Αγιαννιού του Θεριστή, δεν θέλει το μουνί ντροπή!
|
|
Τ’ Αγιαννιού του θεριστή, ούτε κότα στην αυλή.
|
|
Τ’ Αγιαννιού του Ριγανά κουρεύουνε μνιά και αρνιά!
|
|
Τ’ Αγιαννιού του Ριγανά, βάλε την βλάχα ανάσκελα!
|
|
Τ’ Αγιαννιού του Ριγανά, θέλουν τα μνιά δροσιά!
|
|
Τ’ Αγιαννιού του Ριγανά, κουρεύουν κι βλάχες τα μνιά!
|
|
Τ’ Αγιαννιού του Ριγανά, ξεψειρίζουν τα μουνιά!
|
|
Τ’ Αγιαννιού του Ριγανά, ούλες τις κρένουν τα σταμνιά!
|
|
Τ’ Αγιαννιού του Ριγανά, πάν’ οι βλάχοι στα βουνά!
|
|
Τ’ Αγιαννιού του Ριγανά, πιάνει Λίβας τα σπαρτά! |
|
’ Αγιαννιού του Ριγανά, ξετάζουνε οι ρουφιάνες τα ριζικά! |
|
Τ’ Αγιαννιού του Ριγανά, βάνει κι ο Διάβολος την ουρά!
|
|
Τ’ Αγιαννιού του Ριγανά, χλιμιντράει κι η παπαδιά!
|
|
Τ’ Αγιαννιού του Ριγανά, χωσ’ τον κώλο σου στην σκια!
|
|
Γεναριάτικο φεγγάρι με τ’ Αϊ Γιαννιού τη χάρη. |
|
Η Μάρω μένει στα βουνά κι ο Γιάννος πάει στους κάμπους |
|
Δυο Γιάννηδες κι ένας Πέτρος κάνουν ολάκερο γάιδαρο |
|
Βγάλε το παιδί σου Γιάννη, και απόλα το στον λόγγο |
|
Είπε ο Γιάννης του Γιαννή: «Χαιρετίσματα στη Σέρ’φο |
|
Κι αυτοκράτορας να γένεις, πάντα Γιάννης θε να μένεις |
|
(Το κάναμε) του Γιάννου η φλογέρα
|
|
Άφησε ο Γιάννος την κλεψιά κι έπιασε το ζευγάρι. |
|
Ιώβ, Ιωβέ οι κόρακες τον χειμώνα δεν έρχονται μόνον εις!
|
|
Σαν ο Iσούφης με τον Τζαμαλή |
|
Ο καδής γαμεί τη μάνα σου τζαι πού να τον αγκαλέσεις (καταγγείλεις); |
|
Αθθά Τουρτζιέψεις να γινείς καδής
Αν θα τουρκέψεις φρόντισε να γίνεις καδής |
|
Πήγα κ' ηύρα την αγιακαθάρα
|
|
Ας είν' η δύση καθαρή, κι ανατολή ας αστράφτει (χιονίζει)
|
|
Καρδιά καθαρά και πάτα και στην αγία Τράπεζα
|
|
Καθαρήν καρδιά κι' όπου θέλεις πάτησε
|
|
Η καθαρή μητέρα όσο ν' αναθρέψει το παιδί τρώγει μια χουλιάρα κι' η μουρτάρα τρώγει μια φκυαριά |
|
Καθαρή, Κυρά Θοδώρα! Το τσαρούχι μέσ' στην πήττα
|
|
Στο χωριό μας αφέντ' Δεσπότη, εγώ κι' η αδελφή μου είμαστε καθαρές. - Το βλέπω ευλογημένη μου, το βλέπω
|
|
Τα καθαρά μαντήλια κάνου γκι' εφτές |
|
Ας είν' καθάριο το γυαλί και τύφλες του που το λαλεί |
|
Καθαρή η Θοδώρω τα ποδάρια στο πινάκι
|
|
Ο παπάς έναι μισός θεός, άμα έναι καθαρός
|
|
Ο καθαρός αέρας είναι το μισό φαΐ |
|
Τον παλιό καιρό ο κόσμος ήταν καθαρός και τα έβλεπε (νεράϊδες, μοίρες), τώρα πια δεν είμαστε καλοί.
|
|
Βγαίνει κάθαρος σαν το νερό της Λειτουργιάς |
|
Έχω το κούτελό (μέτωπο) μου καθαρό
|
|
Καθάριος ουρανός, σύγνεφα δε φοβάται
|
|
Καθαρός ουρανός μηδ' αστραπές μηδέ βρουντές |
|
Καθαρός ουρανός, αστραπές δε φοβάται
|
|
Είναι καθαρός σαν του γουρουνιού τη μύτη
|
|
Είναι καθαρός σαν της κόττας τα ποδάρια
|
|
Ο Καίσαρας έχει παραπάνω από τον Αλέξανδρο, τον Καρλομάγνο και τον Ναπολέοντα, ότι ο Ιησούς πρόφερε το όνομά του. |
|
Μάραθο το μάραθο, γεμίζ' η γριά τον κάλαθο
|
|
Σκουλί σκουλί το μάραθο γεμίζ' η γριά τον κάλαθο |
|
Α' δεν το σκώσης το καλάθι δεν του βγαίνει ο πάτος |
|
Μη βάλης όλα σου τ' αυγά σ' ένα καλάθι |
|
Ο βασιλιάς Αλέξανδρος, απού 'χε το παλάτι όπου 'φτανε η χέραντου εκρέμα το καλάθι |
|
Καθένας κυττάζ να πλέξ του καλάθι τ' |
|
Η μάννα χρυσό πάπλωμα και τα σκεπάζει όλα, κ' η πεθερά ξέσκεπο καλάθι |
|
Στογ γάμοσ σου, εν να κουβαλώ νερόμ με το καλάθιν |
|
Πού ν τάλλου; Το φαϊ Κάλλου |
|
Ο καθείς το κάλλειο του γυρεύει
|
|
Αδελφέ Καλλή, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
|
|
Κάλλο, από που φυσάν οι μύλοι;
|
|
Κάλλος και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
|
|
Αράθυμος καλόγερας, εύκαιρο το σακί του.
|
|
Που τον τζαιρόν π' αγάπησα του τζύκκου καλοήριν, μήτε τον γάμον είδα το, μήτε το παναύριν |
|
Θύμωσε ο καλόγερος κι έκαψε τα ράσα του. |
|
Θύμωσε ο καλόγερος κι έκοψε τον πούτσο του.
|
|
Ή μικρός-μικρός παντρέψου ή μικρός καλογερέψου.
|
|
Επάσχασε ο καλόγερος, κουκιά του μαγειρεύουν. |
|
Άγιε μου Νικόλα σώσε με και σου τάζω τον αδερφό μου καλόγερο. |
|
Καλόγρια στα γεράματα.
|
|
Η αλεπού σαν γεράσει γίνεται καλόγρια |
|
Καλογριά στο μοναστήρι, το μουνί της εργαστήρ |
|
Η τελευταία για καλομοίρα για κακομοίρα |
|
Της καλομοίρας το παιδί, στους πέντε μήνες κάθεται, στους έξι καλοκάθεται, και στους εφτά και στους οκτώ, τον τοίχο-τοίχο πάει. |
|
Είδες, μάννα, καλομοίρα; Ιδέ και το παιδί της |
|
Ο τελευταίος για καλομοίρης για κακομοίρης. |
|
Είδες, μάννα, καλόμοιρον; Ιδέ και το παιδί του |
|
Στου καλόμοιρου την πόρτα, θηλυκό γεννιέται πρώτα |
|
Σ' του καλόμοιρου τη μοίρα να βρεθή και το τορνέσι |
|
Από την Πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλα
|
|
Από την Πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλα και στα ξανθά σου τα μαλλιά κρέμεται μια τσαπέλα
|
|
Από την Πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλλα, και πέφτω μεσ' στη θάλασσα και πλέω σα μπαλτάς
|
|
Από την Πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλλα, χαμήλωσε το φέσι (ή βγάλε το καπελάκι) σου για να φανεί η ομπρέλλα
|
|
Από την Πόλη έρχουμαι και στην κορφή κανέλλα, χαμήλωσε την ουμβρέλλα σου να μη βραχή η κοπέλλα |
|
Από την Πόλι έρχομαι και στην κορφή κανέλα κι αν δεν σ' αρέσει η μέση μου να σου την πελεκίσω
|
|
Του γέρου τα καϊνάκια όλου μύξις κι' όλου σάλια, κι του νέου τα καϊνάκια όλου μόσχους κι κανέλλα
|
|
Να 'χε φάει κανέλλα ο προξενητής
'Η
Ποιός ήτο ο προξενητής που να χε φάει κανέλλα
|
|
Σε πήρα για καννέλλα και βγήκες πιτύκι |
|
Του γέρου τα καϊνάκια όλου μύξις κι' όλου σάλια, κι του νέου τα καϊνάκια όλου μόσχους κι κανέλλα
|
|
Να 'χε φάει κανέλλα ο προξενητής
|
|
Ποιός ήτο ο προξενητής που να χε φάει κανέλλα |
|
Από την Πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλα
|
|
Όπ΄ έχει πλατειά καρδιά, ποτέ του δε γερνάει |
|
Ο Κάρολος καρύδια τρώγει |
|
Καιρός πουλεί τα κάστανα καιρός τα ξαγοράζει |
|
Κατίνα, σαλαμακι! |
|
Όπου ακούς πολλά κεράσια, κράτα και μικρό καλάθι: |
|
Οι μακρές για το κεράσι, κι οι κοντές για το κουμάσι |
|
Τα λόγια είναι σαν το κεράσι |
|
Τα λόγια σαν τα κεράσια πιάνεις ένα και σηκώνονται δέκα. |
|
Η σφονδυλιά κι΄ η κερασιά ποτέ της δεν ξεχνιέται
|
|
Πολλά κεράσια πέφτουν χωρίς να 'ριμάσουν και πολλά παιδιά πεθνήσκους μπριχού να μεγαλώσνα
|
|
Κόψε ξύλο κάμ' Αντώνη, κ' από κερασιά Μανώλη, ανέ πής και για το Γιάννη, ό,τι ξύλο κόψης κάνει |
|
(Αυτό θα βαστάξ') απ' το Μάη ως τα κεράσια = |
|
Άλλοι ρίχναν τα κεράσια, κι' άλλοι λάχαν και τα φάαν
|
|
Με τον αφεντικό σου μη τρώς κεράσια μη σου ρήξη τα κουκούδια στο πρόσωπο
|
|
Έρθεν κι ο Κερασινόν έγκεν φύλλον πράσινον =
|
|
Κερασινόν φέρ'τον ήλον και μαραίν' τσε άμον μήλον |
|
Με τους μεγάλους κεράσια δεν τρώνε
|
|
Αγορά Κερκώπων.
Αρχαιοελληνική παροιμιακή φράση
|
|
Έγιν' ο τόπος ελευθέρα Κέρκυρα |
|
Ελευθέρα Κέρκυρα χ... όπου θέλεις |
|
Αγιίου Κήρυκ΄σήμερα, κακό κιρίκ', έλεγαν οι Κοννιάροι (οι Τούρκοι) οι παλιοί |
|
Κηρύκ’ και Μηρύκ’ κι απ’ τ’ αμπάρ’ στο παίρν’.
|
|
μην τον είδατε τον Κίτσο το λεβέντη τον αρχιληστή, |
|
Κάλλιο πέντε με την Κλαίρη, παρά δέκα με την Μαίρη. |
|
Η ιστορία της ανθρωπότητας θα ήταν διαφορετική αν η μύτη της Κλεοπάτρας είχε διαφορετικό σχήμα. |
|
Έναν τό 'σεν ο Κολώτας τζαί τό Πάσκαν τζαί τά Φώτα |
|
Η Κοντύλω με την Λένη |
|
Ο Κοντέλιας πάει στο Βόλο και η Βασίλω ξει τον κώλο. |
|
Όταν λαλούν οι κόρακες, τα αηδόνια φεύγουν.
|
|
Κόρακας να σε πιάσει. (το λέμε όταν βήχει πολύ κανείς) |
|
Κόρακας κοράκου μάτι δε βγάζει. |
|
Κόρακος εξελεύσεται «κρα». |
|
Ένα κοράκι βρίσκεται πάντα κοντά σ' ένα άλλο κοράκι. |
|
Κάνει κι ο κόρακας αητό, κάνει κι αητός κουρούνα
|
|
Άν άκουε ο θεός των κοράκων τις φωνές
γάϊδαρος δε θ’απόμενε σε σπίτια και αυλές
|
|
Ό,τι ο κόσμος κι ο Κοσμάς. |
|
Ότι κάνει ο κόσμος θα κάνει κι ο Κοσμάς |
|
Τον έφεραν από τον Κοσμά και το Δαμιανό |
|
Ήνταν ’ίνεται ο κόσμος, ας ίνεται και ο Κοσμάς |
|
Άμα τρώει ο κόρμος, τρώει κι ο Κορμάς
(κόρμος= κόσμος, Κορμάς=Κοσμάς) |
|
Άλλα λέει ο κόσμος κι' άλλα ο Κοσμάς!
|
|
Δεν πεθαίνω γω πεθαίν' ο Κοσμάς |
|
Ήνταν ευτάει ο κόσμος κ' η γη ευτάει κι ο Κοσμάς |
|
Ό,τ' θα πάθ' ου κόσμους, ας πάθ' κι' ου Κοσμάς |
|
Ό,τι να ‘χει ο κόσμος, έχει κι' ο Κοσμάς |
|
Όπως διάζ' ο κόσμος να διάζη κι ο Κοσμάς |
|
Ότ ο κόσμος κι' ο Κοσμάς κάνει κι' ο χατζη Θωμάς |
|
Της Αγιά Μαρίνας σύκο και τ' Άϊ Κοσμά σταφύλι, τ' Άϊ Λιός με το μαντήλι, του Σωτήρος με το κοφίνι |
|
Οι κριτάδες κι' οι δραγάτες πάντα ξένοι |
|
Όρκο που δωκες, κριτή τον έκαμες
|
|
Ο Αφέντης του κριτή, είν' ο νόμος
|
|
Απο τους δυο που πάνε στον κριτή, ο ένας θα φύ' γελόντας, ο ένας θα βγη μοσκωμένος
|
|
Αμάχη μο ΄χει η Λάμπαινα βάνω κριτή το σπάρο και καρτερώ απ' το γκωβιό απόφαση να πάρω
|
|
Τόπος που δεν έχει κριτή και σπίτι χωρίς γάλα και μπόγιας να μην είν' παρών είναι κακά μαντάτα |
|
Α' θα να πάμε στον κριτή, και φανερά και αντάμα |
|
Σαν έχης φίλο τον κριτή, μη φοβάσαι τον δυνατόν!
|
|
Ο κριτής βαστάει το νόμο = Είναι του Θεού ο πίτροπος
|
|
Ο άδικος κριτής, η μαστιγά του τοση |
|
Κριτής τους νόμους αγνοών και ιατρός την τέχνην |
|
Σα στο λε' ο κριτής συβάσου |
|
Πολυκερνός κριτής τση μούχλας κατελώνης
|
|
Κριτής υποταζόμενος, ντροπή του και που κάθε κάθεται
|
|
Άικος κριτής, δίκια η κρίσι του Θεού
|
|
Όποιος λάχει λέει, μα ο κριτής θ' αποφασίση! |
|
Αν τόνε θέλομε κ' οι δυο κάθε κριτής, καλός είναι
|
|
Αν τόνε θέλομε κ' οι δυο κάθε κριτής, καλός είναι
|
|
Στου διαβόλου το χωργιό άδικος κριτής καθίζει!
|
|
Αν σε γαμίσ' ο κριτής που θα πας να κριθής |
|
Στων αμαρτωλών την χώραν κριτής άδικος καθίζει |
|
Ο κριτής λέγει ψέματα, η κοπριά δε λέγει |
|
Πλούσιος όπως ο Κροίσος |
|
Αδελφή Κρυσταλλία, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
|
|
Κρυσταλλίτσα, από που φυσάν οι μύλοι;
|
|
Κρυσταλλία και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
|
|
Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Κρυσταλλίας κουταμάρες
|
|
Σκύλος που γαβγίζει δεν δαγκώνει |
|
Καθένας το κορμάκι του το έχει κυπαρισσάκι |
|
Απού πού 'σαι, τσυπαρίσσι; - Απού τήν τσουνούργια βρύσι |
|
Ο μακρύς με την κοντή πάνε σαν το γιασεμί, η μακρυά με το κοντό πάνε σαν τον πειρασμό κι απού είναι ίσια σαν τα κυπαρίσσια
|
|
Οι ασφεντυλίες δεν κάνουν μεσοδόκια, παρά τα κυπαρίσσια |
|
Ψηλός ψηλός καλόγερος, κουδούνια φορτωμένος.
|
|
Σειέται το κυπαρίσσι, σειέται κι η ρίγανη. |
|
Σειέται το κυπαρίσσι, σειέται κι η ρίγανη. |
|
Καθένας το κορμάκι του το έχει κυπαρισσάκι |
|
Απού πού 'σαι, τσυπαρίσσι; - Απού τήν τσουνούργια βρύσι |
|
Ο μακρύς με την κοντή πάνε σαν το γιασεμί, η μακρυά με το κοντό πάνε σαν τον πειρασμό κι απού είναι ίσια σαν τα κυπαρίσσια
|
|
Οι ασφεντυλίες δεν κάνουν μεσοδόκια, παρά τα κυπαρίσσια
|
|
Τρεία κάππα κάκιστα δυο μι παγκάκιστα. Κρήτη, Κύπρος και Κεφαλλονιά, Μυτιλήνη και Μωριά!
|
|
Οι Τζυπριώτες μόνο στο κατουρκόμ μονοβουλιάζουν |
|
Τσυπριώτην κάμνεις φίλον, βάστα τσαί κομμάτιξ ξύλο
|
|
Η κυρά έχει το σπίτι και η δούλα το κλειδί
|
|
Η κυρά έχει τον άντρα και η δούλα τα κλειδιά!
|
|
Αγίας Κερεκής άψιμον |
|
Δώσε το Σάββατο, θα βρεις την Κυριακή.
|
|
Άλλης Κυριακής ανάγνωσμα
|
|
Όλη η βδομάδα του γαμπρού και η Κυριακή της νύφης. |
|
Βάγια βάγια τω βαγιώ, φάε ψάρι τσαί κολοιό, την απάνου Τουριατσή βάλε τ' άσπρο σου βρατσί τσαι να πάης στην εκκλησιά με τα κότσινα αυγά |
|
Της Κυριακής τα όνειρα, ή στη μέρα ή στο χρόνο
|
|
Κυριακή κοντή γιορτή.
ή
Σαββάτο Κυριακή κοντή γιορτή. |
|
Της Κυριακής χαρά και της Δευτέρας λύπη. |
|
Τι Σαββάτο βράδυ, τι Κυριακή πρωί. |
|
Τετάρτη και Παρασκευή τα νύχια σου μην κόβεις και Κυριακή να μη λουστείς, αν θέλεις να προκόβεις. |
|
Αν πης Κερκακή χέζει ο βους και πιε ρακή
|
|
Αύριον εν Κερκακή φόρησ' τάσπροσ σου βρακί
ή
Την τζερκατζήν, φόρησ' τάσπροσ σου βρατζίν |
|
Κυριακούλη, από που φυσάν οι μύλοι;
|
|
Κυριάκος και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
|
|
Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Κυριάκου κουταμάρες
|
|
Πολλά 'ν' τα χιόνια στα βουνά, πολλοί Δερβεναγάδες κι ο Λιάκος είναι μοναχός |
|
Αδελφέ Κυριάκο, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
|
|
Κυριακάκης κι' Αγγελής επί των ομοίων τα ήθη |
|
Πόθθεν τζιαι πόθθεν η Τταλλού να κλάψει τον Κωλέττην;
|
|
Κωνσταντινιά, τον άντρα σου βάλτονε στο ζεμπίλι και βάλτονε ψηλά ψηλά, να μη τον φάν οι ψύλλοι
|
|
Κωνστάντω μ', με τι ματάκια να σε κλάψω; Μ' αυτά που σόχω στο κάρακλο! |
|
Αλλουνού έχει τ' όνομα κι ο Κωνσταντής την χάρη
ή
Έμενα ήβγεν τ' όνομα κι ο Κωνσταντής την χάρη |
|
Ο Γιάννης έχει τ' όνομα κι ο Κωνσταντής τα τρώει, τα πίνει |
|
Πίν' ο Κώτσος βρίσκει τον Παρίση |
|
Χοχλιούς μαζώνεις, Κωσταντή; Έτσι το φέρ' η κατάρα |
|
Ο Κώστας το καλό παιδί και τ' άξιο παλληκάρι π' ανικάει το μπουρμπουνα και παίρνει το κουράδι
|
|
Ο Κώστας το καλό παιδί και τ' άξιο παλληκάρι αντραπηδάει τον κόπανο και κλάνει το στελιάρι |
|
Ελιά ελιά και Κώτσο βασιλιά |
|
Και παπάς έγινες Κώστα; Έτσι τα ’φερε η κατάρα |
|
Όσα ξέρει ο Κωσταντής, δεν τα ξέρει άλλος κανείς. |
|
Τα έκαναν τάτσι μίτσι κότσι, και σε συντόμευση 'Τα τακιμιάσανε" |
|
Από Σάββατον ως Σάββατον, εκκέλιασεν ο Κώστας |
|
Κόψε ξύλο κάμε Κώστα κι άπό κουτζουπιά Μιχάλη
ή
Ξύλον τέμνων Κώνσταν ποίει. |
|
Τι λέγεις παπά Νίκο; Ό,τι λέγ' ο παπα Κώστας |
|
Η Κωσταντινιά είν' της ολίγα κι ακού τον Κώστα να γκαρίζει
1876 |
|
Βίλντα, Γιάννη, τουν Κώστα, κι' άλλους Κώστας δε 'νι |
|
Ο Κώστας κάθεται και ο Γιάννες γυναικίζει |
|
Άη Κωνσταντίνε μου, τι το 'καμε, τ' ασκέρι σου; |
|
Από τ' Άη – Κωνσταντίνου και την νύχτα ξεραίνονται τα σπαρμένα |
|
Είναι για τον άη Κωνσταντίνο-για τα κυπαρίσσια |
|
Κ'τσοί γκαβοί στον άγιο Κωνσταντίνο |
|
Πόθεν που τ' Αντριά γουμάρα κι του Κώστα πουλαρίνα |
|
Κόψε ξύλον κάμε Κώνσταν
|
|
Ήντα σου πιάνει Κώστα μου. Η κοπελιαρωσύνη |
|
Άη Κωνσταντίνε μου, τι το 'καμε, τ΄ασκέρι σου; |
|
Ο Γιάννης έχει τ' όνομα κι ο Κωνσταντής τα τρώει, τα πνίει
|
|
Ο Γιάννης έχει τ' όνομα κι ο Κωνσταντής την χάρη
|
|
Αλλού πα' ο γάαρος τσ' αλλού ο Κωνσταντής |
|
Σύρε με, Γιαννούλη μου και φέρε με, Κωσταντιανέ μου |
|
Ποττέ του αβκόν εν έδωκεν, μήτε τ΄άι Λαζάρου. |
|
Με τη φωνή και ο Λάζαρος |
|
Ξαναζωντάνεψε σαν τον Λάζαρο
|
|
Κέρινος ή Κίτρινος σαν τον Λάζαρο |
|
Από τον άγιο Λάζαρο και στη Φανερωμένη με βάλανε να κουβαλώ νερό με το βαρέλι
|
|
Από τον άγιο Λάζαρο και στη Φανερωμένη το γάιδαρό σου να χαρής και καλομοίρα να 'σαι
|
|
Από τον άη Λάζαρο ως την Φανερωμένη βασιλικό εφύτεψα και βγήκε μαντζουράνα |
|
Απού του Λαζάρου το Σάββατο έως του Θωμά τη Δευτέρα όλες οι μέρες μιά |
|
Η σάρα και η μάρα και του Λάζαρου η μάνα |
|
Λάκη, από που φυσάν οι μύλοι;
|
|
Λάκης και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
|
|
Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Λάκη κουταμάρες |
|
Αδελφέ Λάκη, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
|
|
Θα κρατήσουν όσο της Λαμπρής τ' αυγά. |
|
Απόκριες στο σπίτι σου και Λαμπριά όπου λάχει. |
|
Αν δεν δουλέψεις την αυγή, γυμνός θα είσαι τη Λαμπρή. |
|
Να ‘ναι Χριστούγεννα στεγνά, τα Φώτα χιονισμένα, και τα Λαμπρά βρεχούμενα, αμπάρια γιομισμένα.
|
|
Τη Γέννηση την άβρεχη, τα Φώτα χιονισμένα και τη Λαμπρή βρεχούμενη , τα πάντα ‘φτυχισμένα.
|
|
Απ’ το Γενάρη ως τη Λαμπρή, δεν έχει σχόλη και γιορτή.
|
|
Άσχημη η Λαμπρή όταν βρέχει κι ο φτωχός όταν δεν έχει.
|
|
Γλυκός η ν-ύπνους την αυγή, γυμνός η κώλους τη Λαμπρή.
|
|
Γλυκός ο ύπνος την αυγή, ζόρκος ο κώλος τη Λαμπρή. |
|
Γλυκός ύπνος την αυγή, παλιά ρούχα τη Λαμπρή.
|
|
Γλυκός ύπνος το πρωί, χωρίς φαΐ τη Λαμπρή.
|
|
Έχεις γρόσια στο πουγκί, όθε θες κάνεις Λαμπρή.
|
|
Καλός ο ύπνος το πρωί, παλιά παπούτσια τη Λαμπρή.
|
|
Κατά που λέει το χαρτί κι ομολογάει η φλάσκα, ούτε και πέρυσι Λαμπρή ούτε και φέτο Πάσχα.
|
|
Μαθημένου είνι τ’ αρνί να κουρεύγιτι κ’ Λαμπρή. |
|
Να ’ταν τα Φώτα βροχερά και η Λαμπρή βροχάτη. |
|
Σαν είν’ τα Φώτα φωτεινά, πάντα η Λαμπρή δροσάτη.
|
|
Της νύφης τα προικιά σαν της Λαμπρής τ’ αυγά.
|
|
Να μη ζηλέψεις τη Λαμπρή γυναίκα και τον Απριλομάη φοράδα. |
|
Αν σ’ αρέσει μπαρμπα-Λάμπρο ξαναπέρνα από την Άνδρο |
|
Θαν το φας και θα ειπής και το Δήμο λεβέντη! |
|
Μαντηλαριά και ασυρτικό φλάσκα και ποταμίσι, βάλε λεβέντη στη ληνό να τρέχει σαν τη βρύση
|
|
Σαν δεν σ' αρέση πάρε, λεβέντη μου τη βόλτα σου
|
|
Ο Απρίλης είν' λεβέντης, μα να βρέξη δυο νερά!
|
|
Λεβέντης θέλω να γίνω και ταμπουρά δεν έχω
|
|
Τα ρούχα κάνουν άνθρωπο και τ' άρματα (ή το σπαθί) λεβέντη
|
|
Εν τζ' είμαι η καμήλα του Τζένιου που τα Λεύκαρα, που σηκώννει πολλά |
|
Η Μαρικκού που τα Λεύκαρα |
|
Απ' τη λεχώνα ως τη μαμή χάθηκε το παιδί. |
|
Πήγε για μαμή κι έκατσε για λεχώνα |
|
Αδελφέ Λεωνίδα, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
|
|
Λεωνιδάκη, από που φυσάν οι μύλοι;
|
|
Λιόντας και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
|
|
Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Λεωνίδη κουταμάρες
|
|
Έγινε ο λύχνος θυμιατό κι η κουτσουλιά λιβάνι |
|
Λιντίτσα, από που φυσάν οι μύλοι;
|
|
Λίνδα και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
|
|
Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Λιντούλας κουταμάρες
|
|
Αδελφή Λίντα, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
|
|
Ο Λοϊζής εμ περήφανος στ' αφκιά |
|
Βούννου-Βούννου δουλαππάτζιμ μου, να κάμνεις την οντζιάσ σου, να φας τηγ καυκαλλιάσ σου· βρε Λοϊζή, που είσαι και γυρίζεις τζέν έρκεσαι να φας όρνιθαμ με το ρύζι. |
|
Από το εν μέρος το εκ του κατά Λουκαν Αγίου Ευαγγελίου και από το “Μπισμιλλιαΐ ραχμάνι, ραχίμ |
|
Του Αγίου Λουκά σπέρνει (ή σπείρε) κουκιά.
|
|
Αν βρέξει τ’ Αϊ – Λουκά, χέσε μέσα στα βρακιά. |
|
Αν βρέξει τ' Άη Λουκά μούντζωσε΄τα τα βαριά
|
|
Αν δεν βρέξ' τ' άη Λουκά σπείρε και τη Μαλουκά |
|
Ο πούμπουρος εμύνησε τ' άι – Λουκά εν νάρτη τζ' αν μεν τ' Άι - Λουκά τ' Άι Φιλίππου εν νάρτη
|
|
Πού του αποστόλου Λουκά, ως τ' άι Δημητρίου, εν το καλοτζαίριν τους οκνιάρηδες |
|
Τ' Αγίου Λουκά λουκάν΄κο κι ας είν΄και χαλαζιάρ΄κο |
|
Τ' άι Λουκά λουκάνικα, τ' άι Μανθαίου πήττες, και του αγίου Σαραντώνει, ρακί και τηγανίτες |
|
Του αγίου Λουκός, λουκάνικα τ' αγίου Θοδώρου πίττες και τα Νικολοβάρβαρα τρώνε τες τηγανίτες
|
|
Αδελφέ Λουκά, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
|
|
Λούκας και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
|
|
Ο Άγιος-Λουκάς τ΄ανοίγει κι άγι΄-Αντώνης τα κλείνει |
|
Οι Παναγίες που έχει ζωγραφίσει ο ευαγγελιστής Λουκάς βαστάνε το Χριστό με το δεξί τους χέρι
|
|
Μήδ' εγώ 'μουν εκεί μήδ' ο Λουκάς τού Μαρκή
|
|
Αν δε βρέξει τ΄αη Λουκά, χαρά εις τα βαρκά |
|
Του Αγίου Λουκά σπείρε τα κουκκιά αύριο
|
|
Του αποστόλου Λουκά φόρεσε, τζαί τ' άι (Γε)ωρκού βκάλε |
|
Όσα δεν πιάνει η Λουλού, τα κάνει µαργαριτάρια. |
|
Απ' ολούθε και απ' ούλα, ούλα τα μαζώνει η Λούλα |
|
Ο καιρός πουλεί τα λάχανα κι ο Μάης τα λουλούδια |
|
Τον έκανα λουλούδι |
|
Απάντησε μου, λυγερή, πότε θ' αλλάξουν οι καιροί; |
|
Αρχόντηνε η λυγερή κι αγόρασε λανάρι (εργαλείο όπου ξαίνουν το μαλλί). |
|
Όλα τάχει η λυγερή κι' ο φερετζές τής λείπει
|
|
Σε βοηθάνε, λυγερή και φαίνεσ' αντρειωμένη
|
|
Αρά και που θα να βρεθή, αρά και που θαλάχη ξανθομαλλούσα, λυγερή και μαύρα μάθια νάχη
|
|
Η ζόνι ζόνι τέσσερις, η μπετσικούλα πέντε, η κεραμιδοτρέχουσα σαρανταπέντε μέρες, κι' εγώ η πανώρια λυγερή δυόμισυ μηναράκια |
|
Η λυερή ψυχομαχεί τζιαι το κακόμ πειράζει
|
|
Που θα ᾿βρω τέτοια λυγερή, ξανθή και μαυρομάτα. Έχει το μάτι σαν ελιά, το φρύδι σαν γαϊτάνι, το δόλιο το ματόφρυδο σαν κρόσσι απ᾿ το μαντήλι. Κι αυτή τότε τους έδωκε τ᾿ ολόχρυσο γαϊτάνι. / «Όρίστε την πλεξίδα μου τον εδικό σας κόπο.» Χρυσό γαϊτάνι περιβάλλει όλα τα ανοίγματα και τον ποδόγυρο. |
|
Ο λύκος κι αν εγέρασε κι ασπρίσαν τα μαλλιά του, ούτε την γνώμη άλλαξε ούτε και τα μυαλά του. |
|
Μισακός ο γάιδαρος, για να τον φάει ο λύκος. |
|
Εβάλανε το λύκο να φυλάει τα πρόβατα.
ή
Βάλανε το λύκο να φυλάει το μαντρί. |
|
Άφησαν το λύκο να φυλάει τ’ αρνιά. |
|
Τούτον το ρούχο ήφηκεν τη δέσιν κ' ήπιασεν την λύση (=διαλύεται)
|
|
Σε τούτον – ν – κόσμο λύση ποτέ δεν απολείπει |
|
Η Μαγδάλω με το στόμα το μεγάλο |
|
Πρόκοψ’ η Μαγδάλω, το Σαββάτο το Μεγάλο |
|
Το άλλο το’ φαγε η Μαγδάλω με το στόμα το μεγάλο |
|
Έκαμ' ο σκαλτσάς σκαλτούνι κ' η Μαγδαληνή τσιπούνι! |
|
Έκαμε ο σκαλτζής σκαλτζούνι κι' η Μαγδαληνή τζιπούνι, κι' η Αννούλα μας φουστάνι ω τι σείσιμο που κάνει! |
|
Τη μάγισσαν π' εφοβέθεν παιδίν 'κ' εποίκεν |
|
Ράφτρα, κόφτα, μάγισσα, μοιρολογίστρα και μαμή |
|
Η πουτάνα σα γεράσει, πέντε τέχνες θε να πιάσει: μάγισσα, μαμή, μεσίτρα, φκιασιδού ή χαρτορήχτρα
|
|
Αυτή μαγιεύει και τ' άστρα |
|
Ζουντάνιψι η Μαλάμου, ζητάει του σ’χώριου πίσου |
|
Σ’ έναν λαιμό γερασμένο τα μαργαριτάρια κλαίνε. |
|
Τι του πρέπει του κασσιδιάρη;
Σκούφια με μαργαριτάρι
|
|
Τι του λείπει του ψωριάρη χάντρα (φούντα) με μαργαριτάρι.
|
|
Τί σου λείπει κασσιδιάρα (κασιδιάρη);
Μαργαριταρένη σκούφια
|
|
Όσο πίν' η Μαργαρίτα, τόσο μακροχαιρετάει
|
|
Τη δουλειά σου (Γεια χαρά σου), Μαργαρίτα, κι' η δουλειά μας πάει ντρίττα |
|
Όπου κάτης, Μάρκος είναι, κι όπου κάττα, Μαργαρίτα
|
|
Τρώγε πίνε Μαργαρίτα, μα έχε έγνοια και την πίτα |
|
Τι του λείπει του ψωριάρη χάντρα (ή φούντα) με μαργαριτάρι.
|
|
Πού πας Μαρία, Μαριώ,
Βιολιά ακούω και πάω να δω |
|
Αγάπα η Μάρω το χορό και βρήκε άντρα ζουρνατζή |
|
Η γης καταποντίζεται κι η Μάρω καθρεφτίζεται. |
|
Και η κουτσή Μαρία |
|
Κάνει την οσία Μαρία |
|
Λωλά χορεύγεις, Μαριορή, και φαίνονται τα τσα σου. |
|
Μη σε νοιάζει Μαριωρή, ξένη πίτα κι αν καεί. |
|
Ολα τα χε η Μαριορη, ο φερετζες της ελειπε |
|
Τα ’χεν η Μαριά στο νου της, τα ’βλεπε και στ’ όνειρό της, |
|
Χόρευε, κυρά Μαρού κι έχε κι έννοια του σπιτιού |
|
Αγάπαγε η Μάρω το χορό βρήκε και άντρα χορευτή |
|
Ένα το 'χει η Μαριορή, το στεγνώνει το φορεί |
|
Χόρευκε τζυρά Μαρού τζι έσιει τζι έννοιαν του μωρού. (ή του σπιθκιού) |
|
Μαριγούλα Μαριγώ, κι αν δε με θες, να κι εγώ! |
|
Λοαρκάζει τζι η Μαρικκού τον άντραν της μες στους πραματευτάες |
|
Μπρος Μαρία, πισ’ Αντώνης |
|
Έκανε η Μαριώ το Γιάννη κι άλλη γιο δεν έχει κάνει! |
|
Άμα ακούς Μαρία – Γιάννη, βάλε ψάρια στο τηγάνι, εξόν του μπάρμπα-Γιάννη. |
|
Άλλη καμιά δε γέννησε, μόνο η Μαριώ το Γιάννη. |
|
Η Οσία Μαρία είπεν, ενενήντα εννέα κι άλλ’ έναν εκατόν |
|
Μπρος Φραξία, πίσω Μαριγώ κι απο πίσω τα κοπελάρια. |
|
Μπρος Μαριώ και πίσω Αντώνα |
|
Σάρα, μάρα τζαι η κουτσή Μαρία |
|
Όταν οι άλλοι αποτρυγούσαν, η Μαρία έπλεκε καλάθι. |
|
Παντρεύτηκε η Μαρία και πήρε τον Αντώνη με τρύπιο παντελόνι |
|
Από μπροστά κυρά - Μαριά κι από πίσω κοφινόκωλη. |
|
Από μπροστά κυρά - Μαριώρα κι από πίσω κουτσοκώλα. |
|
Είχαμε τόσα σκατά, ήρθε και η Σκατομαριά. |
|
Χόρευε, Μαριά του Λιου κι έχε κι έννοια του σπιτιού |
|
Ντέρτι που το ‘χει η Μάρω που ‘ναι το μουνί της μαύρο. |
|
Το χωριό καιγότανε και η Μαριώ γαμιότανε. |
|
Έμπα στο χορό, να σε δω, κυρά Μαριώ |
|
Έχει κι’ άλλη μάνα γιο γη η Μαριά το Θόδωρο». |
|
Αν σου κάτσει η Μαρία, τύφλα να’ χει ο Διονύσης. |
|
Κατερίνες και Μαργιόλες, γιόμισαν οι στράτες όλες |
|
Η Μάρω μένει στα βουνά κι ο Γιάννος πάει στους κάμπους |
|
Αγγονίστην τζι η Πελλομαρού μηλλόπιτταν |
|
Μαριγούλα Μαριγώ, κι αν δε με θες, να κι εγώ!
|
|
Εν το βορτίν της Κέττας. |
|
Αγιά Μαρίνα με τα σύκα και Άγιος 'Λιας με τα σταφύλια |
|
Ο Αηλιάς κόβει σταφύλια και η Αγιά Μαρίνα σύκα.
|
|
Της Αγιάς Μαρίνας δείχνει, σύκον τζ’ αι σταφύλιν
τζ’ αι πορτίν στο γαλευτήρι |
|
Τ’ Αγιά-Μαρίνας μπαίν’ και το κούτρελο στ’αμπέλι
|
|
Της Αγιάς Μαρίνας σύκον, τ’Αϊ Λιά σταφύλιν
Τζ’ αι τ’ Αϊ Παντελεήμονα γεμάτον το κοφίνι.
(Κύπρος) |
|
Της αγιά Μαρίνας ρώγα και του άη -Λιός σταφύλι. |
|
Ο Προκόπης κόβει αγγούρια, η Αγιά Μαρίνα σύκα κι ο Αηλιάς τα σταφυλάκια μεσ’ στα βεργοπανεράκια. |
|
Της αγιάς Μαρίνας ρόβα τζαί τ' άϊ Ηλιού κνιζί |
|
Της Αγιά Μαρίνας σύκο και τ' Άϊ Κοσμά σταφύλι, τ' Άϊ Λιός με το μαντήλι, του Σωτήρος με το κοφίνι |
|
Της αγιάς Μαρίνας σύκο τ' άι Τσηρύκου φάε καρύδι, τ' άι Λιά φάει σταφύλι, πάρε τσαί στο πανηγύρι |
|
Τσ' αγιά Μαρίνας σύκο και τ' αλιτροπιού σταφύλι |
|
Αγιά Μαρίνα κόβει αγγούρια κ' η Κήρυκους κουλουκύθια |
|
Αγιά Μαρίνα μάραινε όλους τους κερατάδες |
|
Κουκούδι τση Παραμυθιάς και τση Αγιά Μαρίνας |
|
Άγια Μαρίνα μάρανε μάννα και θυγατέρα |
|
Εδώ έμπλεξα την Αγια Μαρίνα με το βήσσαλο |
|
Της αγιά Μαρίνας ρώγα, τ' αϊ Λιώς σταφύλι, της Παναγιάς μαντήλι |
|
Βορκάες της Αγίας Μαρίνας νέφη του προφήτη Ηλία: Ο γρόνος εν ναν καλός |
|
Αγιά Μαρίνα δωσ' μου σύκα κι άη Λιά άπλωσε και πάρε |
|
Άγια Μαρίνα έρχεται με το σύκο, με τ' απίδι και με το γλυκό σταφύλι |
|
Άγια Μαρίνα έρχεται με το σύκο, με τ' απίδι, με το κόκκινο σταφύλι |
|
Αγία Μαρίνα κόβει τα αγγούρια και η Σωτήρα τα σταφύλια |
|
Αγιά Μαρίνα φέρε σύκα τσ' άη Λιά, φέρε σταφύλια
|
|
Άγια μου Μαρίνα δώσ' μου σύκα και σταφύλι κάπου κι ανάρια να βρεθεί |
|
Άγια Μαρίνα δοσ' μου σύκα κι Άϊ λιά άπλωσ' κι έπαρε
|
|
Αγιά Μαρίνα κόβει αγγούρια κ' η Κήρυκους κουλουκύθια |
|
Αγία Μαρίνα κόβει τα αγγούρια και η Σωτήρα τα σταφύλια
|
|
Αγιά Μαρίνα φέρε σύκα τσ' άη Λιά, φέρε σταφύλια |
|
Αγιάς Μαρίνας με βορκά, νέφη τα’άη Ηλία
|
|
Απού του φόρου στου γκαλό τσι στην Αγιά Μαρίνα |
|
Η Αγιά Μαρίνα εν εφφοήθην πάρα τον Μάρτη την αυγήν και του Μα το μεσημέρι |
|
Καλού καλού άντρα μου, στην αγιά Μαρίνα μην πας |
|
Ο Προκόπης κόβ' αγγούρια κ΄η γ – Αγιά Μαρίνα σύκα |
|
Τ' Αγιά Μαρίνας σύκο και τ' Άη Λιά σταφύλι και τ' Άγιου Παντελεήμονα να πας με το κοφίνι |
|
Της Αγιά Μαρίνας με το μαντήλι και τ' Άη Λιόση με το κοφίνι
|
|
Της αγιά Μαρίνας ρόγα και της Παναγιάς σταφύλι, του Σταυρού με το κοφίνι
|
|
Της άγια Μαρίνας ρόγα, τ' άϊ Λιός σταφύλι και το δεκαπενταύγουστο γεμάτο το κοφίνι
|
|
Της Αγίας Μαρίνας δεν καν' δουλειά γιατί μιά βολά: Αγιά Μαρίνα μάρανε μάννα και διγατέρα!
|
|
Της αγίας Μαρίνας κρύπτονται πλέον σε δρεις μέχρι της ανοίξεως. |
|
Της Άγιας Μαρίνας σύκο, του Αη – Λιά σταφύλι και του Αγίου Παντελεήμονα γιομίζει το μαντήλι. |
|
Ο Μαρίνος και η νύφη |
|
Του κερά Μαριού τα λόγια τάχω ανώγια και κατώγια |
|
Αδελφέ Μάριε, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι. |
|
Μάριε, από που φυσάν οι μύλοι;
|
|
Μάριος και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
|
|
Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Μάριου κουταμάρες
|
|
Όπου κάτης, Μάρκος είναι, κι όπου κάττα, Μαργαρίτα
|
|
Σάν δέν είναι Γιάννης, ας είναι Μάρκος
|
|
Σάν κάμουν οι ελιές κρασί, θά βάλη κι' ο Μάρκος γνώση |
|
Μήδ' εγώ 'μουν εκεί μήδ' ο Λουκάς τού Μαρκή
|
|
Γιόκα μου Μάρκο, γύρισε, παγῶσαν τὰ λαζάνια |
|
Ο Νότης ετραγούδαγε σ᾿ του Μάρκου το κιβούρι / και λέει τραγούδια θλιβερά και παραπονεμένα |
|
Λες γιατί εγίνη διάκος πως δεν είν' ο μουρλομάρκος; |
|
Αν σε τσιμπήση ο Γιάννης βάλε άτσοχα να γιάνη, αν σε τσιμπήση ο Μάρκος σκάψε το λάκκο σου σαράντα σκαλοπάτια βάθος, κι αν σε τσιμπήση η Μαριά σκάψε ακόμη πιο βαθειά |
|
Κόψε ξύλον, κάμε Μάρκο
|
|
Κόψε πεύκο, κάμε Μάρκο
|
|
Όπου Μιχάλης παλαβός, Μάρκος δαιμονισμένος |
|
Κόψε ξύλον, κάμε Μάρκο
ή
Κόψε πεύκο, κάμε Μάρκο
|
|
Εμείναμεν σαν έμεινεν ο Χατζημάρκος πέρσι που λείψαν του τα κάρβουνα τζι εν είσιεν να δουλέψει. |
|
Ό τι Μάρκος ό τι Λιος τύφλα νάχουνε κι οι δυο |
|
Άγιε Μάρκε μου κάψε κι' άφησε κι' όλας |
|
Αυτά πάνε για τον άγιο Μάρκο μόνον, αλλά να δούμε |
|
Από 'σιει κόρην όμορφην του Μάρτη εν την δείχνει |
|
Μη σε γελάσει ο Μάρτης το πρωί και χάσεις την ημέρα |
|
Της Αγια – Μαύρας έρχεται ο καιρός της λαύρας. |
|
Το πολύμ μάση, χαλά το στομάσι |
|
Όπου θωρείς πολλήν αγάπην, περίμενε και την αμάχη. |
|
Αδελφή Μάχη, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
|
|
Όπου δης πολλή αγάπη, κάτεχε μεγάλη μάχη |
|
Κάλλιο πο μακριά κι αγάπη, παρά πο κοντά και μάχη |
|
Πέθανε να σ' αγαπώ και ζε να σ' έχω μάχη |
|
Νάχαν τ' αντρόγυνα κακό, να 'χαν τ΄αδέρφια μάχη |
|
Η μάχη κ' η κακία αθρώπους καταστρέφει και την αγάπη κ' η χαρά εξαφανίζει |
|
Μούτε κ τ΄αντρόυνο κακία μούτε κ τ΄αδέρφια μάχη
ή
Μάιδε τ΄αντρόγενο χολή, μάιδε τ΄αδέρφια μάχη
|
|
Ανάθεμα που μπιστευτεί στων αδερφών τη μάχη κι εις τ' ανδρόγυνο την κάκια απ' το ταχύ ως το βράδυ
|
|
Νάχαν τ' αντρόγενο χολή, νάχαν τ' αδέρφια μάχη, κ' μένα με το παιδί πάει να μπή και να βγεί
ή
Έχει τ' αντρόγενο χολή, έχουν τ' αδέρφ' αμαχή, έχει κ' η μάννα με παιδί, όσο να μπη και να 'βγη |
|
Μαχούλα, από που φυσάν οι μύλοι;
|
|
Μάχη και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
|
|
Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Μαχούλας κουταμάρες
|
|
Του' ή Μου’ ψησε το ψάρι στα χείλη |
|
Κάλλια κόκκινο μάγουλο, παρά μελανή καρδιά
|
|
Άσπρο χαρτί μαύρη μελάνη (βλέπει μόνον ο αγγράμματος)
|
|
Για χαρτί και για μελάνη τον καλό γαμπρό μη χάνης |
|
Άκουγε σακκοδεμένε τσαί στον τοίχο κομπισμένε, τα 'κατό γρόσα σίγουρα τσαί τη μελανή γαϊδούρα
|
|
Αδελφή Μελανεία, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
|
|
Μελανίτσα,από που φυσάν οι μύλοι;
|
|
Μελαινώ και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
|
|
Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Μελάνας κουταμάρες |
|
Ο Γρηγόρης εγρηγόρει κι ο Μελέτης εμελέτα, κι ο Γρηγόρης τηνε πήρε του Μελέτη τη γυναίκα. |
|
Ο Μελέτης εμελέταν τζι ο Γληόρης επελέκαν. |
|
Ανεμέλης ανεμέλα κι' ο Μελέτης εμελέτα κι' ο Μελέτης την επήρε τ' ανεμέλη τη γυναίκα
|
|
Ο Γληγόρης γληγορούνε κι ο Μελέτης μελετούνε κι έτσι πήρεν ο Γρηγόρης τη γυναίκα του Μελέτη |
|
Ο Μελέτης εμελέτα κι ο Γρηγόρης εγρηγόρα |
|
Του Μελέτη τη γεναίκα ο Γρηγόρης τηνε πήρε |
|
Αν έκαναν όλες οι μέλισσες μέλι θα το 'τρωγαν και οι γύφτοι. |
|
Χωρίς κηφήνες μελίσσι δεν υπάρχει. |
|
Αν δεν σε κεντρίσει η μέλισσα, μέλι δεν τρως. |
|
Αν είσαι μέλισσας παιδί κέντρωσε και μην λαλείς. |
|
Αν κάνανε ούλες οι μέλισσες μέλι δεν θα το χώραγε το κουβέλι. |
|
Οι μέλισσες δεν γίνονται σφήκες. |
|
Η μέλισσα από τα λουλούδια παίρνει το μέλι. |
|
Μια η βασίλισσα πολλές οι μέλισσες. |
|
Μια μέλισσα δεν κάνει μέλι. |
|
Δεν πα να ‘σαι και η Μάγια Μελάγια |
|
Η μελωδία είναι που κάνει το τραγούδι |
|
Είναι απάνω στο αϊβάζι να παντρευτεί
|
|
Η μελωδία άλλαξε αλλά το τραγούδι παραμένει το ίδιο.
|
|
Η ζωή είναι μια ωραία μελωδία. Μόνο οι στίχοι είναι λίγο μπερδεμένοι. |
|
Είδες του κάττου (γάτου) το μαλλί να κλώθετε μεταξι;
Είδες και του κακόγνωτου η γνώμη του να αλλάξει. |
|
Το ξέρει ο Αχμέτ, ο Μεχμέτ, και ο κόσμος όλος. |
|
Αν εν μήλον ν'αθθίσει, τζι' αν ρόβιν εννά λουβήσει.
|
|
Του Αγίου Μηνά βασιλεύει η Πούλια. |
|
Ο απόστολος Βαρνάβας ανοίγει τα παναΰρκα, τζ' ο άϊς Μηνάς βαδώννει τα
|
|
Τ’ Αϊ Μηνά εμήνυσα και τα’ Αϊ Φιλίπ’ αυτού είμαι, με κουβάρια ράμματα, με σακιά μπαλώματα
|
|
Της αγιάς Μαρίνας σύκον, τ' άϊ Μηνά σταφύλιν τζαι τ' Άη Παντελεήμονα γεμάτον το κοφίνι
|
|
Άη Μηνάς το μήνυσε, κι΄ο Φίλιππος το καρτερεί |
|
Άφσ΄τους άι Μηνά και σείρε |
|
Δεν μαντινιέρει ο φίλος του ποτηριού και μετρά τις μέρες: Έλα και φτάσε “Άι Μηνά μου καλοκρασά μου” ν΄ανοίξουμε τα νέα κουρούπια |
|
Έλα άι μου Μηνά μου καλοκρασά μου! |
|
Εαν δεν έλθω του Αγίου Μηνά. Του Αγίου Φιλίππου είμαι αυτού και να μου χαιρετάς παλιοκαπάδες |
|
Ο Άι Μηνάς με μήνυσε κι Άι – Φίλιππας με φίλεψε |
|
Ο Άι Μηνάς το μήνυσε και ο Φίλιππος το καρτερεί |
|
Τ' Άη – Μηνός εμήνυσα, τ' Άη – Φιλίππου φίλησα τα βουνά και ζύγωσα, κι' αυτού κοντά τ' Άη Νικολάου φωτοβολώ μονάχο μου!
|
|
Του Αγίου Μηνά Άη Μηνάς μου μήνυσε κι ως τ΄ Άη-Φίλιππα είμ΄αυτού, λέει το χιόνι
|
|
Ο άι Μηνάς εμήνυσε, πούλια μαι' ξημερώση |
|
Έχ' ο Θεός κι Άγιος Μηνάς, έχει κι' η γειτόνισσα για 'μάς!
|
|
Η μέρα πάει να χαθή κ' εθέριεψεν η νύχτα κι' Άϊς Μηνας εμήνυσε, μη ξημερώσ' η πουλια
|
|
Ο Μηνάς εμ που μηνά – τους γουννάτους σαιρετά τους τους τσουππάτους προσκυνά τους – τζαι τους ασπροζιμπουνάτους – σούζει τους τζαι πελεκά τους |
|
Τ' Άη Μηνός εμήνυσα κι τ' Άη Φιλίπ' αυτού είμι |
|
Τ' Άη – Μηνός μπαίνει χειμώνας |
|
Τ' άι Μηνός εμήνυσε και τ' άι Φιλίππου αυτού είμαι. Χαιρέτα και τους φίλους μου τους παλιοσιγκουνάδις
|
|
Τον άη Μηνά εμήνυσε, τ' άη Φιλίπωπ αυτού ειμί, τσ Παναγίας αβόλητα
|
|
Εαν δεν έλθω του Αγίου Μηνά. Του Αγίου Φιλίππου είμαι αυτού και να μου χαιρετάς παλιοκαπάδες |
|
Τ' Άη – Μηνός μπαίνει χειμώνας |
|
Ουκ εα με καθεύδειν το του Μιλτιάδου τρόπαιον. |
|
Καλό κρασί κακό κεφάλι |
|
Ο Μιχαήλ ο οποίος κρατεί την ρομφαίαν “παίρνει τις ψυχές, ο δε Γαβριήλ με την ζυγαριά ζυγίζει αυτές”
|
|
Όπου Μιχάλης παλαβός, Μάρκος δαιμονισμένος |
|
Αδελφέ Μιχάλη, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
|
|
Κόψε ξύλο κάμε Κώστα κι άπό κουτζουπιά Μιχάλη. |
|
Μιχάλης και μυαλό, καβούροι με φτερούγες. |
|
Ψόφσι(ν) του βόιδ, πέθανι(ν) ου Μχάλτς |
|
Χα ο Μουχάλτς, χα και το χάλνατ' |
|
Μιχαλάκη, από που φυσάν οι μύλοι;
|
|
Όπου Μιχάλης παλαβός, Μικές παλαβωμένος
|
|
Κάκιουσι Μχαλιός κι γύρσι του βρακί τ' αλλιώς
|
|
Έτσι τζ' αλλοιώς επέθανεν ο Μιχαληός |
|
Κάκιωσεν ο Μαγαλιός γύρισε τον κ.... εμπρός |
|
Τα ’φερε ο διάολος κι η σκούφια του Μιχάλη. |
|
Χρωστάει του Μιχάλη
ή
Χρουστάει του Μχάλ’ |
|
Χωστά χωστά τον έκαμε ο Μιχελής το γάμο, γιατί ήταν λίγα τα ψωμιά και το χωριό μεγάλο. |
|
Γρωστεί (χρωστάει) της Μιχαλούς |
|
Μονικούλα,από που φυσάν οι μύλοι; =
|
|
Μονικούλα και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
|
|
Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Μόνικας κουταμάρες
|
|
Αδελφή Μόνικα, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
|
|
Η Μόσχα δεν πιστεύει στα δάκρυα
|
|
Στη Μόσχα, όλοι θα βρουν κάτι, εκτός από τον πατέρα και τη μητέρα τους |
|
Μοσχούδα, από που φυσάν οι μύλοι;
|
|
Μοσχούλα και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
|
|
Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Μόσχως κουταμάρες |
|
Το μήλο όσο κρύβεται τόσο μοσχομυρίζει
ή
Το μήλον όσον κρύφκεται, τόσον μουσκομυρίζει
|
|
Όποιος δουλεύει μοσχομυρίζει κι όποιος κάθεται βρωμάει
|
|
Μη μαλώσης με βρωμούσα, μη σου πη τις βρωμιστές της, μη μαλώσης με το μόσχο, θα σου πη τις μυρουδιές του
|
|
Μόσχος αδιαφόρετος καθάρια βρώμα
|
|
Πικρή κι η λυγαριά αλλά μοσχομυρίζει
|
|
Αδελφή Μόσχω, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
|
|
Εάν το άλας μυρανθή, εν τίνι αλεσθήσεται;…
|
|
Για συγγνώμη και για μύρο κίνησε να πας στην Σκύρο.
|
|
Χύνωμεν μύρον εις την φακήν
|
|
Αντάν να σ' εύρω με πολλούς, Γειά σου τζυρά κουμέρα, τζαντάν να σ' εύρω μονησήν, τα μύρα πάσιμ πέρα |
|
Κάλλιο μύρτια και στο λόγγο παρά τ' άντερα στον κώλο
|
|
Όποιος περάσει και δε με πιάσει την αγάπη του να χάσει |
|
Απού περάση από μυρτιά και δεν πάρη κλωνάρι, να μη χαρή την νεότην του, και ας είν'και παλληκάρι
|
|
Για συγγνώμη και για μύρο κίνησε να πας στην Σκύρο. |
|
Αντάν να σ' εύρω με πολλούς, Γειά σου τζυρά κουμέρα, τζαντάν να σ' εύρω μονησήν, τα μύρα πάσιμ πέρα
|
|
Έφερε του Μωυσή τα κόκκαλα
|
|
Θαρρεί πως βαστά τον Μωυσήν από τα γένεια
|
|
Τον περιμέναμε σαν το Μωυσή να 'βγη από τη θάλασσα!
|
|
Βρήκ’ ο Φίλιππος το Ναθαναήλ κι η κοπριά τα λάχανα. |
|
Βρήκε ο Φίλιππος το Ναθαναήλ |
|
Άμα θες σύντροφο άξο, πάρε νύφη από τη Νάξο.
|
|
Μη λες χαζά και ναστραδίνκα |
|
Σαν του Ναστραδίν χότζα το βιολί |
|
Του Νασταδή – χότζα οι δουλειές
|
|
Ποίτσεν δα 'αν τον Ναστραδί – χοτζά |
|
Αδελφή Ναταλία, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι. |
|
Ut canis e Nilo |
|
Όποιος πιει νερό από το Νείλο, ξαναγυρίζει στην Αίγυπτο
|
|
Φυτούλη, από που φυσάν οι μύλοι; |
|
Φύτος και μυαλό, καβούροι με φτερούγες |
|
Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Νεόφυτου κουταμάρες |
|
Αδελφέ Νεόφυτε, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
|
|
Φόβος Δημητρίου κι αγίου Νέστορος
|
|
Η γριά Νέτζω χάλευε τον Δεκέμβρη μήνα κεράσια. |
|
Αδελφή Νίκη, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
|
|
Νικίτσα, από που φυσάν οι μύλοι;
|
|
Νικούλα και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
|
|
Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Νίκης κουταμάρες
|
|
Η νίκη πάει σ' εκείνον που του ανήκει! |
|
Όπου Συμιακός Νικήτας κι όπου Χιώτης Παντελής |
|
Από του Άη – Νικήτα κοίτα και από του Άη – Γιωργιού ξεκοίτα. |
|
Ώ πλην γυναικός τα δ' άλλα Νικηφόρος.
Ο τελευταίος στίχος από το επίγραμμα στον τάφο του Νικηφόρου Φωκά
|
|
Άλλος στου Κόκλα κι άλλος στου Πυρή |
|
Ο άη Νικόλας ο σπάστα όλα, κάφτα όλα, και αγάπα με |
|
(Περι) Γέλα του Νικόλα, να περάσεις τολ λιμνιώνα |
|
Αγία Βαρβάρα μίλησε κι ο Σάββας απολογήθη: - Μαζώχτε ξύλα κι άχερα και σύρατε τα στο μύλο, τι ο Άγιο Νικόλας έρχεται στα χιόνια φορτωμένος. |
|
Άγιε μου Νικόλα σώσε με και σου τάζω τον αδερφό μου καλόγερο. |
|
Αϊ Νικόλα Καραβιάρη, κάνε μου και τούτη τη χάρη. |
|
Μπρος πίσω του Χριστού τα Νικολό – Βάρβαρα. |
|
Του Αγίου Νικολάου κοντά στο γρέκι, γιατί ψοφούν τα γίδια. |
|
Αγία Βαρβάρα φώναξε κι Άγιος Νικόλας απεκρίθη.
|
|
Άγιος Νικόλας φώναξε, Βαρβάρα απολογήθη και συ μικρέ Σαββατιανέ φύγε από την μέση.
|
|
Άγια Βαρβάρα εγέννησε Σάββα κι' άη Νικόλα |
|
Άε Βαρβάρα φύσα, άε Σάββα βρέξον, άε Νικόλα σόνστσον |
|
Άι Βαρβάρα (γ)έννησε, γι' η Στελιανή το δέχτη, κι άης Νικόλας το 'κουσε, γιατί πά να το βαφτίση |
|
Άγιε Νικόλα βόηθα με, Βαρβάρα μου λυπήσου με και συ καημένε Σπυρίδωνα θυμήσου με.
|
|
Ένα ο λύκος τρία ο Νίκος |
|
Εις τις τριάντα τ' Αντρία, στις έξι του Νικόλα
ή
Αντριάς και μήνας, στ' ς έξ κι' άη Νικόλας |
|
Αϊ μου Νικόλα κάψε κι άφης κιόλα
|
|
Νικόλα, Νικόλα που σκότωσις τη μάννα σου με μια παλιοπιστόλα |
|
Τι λέγεις παπά Νίκο; Ό,τι λέγ' ο παπα – Κώστας |
|
Όρτσα, καπετάν Λολή, γιατ' ο κάρλακας λαλεί. Όλο όρτσα εγώ πάω και τον κάρλακ' αγρικάω
|
|
Τα Νικολοβάρβαρα και τα βουνά τρομάξαν |
|
Άι Γιώργη Σκυριανέ, άι Νικόλα ψαριανέ, Ταξιάρχη Παναρμιώτη και αι Γιάννη Κρανιδιώτη
|
|
Άγιος Ηλίας στα βουνά κι΄άη Νικόλας στα πελάγη
|
|
Τ' Άη – Μηνός εμήνυσα, τ' Άη – Φιλίππου φίλησα τα βουνά και ζύγωσα, κι' αυτού κοντά τ' Άη Νικολάου φωτοβολώ μονάχο μου! |
|
Άγις Γεώργις σκορπά τα παιδιά, Άγις Δημήτρις τα μαζώνει κι άγις Νικόλας καλά τα συμμαζόνει = Σημείον της διασποράς και παλινοστήσεως των κατοίκων
|
|
Αν δεν έλθω τ' αγιού Στρατηγού θάρθω τ' άγιου Φιλίππου κι' αν δεν έλθω τ' άγιου Φιλίππου τα Νικολοβάρβαρα με παιδιά μου, με σκυλιά μου
|
|
Βαρβάρα βαρβάρων', Σάββας σαβανών', άη Νικόλας παραχών', άη Γιώργης ξιναχών΄, άη Δημήτρης τα μαζών΄ |
|
Άγιος Σάββας σαβανών άγι Νικόλας παραχώνει κι άγι Σπυρίδων ξεπαραχώνει |
|
Τώρα έχομε Νικολοβάρβαρα |
|
Τα Νικολοβάρβαρα για βρέχει για χιονίζει
|
|
Άγιε Νικόλα, βόηθα με!-Σήκω και συ, Νικόλα μου
|
|
Όπου δόξα κι παντιέρα, δέξου και τουν κυρ Νικόλαν |
|
Απού ‘χει σερνικό παιδί και δεν το βγάλει Νίκο, κάλλιο να ανέβει στα βουνά να παίζει τον περδίκο |
|
Αη-Νικόλα βόηθα με. Κούνα και συ τα χέρια σου. |
|
Θαρρώ, για τούτο και πολλοί Γάδαρον δεν σε κράζουν, αλλά ως τιμιώτερον, Νίκον σε ονομάζουν. Το όνομα εκέρδισες αυτό με πονηρίαν, και την ζωήν σου έγλυκες απ’ αύτα τα θηρία… |
|
Μίλα με τον Νικολή που έχει την άδεια την πολλή |
|
Ο ἁι-Νικόλας ἀσπρίζει τὰ γένια του |
|
Χωρίς κουπιά κατ άρμενα, άγιε Νικόλα, βόηθα |
|
Τρέχα γύρευε και Νικολό καρτέρει. |
|
Ήρθαν τα Νικολοβάρβαρα |
|
Χαιρέτα μου τον πλάτανο και Νικολό καρτέρει. |
|
Η Βαρβάρα βαρβαρώνει, Αϊ-Σάββας σαβανώνει κι ο Αϊ- Νικόλας παραχώνει. |
|
Άγια Βαρβάρα γέννησε, κι Αη-Σάββας το εδέχθη, κι ο Αη-Νικόλας έτρεχε να πάει να το βαφτίσει… |
|
Άγια Βαρβάρα μίλησε, Νικόλας απολογήθη κι εσύ κακόσαββα πού βρέθηκες στη μέση; |
|
Βαρβαρίτσι, Νικολίτσι, Σάββα τι ήθελες στη μέση; |
|
Άγια Βαρβάρα μίλησε, κι Αη-Σάββας αποκρίθη, κι άγιος Νικόλας έρχεται στα χιόνια φορτωμένος. |
|
Τρέξε Γιάννη γύρευε και Νικολό καρτέρει. |
|
Μπρός πίστα του Χ'στού, τριγύρου τ' Άη – Ν'κόλα |
|
Γέλα γέλα το Νικόλα μέχρι να τα φάμε όλα. |
|
Νικολοβάρβαρα πυλομένα πιλίνια γεμοσμένα
|
|
Του Αγίου Νικολάου που ’ναι της στεριάς και του πελάου (πελάγου). |
|
Μπρος πίσω τα Νικολοβάρβαρα βαρύ χειμώνα κάνει. |
|
Απ’ τα Νικολοβάρβαρα αρχίζει ο Χειμώνας. |
|
Εγώ όταν σου μιλώ, εσύ άλλα των αλλών μπαρμπανικολό. |
|
Άγιος Σάββας κάθεται κι Άης Νικόλας στέκει. |
|
Αν τ' Αγιού Φιλίππου λείπω στ΄άγια των αγιώ δεν έρθω, τ' Άη – Νικόλ' απόξω στέκω. |
|
Γι' αυτό, Γιαννάκη, δεν κερνάς και Νικολό δεν πίνεις
|
|
Άη-Νικόλα Βαρβάρα τσαί οι τοίχοι βράζουν |
|
Αν σε φάη οχηά καν και παρηγοριά. Αν σε φάη ο γυιός της Μπίλιος όσο να κεντρώση ο ήλιος. Αν σε φάη ακονάκι ξυναράκι και φκιαράκι και στο Άγιο Νικολάκι
|
|
Γέλα γέλα το Νικόλα μέχρι (ή όσον) να τα φάμε όλα. |
|
Γιώργο Γιάννο γύρευε και Νικολό καρτέρει |
|
Μπρος πίσω τα Νικολοβάρβαρα / πέφτουν χιόνια τάρταρα.
|
|
Όρσα λαπάντα τόβαλεν ε Νικολός το φέσι τσ' ένας γαδαροποντικός την νύχτα θα το χέση |
|
Τ' άη Νικολοβάρβαρα η βρέχει ή χιονίζει, τριγύρω τα Χριστούγεννα κ' οι τοίχοι αποξυλώνουν
|
|
Τα Νικολοβάρβαρα τσαχάλα 'ναι στα μάρμαρα |
|
Του αγίου Λουκός, λουκάνικα τ' αγίου Θοδώρου πίττες και τα Νικολοβάρβαρα τρώνε τες τηγανίτες
|
|
Νίνα λουκ γιάλου, νίνα λουκ βουνέλου |
|
Αδελφή Νιόβη, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
|
|
Νιοβούλα, από που φυσάν οι μύλοι; |
|
Νιοβούλα και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
|
|
Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Νιόβης κουταμάρες
|
|
Πως θα κάμη ντιν και ο Νούλλας κάτι! |
|
Η μέρα με τη νύχτα. |
|
Αν ήξερες δυο γράμματα την άλφα και την βήτα και το Σταυρέ, βοήθει μοι, κι αν έπεφτει την νύχτα |
|
Εκεί που σ’ αγαπάνε δεν είναι ποτέ νύχτα. |
|
Μήτε νύχτα δίχως μέρα, μήτε νιος δίχως αγάπη. |
|
Όσο με βόηθηκε η νύχτα και η αυγή, δε με βόηθηκε μήτε μάνα μήτε αδερφή. |
|
Έγινε η νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου. |
|
Η νύχτα βγάζει επίσκοπο κι η αυγή μητροπολίτη. |
|
Χάν Νώε το κγαρκγά (κόραξ) πώμεν σο λες (πτώμα) |
|
Πήγε σαν τον κόρακα του Νώε |
|
Κάμε με Νώε, να σε κάμω πλούσιον
|
|
Κάμε με Νώε, να σε κάμω προφήτη!
|
|
Λογαριάζω χωρίς τον ξενοδόχο
|
|
Αδελφέ Ξενή, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
|
|
Ξενοφάκη, από που φυσάν οι μύλοι;
|
|
Ξενοφός και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
|
|
Όποιος δουλεύει βασιλιά,
πρέπει το νου του νάχει!
Όχι το νου του βασιλιά
παρά τον εδικό του |
|
Ο κόλυμπος του Μαραμπά είναι καταραμένος,
γιατ έππεσε της Ολυμπούς μέσα ο χαρτωμένος |
|
Από τα δυο κι όμηρός δεν έχουν άλλο μετρημούς τα κέρατα
|
|
Ιδές αν πας όμηρος, μη μείνη ο χθρός σου πίσω!
|
|
Φέρε του διαόλου την αθιβυλή να τονε δεις όμηρός σου
|
|
Άκρην ηύρηκε ο στραβός μητ' οσίου μητ' όμηρός |
|
Όπου αγάπη, εκεί Χριστός. Όπου ομόνοια, εκεί ευλογία Θεού
|
|
Ρήνεια μόνοια,νά σκάσουν τά δαιμόνια = Ειρήνη και ομόνοια να σκλασουν τα δαιμόνια
|
|
Η ομόνεια φτιάνει (κτίζει) σπίτι και η διχόνοια το χαλάει (γκρεμίζει)
|
|
Αλλού το όνειρο και αλλού το θαύμα |
|
Έγινε (κατάντησε) σαν τον άγιο Ονούφριο |
|
Ο Νουφρής με τα λόγια κτίζει ανώγια τζιαι κατώγια |
|
Α δεν ήθε' γεννηθεί σπανός (ο) Νούφρης, δεν απόχταε γένεια που ναν του κατεβαίνουν ως τα γόνατα |
|
Ό Άης Νούφρης ήτανε σπανός κι εδεήθηκε στο Θεό να του δώση γένεια. Μα ο Θεός το παράκαμε και του 'δωσε ναν τα 'χη ως τα γόνατα. |
|
Ο Άις Ρούφνης ρουφά τα στάχυα |
|
Αρχόντεψε ο αϋφαντής και πάει στα ουράνια, και κρέμοντ' απ' τον κώλο του μασούρια και καλάμια |
|
Καλά είν και τα ουράνια μεν που πέφτουν κ' αλλάργα μας
|
|
Όποιος είναι καλός, βλέπει τα ουράνια
|
|
Τα Φώτα ανοίουν τα Ουράνια.
|
|
Καθαρός ουρανός αστραπές δε φοβάται. |
|
Ανεβαίνω στον ουρανό και καταβαίνω στον Άδη
|
|
Αύγουστος επλάκωσε άκρια του χειμώνα. Ο ουρανός βάζει τα ρούχα του και τα δικά μας πούντα;
|
|
Να φας καμιά, να σε φανή ο ουρανός σφοντύλι |
|
Ο ουρανός έμνωξε στη γης τίποτα να μη γένη και να μη μολοηθή
|
|
Παλιός ουρανός γκρεμάει, καινούργιος γίνεται |
|
Τί βρέχ' ο ουρανός και δεντο πίν' η γη; |
|
Ώρες μου φέγγεις ουρανέ, ώρες μου συννεφιάζεις.
|
|
Είπαν της γρηάς στον Ουρανό γίνεται γάμος κι' αμέσως ερώτησε; από που είναι η σκάλα; |
|
Εντάκανε ο ουρανός τσ' η γης δε το δέχτη!
|
|
Στον ουρανό σε γύρευα και στην γη σε βρήκα. |
|
Καθάριος ουρανός μηδ' αστραπές μηδέ βροντές
|
|
Με το κερί σε έψαχνα και με τον ήλιο σε βρήκα.
|
|
Οὖτις ἐμοὶ γ' ὄνομα |
|
Του Δεκέμβρη τ' άσπρα φρύδια είναι φτιαγμένα από παιχνίδια ...
|
|
Όποιος τα φρύδια του ζαρώνει, διεστραμμένα σκέφτεται· τα χείλη του δαγκώνει κι ολοκληρώνει το κακό.
|
|
Δεν είδα από το μάτι θα δω από το φρύδι; |
|
Ο τσιγγούνης άνθρωπος παρατάει τα μάτια, κλαίει για τα φρύδια,
|
|
Μαύρα μάτια σαν κιράσια κι' τα φρύδια σαν γαϊτάνια
|
|
Για παροιμιες κλπ πηγαίνετε στο αντιστοιχο γυναικείο |
|
Το αντρόγυνο της Αγίας Παρασκευής |
|
Ως τ' άγι- Αντωνιού παγώνα πάει η τρούλλα του χειμώνα |
|
Εν τη απαλάμη και ούτω βοήσωμεν |
|
Βαρώ τα παλαμάκια για ένα (ή τον τάδε)
|
|
Επόμεινε Γιώτα μονάχη σαν το πουλί στο κλα(δ)ί |
|
Αδελφή Γιώτα, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
|
|
Απ' τ' ολότελα, καλή ειν' κι η Παναγιώταινα.
ή
Απ' το ντιπ κι' ολότελα καλή είν' κι' η Παναγιώτενα |
|
Όπ' γάμος κι η χαρά, η Παναγιώτα μας μπροστά. |
|
Δώδέκα Παλουμπαίοι δέκατρείς καπεταναίοι και ο Γιώτης με το Λια δεν έχουνε δουλειά
|
|
Έγιν' ο Πάνος μπιστικός, βαρεί και τη φλογέρα
|
|
Ο Γιώτης με το Λιά δεν επιάσανε δουλειά, άν επαίρνανε δουλειά θα χαλάγαν το Μωριά
|
|
Όπου γάμος και φαί, δέξου και τον Παναή
|
|
Όλα είναι ματαιότης, που ‘λεγε κι ο Παναγιώτης |
|
Τα έκαναν τάτσι μίτσι κότσι, και σε συντόμευση 'Τα τακιμιάσανε"
|
|
Θα πει τον δεσπότη Παναγιώτη. |
|
Λες που τονέ λένε Παναγιώτη, που είναι άγιος!
|
|
Ανοίγω (Άνοιξε) το κουτί της Πανδώρας |
|
Σαν τον Παντελή, είναι στο χωριό πολλοί = |
|
Της Αγιάς Μαρίνας σύκον, τ’Αϊ Λιά (Μηνά) σταφύλιν
Τζ’ αι τ’ Αϊ Παντελεήμονα γεμάτον το κοφίνι.
(μαντήλι) |
|
Όπου Συμιακός Νικήτας κι όπου Χιώτης Παντελής |
|
Κουτσοί, στραβοί στον Άγιο Παντελεήμονα.
ή
Κουτσοί, στραβοί κι ανάποδοι στον Άγιο Παντελεήμονα. |
|
Τα ίδια Παντελάκη μου τα ίδια Παντελή μου. |
|
Απ’ το νιο στον Παντελιό, τύφλα να ’χουνε κι οι δυο. |
|
Λες να πης, κυρ Παντελέο, μα δεν ξέ'ς κι' εγώ τι λέω |
|
Όπου κουτσός κι όπου στραβός, τσίρος και γόμπος (καμπούρης), και σπανός στον Άη-Παντελεήμονα |
|
Από τον Πάντο παντοχή κι' από τον Πρόκο προκοπή |
|
Άγιε μου Παντελεήμονα, πάει το πουλί που ημέρωνα
|
|
Από τ' Άι – Παντελέμονα πέντε μέρες κι' Άοστος
|
|
Κουτσοί στραβοί στον Άι Παντελέο
|
|
Τα προιτζιά της Παντελούς μας, ούλλομ μέσκια τζαι παπουτσια |
|
Τα προιτζιά της Παντελούς μας, ούλλα σκέπες τζαι μαντήλια
|
|
Αδελφή Παντελεούσα, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
|
|
Παντελίτσα, από που φυσάν οι μύλοι;
|
|
Παντέλα και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
|
|
Τον έπιασε ο Πάπιας |
|
Το ξύλο βγήκε απ’ τον Παράδεισο. |
|
Μοναχός σου μήτε στον παράδεισο. |
|
Είπεν ο αγάς: "Ε, Παρασκευά!" |
|
Αδερφός του Γιάννη είναι ο Παρασκευάς |
|
Πού αράζουν οι στραβοί, στην Αγιά Παρασκευή.
ή
Που κονέβουν οι στραβοί, στην άγιαν Παρασκευή |
|
Εποταβρίστην ο κάττος να φα λαρτίν τζι εν τω φτάσε, τζιαι είπεν εμ Παρασκευή σήμερα
ή
Κάτα σο κρέας κι έφτασεν και είπεν: Παρασκευή έν'. (Ποντιακή) |
|
Αν είν' τα Σάατα (Σάββατα) μακριά, Παρασκευές κοντά 'ναι |
|
Ούλοι οι λωβοί στην Αγία Παρασκευή! |
|
Άγια μου Παρασκευή δοσ' μου σύκα και σταφύλι Παρ' το καλαθάκι σου και έλα |
|
Τετάρτη και Παρασκευή τα νύχια σου μην κόβεις και Κυριακή να μη λουστείς, αν θέλεις να προκόβεις. |
|
Το γέλιο της Παρασκευής εν κλάμα του Σαββάτου.
ή
Όποιος γελάει την Παρασκευή, κλαίει το Σαββάτο. |
|
Το κλάμα της Παρασκευής εν γέλιο του Σαββάτου |
|
Άλλα είναι τα μεγάλα, κι άλλο της Παρασκευής το γάλα |
|
Κουτσοί στραβοί στην Αγία Παρασκευή |
|
Άγια Δευτέρα βούϊθα μου και Τρίτη και Τετάρτη και Πέμπτη και Παρασκευή, ποτέ δουλειά μήν κάμω |
|
Άϊντε, αυτός γεννήθηκε τη Μεγάλη Παρασκευή |
|
Απου ΄χει αγάπη στα μακρά και θέλει να γοργόρθη την Πέφτη αργά μην ανελή, την Παρασκευή μην κλώθη |
|
Βάλε ψάρια στο τηγάνι, Παναγιά και αγιο-Γιάννη |
|
Δευτέρα μέρα του θεού και Τρίτη των αγγέλων, Τετράδη των αμαρτωλών και Πέφτη των δικαίων, Παρασκευγή των Τούρκαλλων, Σαββάτο των Εβραίων και Κερεκή των Χριστιανών, των μοσκομυρισμένων
|
|
Η Αγία Παρασκευή γυρίζει όλη νύχτα. Πηγαίνει στα σπίτια, κάθεται και την βλέπουν κάθε μέρα
|
|
Η Αγία Παρασκευή είναι για τα μάτια και για όλα είναι
|
|
Η Αγία Παρασκευή τιμωράει εκείνες που δεν φυλάν τη μέρα της
|
|
Καλότυχος που πέθανε Παρασκευή το βράδυ, για να τον κατεβάζουνη Σαββάτο εις τον Άδη |
|
Καλώς την την Παρασκευή, που φέρνει το Σαββάτο
|
|
Όποιος χαλάει την Παρασκευή, νηστεύει το Σαββάτο
|
|
Παρασκεβγοπλυμένη μου και σαββατοστεγνώστρα |
|
Παρασκευή και Σάββατο ωθές να ξημερώσει, την Κυριακή τ' απόγευμα ωθές να ξαστερώσει
|
|
Παρασκευή στον άντρα μου, Τετάρτη στα παιδιά μου και το Σαββατοκύριακο είναι για την αφεντιά μου
|
|
Παρασκευή τον άντρα σου Τετάρτη τα προικιά σου
|
|
Παρασκευή τον άντρα σου, Τετάρτη τα παιδιά σου, δεν έχεις άντρα και παιδιά, κοίτα τα δυό σου μάτια
|
|
Παρασκευή τα κόκκινα, Τετράδη τα γεράνια
|
|
Παρασκευή, πάω στην εκκλησιά την αυγή
|
|
Τετράδη και Παρασκευή λάδι μη ρίξης στο φαί
|
|
Τη Δευτέρα και την Τρίτη έπαιζε με το Δημήτρη την Τετάρτη και την Πέφτη εσιαζόνταν στον καθρέφτη την Παρασκευή Σαββάτο όλη μέρα εκοιμάτο και την Κυριακή ερώτα κάνετε γειτόνοι ρόκα;
|
|
Την Παρασκευή θα σε παντρέψω, κόρη μου. Από την Πέμπτη θέλω γω
|
|
Τσ' Παρασκευής η λάμψ' τσ' Κυριακής η κλάψ' |
|
Τση Παρασκευγής τα 'έλοια του Σαββάτου μοιρολόια (ή κλάματα)
|
|
Ώσπου δεν διής Μιγάλ' Παρασκευή, Πασχαλιά δεν έρχιται
|
|
Πίν' ο Κώτσος βρίσκει τον Παρίση |
|
Κανένας δεν πεθαίνει παρθένος. Η ζωή τους πηδάει όλους. |
|
Ο κόσμος σκηνή, ο βίος πάροδος. Ήλθες, είδες, απήλθες
(Αρχαίο Ελληνικό γνωμικό) |
|
Κακά παιδιά κουναρεί ο Πάσχος |
|
Τα λόγια σου και του Πασχάλη τα χάπια
|
|
Του Κωλέττη τα λόγια και του Πασχάλη τα χάπια
|
|
Έχασε τ’ αυγά και τα πασχάλια (ή τα καλάθια) |
|
Ο Απρίλης με την Πασχαλιά και τα κόκκινα τ’ αυγά. |
|
Κάθε μέρα δεν είναι Πασχαλιά. |
|
Έχασε τα αυγά και τα Πασχάλια |
|
Απρίλης - Πασχαλιά, χελιδόνια, φως, χαρά! |
|
Αδελφέ Πατρίκιε, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
|
|
Πατρικούλη, από που φυσάν οι μύλοι;
|
|
Πατρίκιος και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
|
|
Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Πατρίκη κουταμάρες |
|
Την ημέρα τ' αγίου Παύλο ρόγα ΄ναι στον κάμπο |
|
Που είν ο Πέτρος που είν ο Παύλος, που είν ο αφέντης ο μεγάλος
|
|
Ο πασαείς τον Παύλο του Παυλούδαρο τον έχει
|
|
Ἑκατόν Παῦλοι ἀπέθανον καί ἕκαστος τόν ἴδιον Παῦλον ἐθρήνει’
ή
Κάθα είνας τον Παύλον ατ' κλαίει |
|
Ο Πέτρος είν' τού Παύλου κι ο Παύλος είν΄ τού Πέτρου
|
|
Τ' είχες Πέτρου; τ' είχες Παύλου; |
|
Κάθε Παύλος έχει τη δική του αλήθεια.
|
|
Εννοίξαν τον απόστολον τσ΄εμίλησεν ο Παύλος βαστάζετε τον κώλο σας τσαί θα τιρντίση ναύλας |
|
Άη Παύλος κατεβαίνει κ΄η προβέντζα τόνε φέρνει |
|
Από τημ Πάφου έρκουμαι, τζαί Κορφήν κανέλα.
Κατέβασ' το καπέλλο σου, για να φαν' η κουμπρέλλα
|
|
Απόκρια στη Λεμεσσόν τσαί Πασχαλιά στην Πάφο |
|
Αντάν γιωρκήση Πάφου πιάσ' τα ρούχα σου και χάχου
|
|
Χρυσός Δανάην έπεισεν εθέλουσαν. |
|
Της πέρδικας απ’ τη λαλιά της βρίσκουν τη φωλιά. |
|
Ήρθε η ώρα η καλή, η ώρα η βλογημένη, να πάρει ο αϊτός την πέρδικα, τη χρυσοπλουμισμένη |
|
Καλώς τηνε την πέρδικα την αηδονολαλούσα. |
|
Κοντή γυναίκα πέρδικα, ψηλή καρακαηδόνα |
|
Καλώς τηνε την πέρδικα που περπατεί λεβέντικα! |
|
Απού ‘χει σερνικό παιδί και δεν το βγάλει Νίκο, κάλλιο να ανέβει στα βουνά να παίζει τον περδίκο
|
|
Όταν ασπρίσει ο κόρακας και γίνει περιστέρι. |
|
Πέτρα που βλέπεις νά'ρχεται, λιγότερο πονάει.
|
|
Πέτρα που θέλει να κυλά, ποτέ δεν χορταριάζει.
|
|
Πέτρα που κυλά μούχλα ποτέ δε πιάνει. |
|
Πέτρα που κατρακυλά, σπιτικό δεν κάνει. |
|
Μπρός πίσω τ’ Αηλιός σπορίζει η πέτρα στο γιαλό. |
|
Πετάνε πέτρες στα δένδρα που έχουν καρπούς |
|
Αν πέσει η πέτρα στ’αυγό, αλί στ’αυγό,
αν πέσει τ’αυγό στην πέτρα, αλί στ’αυγό
|
|
Που είν ο Πέτρος που είν ο Παύλος, που είν ο αφέντης ο μεγάλος |
|
Δε τόνε λένε “τέτοιο”, τον λένε “μπάρμπα – Πέτρο”
|
|
Σαν ου Πέτρους του καρβέλ!
|
|
Είδες πράσινο άλογο, είδες Πέτρο φρόνιμο;
|
|
Πέτρος πήγε πέτρος γύρισε
|
|
Εγέννησέ μας η γαδάρα του Κκελόπετρου. |
|
Αρνίν παρά τον Πέτρον. |
|
Έστησεν αρνίν παρά τον Πέτρον. |
|
Δυο Γιάννηδες κι ένας Πέτρος κάνουν ολάκερο γάιδαρο |
|
Δια τον Απόστολον Πέτρον λένε οτι κρατεί τα κλειδιά του Παραδείσου.
|
|
Η πρώτη γυναίκα του Χριστού, η δεύτερη τ΄ άη Πέτρου , και η τρίτη του διαβόλου
|
|
Ο Πετρής πουλεί τον Γιαννη και στο νουν του δεν το βάλλει
|
|
Ο Πέτρος είν' τού Παύλου κι ο Παύλος είν΄ τού Πέτρου
|
|
Ο Πέτρος πουλεί κι' αγοράζει τον Γιάννη κι' ο Γιάννης στον νούν του ποτέ δεν το βάλλει
|
|
'Αδε πεύκους για υλάρκα |
|
Της Πηνελόπης ο αργαλειός βελόνι της Ελένης |
|
O χρόνος δεν είναι Πηνελόπη. Κανέναν δεν περιμένει |
|
Από τον Ηρώδη στον Πιλάτο |
|
Άνθρωπος που τα λέει ίστι, ποτέ δεν έχει πίστη |
|
Δεν έχ' πίστη και νόμο
ή
Δεν έχει νόμον μηε μπίστην |
|
Δεν σ' έμνε μηδέ πίστη μηδέ παράδεισο απάνω σου
|
|
Η πίστη του τον απώλεσε
|
|
Η πίστις σου σέσωκέ σε
|
|
Καθενείς έχει και την πίστιν του
|
|
Με τημ πίστι και με τον καιρό κάποτε τα βουνά ανταμόνονται
|
|
Του κάκου συ με βρίζεις, του κάκου σ' επαινώ κανείς δε δίνει πίστη στους λόγους και των δυό
|
|
Η πίστις, άνευ των έργων νεκρά έστι!
|
|
Και μη γίνου άπιστος, αλλ' ααάπιστος
|
|
Του διαόλου τ' αλεύρι πίτουρα. |
|
Εσείς τα πίτερα και ' γιώ το σημιδάλλιν. |
|
Πλύθθου με πίτερα να παστρευτής. |
|
Δεν τρώει και πίτουρα |
|
Οποιος ανακατώνεται με τα πιτουρα τον τρων' οι όρνιθες (κότες). |
|
Ακριβός στα πίτουρα και φτηνός στ' αλεύρι |
|
Άγιο Δημήτρη το σπυρί σου ως του Αγίου Πλατάνου (Πλάτωνα)
|
|
Τ' αϊ Φιλίππου 'φίλησε τ' αϊ Πλατάνου (Πλάτωνα) κάτσε |
|
Τ' Άϊ Πλατάν' διαβαίνουντα κι η πουλια βασιλεύουντα |
|
Ο πλούτος φέρνει πλούτο. |
|
Πλούτος άνευ αρέτας ουκ ασινής πάροικος |
|
Χέστηκε ο Πολύδωρος που 'ναι στα πόδια γρήγορος. |
|
Άγιε Πολύκαρπε βόηθα το σπόρο να φυτρώσει και να πολυκαρπίσει. |
|
Χέσε μέσα Πολυχρόνη που δεν γίναμε ευζώνοι. |
|
Χέσε μέσα, Πολυχρόνη, που δεν γίναμε ευζώνοι. |
|
Ψήσε μέσα, Πολυχρόνη, Πάσχα με βροχή και χιόνι. |
|
Τα παιδιά με λένε Χρόνη, οι Γέροι Πολυχρόνη |
|
Ψύλλοι ψύλλοι φύετε τζαι κορκοί ψοφήσετε τζ' Αϊς Πρόδρομος έρκεται με τηγ γεροματσούκαν του. |
|
Του Προδρόμου και κουτσός γάδαρος, μια ώρα σκόλη (αργία) |
|
Άντρα, μούρθ η προκοπή μου φέρτα γένεια σου να γνέσω |
|
Δεν είδα προκοπή απ' τα μάτια, απ' τα φρύδια θα ιδώ;
|
|
Δώσε μου την τύχη σου και πάρε την προκοπή μου
|
|
Ξημερώνοντας γιορτή δεν φαίνεται η προκοπή |
|
Όσο ο σφάλαγγας παννί, άλλη τόση προκοπή
|
|
Όσον ήσκιον το βελόνι τόση προκοπή ο ράφτης
|
|
Την προκοπή του σφάλαγγα θα κάμει
|
|
Απ' τον Πρόκο προκοπή κι από το Ρίζο ρίζα |
|
Μήτ' απ' τον Πρόκο προκοπη, μήτ' απ' τον Ρίζο ρίζα |
|
Καρτέρι από τον Πρόκο προκοπή κι' από το Ρίζο ρίζες |
|
Ο Προκόπης κόβ' αγγούρια κ΄η γ – Αγιά Μαρίνα σύκα |
|
Ούτ' από τον Πρόκο προκοπή ούτ' από τον Ρίζο ρύζι. |
|
Την προκοπή του σφάλαγγα θα κάμει |
|
Η προκοπή απ' τα πατζάκια του τρέχει
|
|
Η προκοπή του απ' τ' αυτιά του τρέχει |
|
Η προκοπή του τουφεκιού ίσια με τον ίσκιο του |
|
Από τον Πάντο παντοχή κι' από τον Πρόκο προκοπή
|
|
"Του άι Προκόπη κόψ΄αγγούρι και της Παναγιάς καρπούζι
|
|
Άι μ' Προκόπη πρόκοψ για σύκα για ματζίλες |
|
Τα’ Αϊ Προκόπη πρόκοψε
Για σύκα και σταφύλιν |
|
Ο Προκόπης κόβει αγγούρια, η Αγιά Μαρίνα σύκα κι ο Αηλιάς τα σταφυλάκια μεσ’ στα βεργοπανεράκια. |
|
Η αγάπη πύργους καταλεί και κάστρα ρίχνει κάτω.
|
|
Αδελφέ Ρένο, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
|
|
Ρένος και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
|
|
Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Ρένου κουταμάρες = ειρωνικά
|
|
Ο Γύφτος Ρήγας κι αν ντυθεί τη γυφτουλιά του δείχνει. |
|
Ο μάντης ρήας τζ' αν γενή, πάλε μαντιές μυρίζει
|
|
Mε λένε Ρίζο κι όπως θέλω τα γυρίζω |
|
Ρίζος και Στεργιαλής, Στεργιαλής και Ρίζος |
|
Από το αγκάθι βγαίνει ρόδο και από το ρόδο βγαίνει αγκάθι
ή
Από ρόδο βγαίνει αγκάθι, κι απ’αγκάθι βγαίνει ρόδο.
|
|
Στη γειτονιά τριαντάφυλλο και μες στο σπίτι αγκάθι. |
|
Ο Απρίλης με τα λούλουδα και ο Μάης με τα ρόδα.
|
|
Αν είναι ρόδο, θ' ανθήσει |
|
Για της Καλής τα ρόδα
ή
Δεν ήλθα εδώ για της καλής τα ρόδα |
|
Σε περίμενα σα ρόδο στο μεντήλι
|
|
Σαν τα μήλα, σαν τα ρόδα, σαν τ' Άϊ-Γιαννιού τα κάλλη
|
|
Το αγκάθι βγάζει ρόδο/ και το ρόδο βγάζει αγκάθι
|
|
Ο ατυχής και στα ρόδα αν πέσει, σπάζει τη μύτη του
|
|
Με ένα ρόδο φίλο κάνεις, μ' ένα λόγο τονε χάνεις.
|
|
Ο Απρίλης με τα λούλουδα και ο Μάης με τα ρόδα.
|
|
Από ρόδο βγαίνει αγκάθι, κι απ’αγκάθι βγαίνει ρόδο.
|
|
Αν είναι ρόδο, θ' ανθήση
|
|
Δεν ήλθα εδώ για της καλής τα ρόδο
|
|
Κάθε ρόδο έχει και τ' αγκάθια του
|
|
Σαν τα μήλα, σαν τα ρόδα, σαν τ' Άϊ-Γιαννιού τα κάλλη |
|
Ο ατυχής και στα ρόδα αν πέσει, σπάζει τη μύτη του
|
|
Με ένα ρόδο φίλο κάνεις, μ' ένα λόγο τονε χάνεις. |
|
Στη ζωή ούλα δεν είναι ρόδινα! |
|
Απ’ αγκάθι βγαίνει ρόδο κι από ρόδο βγαίνει αγκάθι. |
|
Άγιος Νικόλας φώναξε, Βαρβάρα απολογήθη και συ μικρέ Σαββατιανέ φύγε από την μέση.
|
|
Άγια Βαρβάρα γέννησε, κι Αη-Σάββας το εδέχθη, κι ο Αη-Νικόλας έτρεχε να πάει να το βαφτίσει… |
|
Άγια Βαρβάρα μίλησε, Νικόλας απολογήθη κι εσύ κακόσαββα πού βρέθηκες στη μέση; |
|
Άγια Βαρβάρα μίλησε, κι Αη-Σάββας απλοήθη (αποκρίθη), κι άγιος Νικόλας έρχεται στα χιόνια φορτωμένος. |
|
Βαρβαρίτσι, Νικολίτσι, Σάββα τι ήθελες στη μέση; |
|
Βαρβάρα βαρβαρώνει, Σάββας σαβανώνει, Νικόλας παραχώνει
ή
Η Βαρβάρα βαρβαρώνει, Αϊ-Σάββας σαβανώνει κι ο Αϊ- Νικόλας παραχώνει.
|
|
Εν το τζελλίν τ' άι Σάββα
|
|
Άε Βαρβάρα φύσα, άε Σάββα βρέξον, άε Νικόλα σόνστσον |
|
Άγια Βαρβάρα γέννησε, κι Αη-Σάββας το εδέχθη, κι ο Αη-Νικόλας έτρεχε να πάει να το βαφτίσει… |
|
Άγια Βαρβάρα μίλησε, κι Αη-Σάββας αποκρίθη, κι άγιος Νικόλας έρχεται στα χιόνια φορτωμένος. |
|
Αγία Βαρβάρα μίλησε κι ο Σάββας απολογήθη: - Μαζώχτε ξύλα κι άχερα και σύρατε τα στο μύλο, τι ο Άγιο Νικόλας έρχεται στα χιόνια φορτωμένος. |
|
Άγια Βαρβάρα εγέννησε Σάββα κι' άη Νικόλα |
|
Άι Βαρβάρα βαρβαρώνει, Άη Σάββας σαβανώνει κι Άη Θανάσης παραχώνει. |
|
Άγιος Σάββας σαβανών άγι Νικόλας παραχώνει κι άγι Σπυρίδων ξεπαραχώνει |
|
Βαρβάρα βαρβάρων', Σάββας σαβανών', άη Νικόλας παραχών', άη Γιώργης ξιναχών΄, άη Δημήτρης τα μαζών΄ |
|
Άγιος Σάββας κάθεται κι Άης Νικόλας στέκει |
|
Η αγία Βαρβάρα μίλησε κι' ο Σάββας αποκρίθηκε |
|
Η ξέρη, γη σουζαμάδα, τ' Άι - Σάββα το 'κανε |
|
Αδελφέ Σαμουήλ, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι. |
|
Σαμουηλάκη, από που φυσάν οι μύλοι;
|
|
Σαμουήλης και μυαλό, καβούροι με φτερούγες |
|
Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Σαμουήλη κουταμάρες
|
|
Και κόκκορος εν λαχάνοις, και Σαούλ εν προφήταις. |
|
Και Σαούλ εν προφήταις; |
|
Των άι-Σαράντων είναι,
ας χορέψουμε κι ας είναι. |
|
Σαράντα πέντε Γιάννηδες ενός κοκκόρου γνώση
και συνήθως κάποιοι απαντούν...
και όλοι οι υπόλοιποι δεν κάνουν άλλη τόση |
|
Σαράντα χρόνια Γιάννης, μαστρο-γιάννης δε γίνεται. |
|
Τον Σαράντη και αν τον δέρνεις, τον ιδρώτα σου χαλάς. |
|
Κάλλιο ένα χρόνο κόκορας παρά σαράντα κότα |
|
Σαράντα ο γιατρός ο Κούκος, σαράντα κι ο Γιώργης ο μπούφος. |
|
Αξίζει μια γερόκοτα σαράντα πουλακίδες.
|
|
Σάρα, μάρα, τζαι κουτσή γαδάρα |
|
Σάρα, μάρα τζαι η κουτσή Μαρία |
|
Η σάρα και η μάρα και το κακό συναπάντημα |
|
Είχε μαζευτεί η Σάρα και η Μάρα και το κακό συναπάντημα
|
|
Αυτου είναι η σάρα και η μάρα |
|
Η σάρα και η μάρα και η τρύπια η χουλίαρα |
|
Η Σάρα και η Μάρα και μια στραβή σομάρα |
|
Η σάρα και η μάρα και του Λάζαρου η μάνα
|
|
Αν δεν καμινάρη ο νους, έχε γεια Σφιαράγδω μου
|
|
Όλα τάχεν η Σμαράγδω μας, ακόμ' ο φερετζές τήν έλειπεν |
|
Σα νιονιό δεν έχεις, έχε γεια, Σμαράγδα μου
|
|
Θωρείς εκείνο το βουνό, όπου πηδά το λάφι; Πήδα και το λαφόπουλο, κι' ο Σολομών το γράφει |
|
Σο σοφό Σολομών dου τζο πόμειν' ο κόσμος, σε κανείνα τζο πομένει |
|
Ο Σολομός τη γυναίκα την ετίμα ως ατίμητο ζαφείρι κ' εκείνη τον εκρέμασε από το παραθύρι.
|
|
ἕνα ἑκατομμύριο λίρες ἡ ἑφτακρατόρισσα, δέκα ἑκατομμύρια ἡ Σουλτάνα |
|
Ο φτωχός κοιμάται στον αχυρώνα κι ονειρεύεται πως είναι σουλτάνος |
|
Ετούρκεψε ο Σουλτάνος;
|
|
Χόρεψε, μωρή Σουσού, τα κουρέλια απίσω σου |
|
Χόρεψε, μωρή Σουσού, τα κουρέλια απίσω σου |
|
Χόρευε κυρά Σουσού, τήρα κι από πίσω σου |
|
Της Αγίας Σοφιάς, πάρε κοφίνι να τρυγάς. |
|
Αρχή Σοφίας ονομάτων επίσκεψις.
|
|
Με τη σοφία 'βρήκα τη θεότη |
|
Εδώ που μας κατάστρεψεν ο Θεός και μας ήβαλε κάτω που τον τύραννο, είναι γιατί ανέβαιναν στα κατηχούμενα, στην Αγιά Σοφιά, με τ’ αλόγατα κι ήπαιρναν το αντίερο (αντίδωρο) οι Ρωμαίοι με το περούνι το μαλαματένο.
|
|
Τη σοφία και τη γνώση το κρασί θα μου τη δώσει
|
|
Παροιμία λαού, σοφία Θεού
|
|
Κεφαλλονίτικος παππάς τα λέει με σοφία τα δώδεκα Ευαγγέλια τα κένει δεκατρία
|
|
Θιακοί με την σοφία βρήκαν την θεότητα
|
|
Κάκιουσι γριά Σουφιά κ' εύσι μια γαβάθα
|
|
Μωρή Ρίνα καί Κατίνα καί Σοφιά και Καταιρίνα φέρε μ' τά σαφιά μου καί τά μεταξωτά μου. - Μία έχεις κι είμαι γω. Ένα τ'όχεις κι είν' ογρό καί κρέμεται στόν καπνό
|
|
Οικονομήθη η Αγία Σοφία με τη φόλης το λάδιν |
|
Κόψε ξύλο κάμε Σπύρο/ κι από κουτσουπιά Βαγγέλη/ κι α ρωτάς και για το Γιάννη/ ό,τι ξύλο βάνεις πιάνει
|
|
Όλοι οι καλοί καλοί κι ο Σπύρος ο Ραΐζης
|
|
Τ' αγιά Αντρέα αντρειούται η μέρα, της αγιάσ Άννης ανασαίνει, τ' αΐ Σπυρή παίρνει ένα σπειρύ τ' αΐ Δανιλίου νιώθουντο σ' τα γαϊνσύρια, τ' αϊ Βασιλείου παίρνει μιαν ώρα
|
|
Απ’ του Αϊ – Σπυρίδωνα η μέρα μεγαλώνει σπυρί – σπυρί.
ή
Από τ' Άη – Σπυριδώνου αξαίν' η μέρα ένα σπυρί
ή
Σπυρί, σπυρί, μεγαλών΄ η μέρα, από τον αγίου Σπυρίδωνος |
|
Άγιε Νικόλα βόηθα με, Βαρβάρα μου λυπήσου με και συ καημένε Σπυρίδωνα θυμήσου με.
|
|
Τ' αγιά Αντρέα αντρειούται η μέρα, της αγιάσ Άννης ανασαίνει, τ' αΐ Σπυρή παίρνει ένα σπειρύ τ' αΐ Δανιλίου νιώθουντο σ' τα γαϊνσύρια, τ' αϊ Βασιλείου παίρνει μιαν ώρα
|
|
Άγιος Σάββας σαβανών άγι Νικόλας παραχώνει κι άγι Σπυρίδων ξεπαραχώνει |
|
Άη Σπυρίδουνας άσπρισ τα γένεια τ΄
|
|
Τ΄Άι Σπυρή παίρνει σπυρί της Άγιας Άννας αναπνοή κια τω(ν) Φωτώ(ν) παίρνει ώρα
|
|
Ου άη Λιάς ήτανι τσουπάνς λένι οι τσουπάνδις κι άη Σπυρίδουνας τσαγκάρς λένι οι τσαγκαράδις
|
|
Σαν τουν “Άγιου Σπυρίδουνα θα βάλου του ζουμπίλ΄στου τζιηφάλι μ΄” |
|
Ανοστιά του Χαραλάμπη και γιαχνί του γέρου Σταμάτη |
|
Άμα στράφτει του Ακάμα, τα νερά με δίχα στάμα |
|
Φράξε το ρέμα στην πηγή να μη γενεί ποτάμι, γιατί αν γενεί, δεν σταματά, ότι κανείς κι αν κάνει |
|
Των ακριβών τα στάματα, σε χαροκόπου χέρια |
|
Όπως μου ’πε ο μπάρμπας μου ο Σταμάτης, όντες μ’ είχες ας μ’ εκράτεις |
|
Γεια σου Σταύρο και κυρ Σταύρο και αφέντη τσουτσουλομύτη! |
|
Απ’ του Σταυρού και πέρα άλλαξε ο βλάχος βέρα. (στρούγκα) |
|
Ήρθε του Σταυρού, τέλος του Καλοκαιριού.
|
|
Του Σταυρού μέχρι τ’ Αγιανιού ήρθε η ώρα τ’ αμπελιού.
|
|
Του Σταυρού κοίτα κι από του Αη –Γιωργιού ξεκοίτα
|
|
Του Σταυρού, άλλος νοικοκύρης εδώ κι άλλος αλλού.
|
|
Να σταυρωθεί το κακό, χρειάζονται τρεις παρακλήσεις |
|
Από το ίδιο ξύλο κάνουν σταυρόν και φκυάρι |
|
Άμα δεις λαγόν εμπρός σου, τρεις φορές καν’ το σταυρό σου.
|
|
Αν ήξερες δυο γράμματα την άλφα και την βήτα και το Σταυρέ, βοήθει μοι, κι αν έπεφτει την νύχτα
|
|
Γάμος εις τα γέρατα, ή σταυρός ή κέρατα. |
|
Ήρθ’ ο Σταυρός, σταύρωνε και σπέρνε.
|
|
Κάλλιο σταυρός στην πόρτα σου, παρά στην εδική μου.
|
|
Ούτε το διάβολο να δεις, ούτε τον σταυρό σου να κάνεις.
|
|
Ρίζος και Στεργιαλής, Στεργιαλής και Ρίζος |
|
Εγύρισαν τα στέφανα εις τον γαβρό κουμπάρο |
|
Τα στέφανα στου νειους κ' η κλάπεις στους γαϊδάρους |
|
Βλεπ' η κόρη στ' όνειρό της αρρεβώνες και στεφάνια
|
|
Όσα ξέρ΄ ο Στεφανής δεν τα ξέρ΄ άλλος κανείς |
|
Αδελφέ Στέφανε, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
|
|
Στεφανούλη, από που φυσάν οι μύλοι; |
|
Στέφος και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
|
|
Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Στεφανάκου κουταμάρες |
|
Δε μιλεί αυτός, μιλεί το πολυστέφανο
ή
Ομιλεί ο πολυστέφανος
|
|
Ότι του φανεί του λωλο Στεφανή
ή
Όπως του φανεί του λωλο Στεφανή |
|
Οὐδὲ τὰ τρία Στησιχόρου γνῶναι
(στροφή, αντιστροφή, επωδός) |
|
Αν δεν έλθω τ' αγιού Στρατηγού θάρθω τ' άγιου Φιλίππου κι' αν δεν έλθω τ' άγιου Φιλίππου τα Νικολοβάρβαρα με παιδιά μου, με σκυλιά μου
|
|
Άι Βαρβάρα (γ)έννησε, γι' η Στελιανή το δέχτη, κι άης Νικόλας το 'κουσε, γιατί πά να το βαφτίσει |
|
Τ΄ άλογο γυρίζει και στο στύλο αράζει
|
|
Το άλογο γυρίζει μυρίζει και στο στύλο θ΄ αράξη
|
|
Αδελφέ Στέλιο, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
|
|
Στελλάρας και μυαλό, καβούροι με φτερούγες |
|
Ο Τρύφωνς τρίφτ'τα κόκκαλα, η Παναγιά τα πλάθ'κι ου Συμιώνς τα σημειώνει |
|
Η Παναγία πλάθ' κι ο Συμεών σημαιών' |
|
Μπονάτσες του Άη-Σώστη
|
|
Όπου τάβλα και ποτήρι, δέξου και τον κυρ-Σωτήρη.
|
|
Τ’ Αηλιός καρύδι, του Σωτήρος σταφύλι και της Παναγιάς σύκο. |
|
Της Αγιά Μαρίνας σύκο και τ' Άϊ Κοσμά σταφύλι, τ' Άϊ Λιός με το μαντήλι, του Σωτήρος με το κοφίνι |
|
Αλή πασάς στα Γιάννενα κι το Σώτος στον Άγιο Γιάννη
|
|
Ο σώζων εαυτόν σωθήτω |
|
Ο παπάς με τον Σωτήρη, δεν χρειάζοντ΄άλλοι φίλοι
|
|
Αγία Μαρίνα κόβει τα αγγούρια και η Σωτήρα τα σταφύλια |
|
Τ’ Αηλιός καρύδι, της Σωτήρος σταφύλι και της Παναγιάς σύκο. |
|
Άι Γιώργη Σκυριανέ, άι Νικόλα ψαριανέ, άι Ταξιάρχη Παναρμιώτη και άι Γιάννη Κρανιδιώτη |
|
Όσο πούλιο τίμια είναι μια γυναίκα, τόσο θέλει φύλαμα..
1876
|
|
Α δεν είναι τίμια η γυναίκα, θηλυκό είν' και τίποτε άλλο
1876
|
|
Και τίμια ναν η γυναίκα, δεν το θε ναν του το λένε
1876
|
|
Τίμια πορπάτα κι' όσο θέλεις πάτα
1930
|
|
Από λόγου της θαν΄ το΄ χει η γυναίκα ναναι τίμια
1876
|
|
Τίμια και μπροστά τονε δουλεύει, μα για ναν τον αγαπάη ο δούλος τον αφέντη, είν' πράμμ' αδύνατο!
1876
|
|
Πουλειο τίμια είναι μία (του δρόμου) του φόρου, παρά που ναναι παντρεμέν' να ξεπέση
1876
|
|
Τίμια ναν η όμορφη αν ην κουτή ξεπέφτει
1876 |
|
Πότε σου μημ πιστέησαι ΄ς την τίμια σου γυναίκα μα το κακόν οπόποθεν ο μαύρος Παπαντώνης
1893
|
|
Σε πήρα τριαντάφυλλο κι εσύ βγήκες τσουκνίδα |
|
Η τριανταφυλλιά κάνει και τριαντάφυλλα και αγκάθια.
|
|
Τ΄αδέρφια όντας σμίγουνε, τριαντέφυλλα ανοιγμένα. |
|
Ανθίσαν τα τριαντάφυλλα, αρχίνα το μεσημέρι, γινήκαν τα ροδάκινα, ξεκίνα το νυχτέρι
|
|
Τριανατάφυλλο στ' αυτί και κασίδα στην κορφή
|
|
Στη γειτονιά τριαντάφυλλο και μες στο σπίτι αγκάθι.
|
|
Στην αρκούδα δώρησαν τριαντάφυλλο και εκείνη το έβαλε στα πισινά της |
|
Τ’ αδέλφια όντας σμίγουνε τριαντάφυλλα ανοιγμένα.
|
|
Άνοιξ' η καρδιά μ' και γίνηκε τριαντάφυλλο |
|
Τρεις κι' Αγιά Τριάδα |
|
Η αγία Τριάδα βαστάει το χάλαζι στην ποδιά της |
|
Ζήσε Μαύρε μου να φας τριφύλλι
|
|
Κάτσε γάδαρε καρτέρα ως τομ Μαν να βγη τριφύλιν τζαι τον Άουστοσ σταφίλιν
|
|
Ες Τροφωνίου μεμάντευται. |
|
Ύστερ' από τόσα χρόνια μ' ένα σμπάρο δυό τρυόνια |
|
Ανύπανδρη χρυσή μηλιά και αρκιλώνω τρυγώνα |
|
Ένα σμπάρο δυό τρυγόνια, σ' ένα κλάρρο δυό κασσόνια
|
|
Ο Τρύφωνς τρίφτ'τα κόκκαλα, η Παναγιά τα πλάθ'κι ου Συμιώνς τα σημειώνει |
|
Του Αϊ – Τρυφώνου μην δουλέψεις και τα χέρια σου κλαδέψεις. |
|
Θέλ' Τσέλιο η Χάμκω να κάν' παλληκάρι
|
|
Θέλει κι η Κάτκω να κάμη Τσέλιον |
|
Τσιλιμπής σαρίκ δεν είχι του τσιτσέκ αγόραζι |
|
Τυδεύς τοι μικρός μεν έην δέμας, αλλά μαχητής |
|
Με στραβό αν κοιμηθείς, το πρωί θ' αλληθωρίσεις".
Αρχαία Ελληνικά: Ποιός μέ στραβόν συγκοιμηθής τ' αποταχέα καϋδίζει |
|
Στραβός σε πέτρα έκατσε κι εκεί 'ναι ο κόσμος όλος. |
|
Στραβός σε πέτρα έκατσε κι εκεί 'ναι ο κόσμος όλος. |
|
Στους τυφλούς βασιλεύει ο μονόφθαλμος
Στα αρχαία Ελληνικά "Έν τυφλών πόλει γλαμυρός βασιλεύει". |
|
Αν έχεις τύχη διάβαινε και ριζικό περπάτει |
|
Παπαντή, καταποντή (γιατί πάντα βρέχει) κι όπου σ' εύρη, σκόλασε (γιατί θα βρέχη πολύ)
|
|
Παπαντή, καταποντή, κι όπου σ' εύρη, σκόλασε |
|
Παπαντίτσα μου καλή χειμουνίτσα μου κακή
|
|
Παπαντουλα βριμέν' κουφνούλα γιμζμέν'
|
|
Πεπαντουλα χιονισμένη άνοιξη βρεμένη! |
|
Την ημέρα της Υπαπαντής, ούτε ράμα στο βελόνι ούτε τσάκνο στο γομάρι
|
|
Της Αϊάς – Αποπαντής, που παντεύουν οι γιορτές
|
|
Της Παπαντής δεν έβρεξε κακό π'σ 'ηύρε σκόκα
|
|
Της Παπαντής, άμα κάνη ήλιο, λιάζει η αρκούδα τα παιδιά της. “Λιαστήτε, πιδιά μ', λιαστήτι, γιατί 40 μέρες ήλιο δε θα δήτι”
|
|
Της Πεπαντής εχιόνιτσε κατά παντου εφάνη οι μύλοι αργοί οι δούλοι αργοί τσαι τα γαϊδούρια σκόλη
|
|
Της Υπαπαντής δουλειά μην πιάσης και κατά παντου σου δείξει
|
|
Της Υπαπαντής και τα γαϊδούρια σχόλη
|
|
Τ'ς υπαπαντής δεν έβρεξη, πίσ' ειν' ου χειμώνας
|
|
Τση Παπαντής δουλειά μην κάμης και ποτέ κακό μην πάθης
|
|
Τση παπαντής ζευγώνουν τα πουλιά και ξεζευγώνουνε τα βόδια
|
|
Υπαπαντή κακή Φλεβαριά καλή και αντιθέτως
|
|
Παπαντούλα βροχερή και τ’ αλώνια σαν σωροί |
|
Υπαπαντή καλοβρεγμένη, η κοφίνα γιομισμένη.
|
|
Παπαντούλα χιονισμένη, και τ’ αμπάρια γιομισμένα.
|
|
Άμα βρέχη τσ' Παπαντής σπείρε τη μάντρα σου κεχρί |
|
Αν βρέξη η Παπαντή 40 μέρες δεν κρατεί
|
|
Απαπαντή δεν ΄χιόνισε κ΄η γρηαίς αρνιά ΄νέθρεψαν |
|
Η υπαπαντή μαζεύει τες γιορτές με το αντί (ή Παναγία Παπαντή)
|
|
Ήρθεν η Παπαντή, μπήκαν κι' οι γιορτές στ΄αντί
|
|
Ούλοι αργούν, κι' οι μύλοι αργούν 'κ' οι γαϊδάροι σχόλην έχουν (τση παπαντής)
|
|
Ούτε ράμμα 'ς το βελόνι ούτε ξύλα 'ς το γομάρι |
|
Η Παπαντή διώχνει τις γιορτές με τ' αντί. |
|
Καλοκαιρία της Παπαντής, Μαρτιάτικος χειμώνας |
|
Ο,τι καιρό κάνει της Παπαντής, θα τον κάμει σαράντα μέρες |
|
Υπαπαντούλα χιονισμένη, (καλοβρεγμένη) κοφινούλα γιομισμένη |
|
Aπ΄τον καιρό του Φαβιέρου! |
|
Εσιέστην (χέστηκε) η Φανού στ΄αλώνι! |
|
Eσιέστην η Φανού και εγρίστην ο Ηράκλης |
|
Ο καπνός να βγαίνη ίσα, κι' ο φανός ας είν' στραβός |
|
Κάθε πρώτη του μηνός, για δεσπότης, για φανός |
|
Αριά θα σε πιάσω, σαν τον Άι-Φανούριο
|
|
Πότε έγινα φαντίνα; Όταν βρήκα τον καιρό;
|
|
Άρμα Φαραώ και καρδιά μπούφου |
|
Δε ρωτάνε τη Φατμέ πότε θα γίνει μπαϊράμι.
|
|
Τον άη Μηνά εμήνυσε, τ' άη Φιλίπωπ αυτού ειμί, τσ Παναγίας αβόλητα |
|
Εαν δεν έλθω του Αγίου Μηνά. Του Αγίου Φιλίππου είμαι αυτού και να μου χαιρετάς παλιοκαπάδες
|
|
Του αγίου Φιλίππου φιλεί κ΄πούλια το βουνό
|
|
Ο φτωχός ο Φίλιππας στο χωράφι απόκρευε (έκανε αποκριές). |
|
Βρήκε ο Φίλιππος το Ναθαναήλ |
|
Βρήκ’ ο Φίλιππος το Ναθαναήλ κι η κοπριά τα λάχανα. |
|
Άης Φίλιππος μήνυσε του κύρ χειμώνα νάρτη. Τους γουνάτους προσκυνά τους, τους αμπαδάτους χαιρετά τους και τους άσπρους τοις βρακάτους καίει και τσουρουφλά τους |
|
Αυτός είναι σαν τον Άη-Φίλιππο |
|
Ως τ’αγίου Φιλίππου, όσοι φίλησαν, φίλησαν. |
|
Άϊ Μηνάς εμήνυσε του πάππου του χειμώνος: έρχομαι ή δεν έρχομαι και τ’Αϊ Φιλίππου αυτού είμαι. |
|
Αν δεν έλθω του Αγίου Μηνά, του Φιλίππου είμαι αυτού, και να μου χαιρετάς τους παλιοκαππάδες!
|
|
Αν τ’Αϊ Φιλίππου δεν έρτω, τ’άγια των αγιών με δέξου
|
|
Τ’Αγια των Αγιών αν δεν έλθω το γερο Νικόλα απ’έξω στέκω |
|
Αν τ’αγιού Φιλίππου λείπω, τ’άγια των αγιών δε λείπω, κι αν λείπω τ’άγια των αγιών, τ’Αϊνικολοβάρβαρα είμαι δω
|
|
Τ’ Άι-Φιλίππου εδκιάβηκε (πέρασε) σφουγγάτε τα σιειλούδκια (χειλάκια) σας
ή
Σφογγάτε τα σειλούδκια σας, τ' άι Φιλίππου δκιάβη |
|
Τ’ Αϊ Μηνά εμήνυσα και τα’ Αϊ Φιλίπ’ αυτού είμαι, με κουβάρια ράμματα, με σακιά μπαλώματα |
|
Άη Μηνάς το μήνυσε, κι΄ο Φίλιππος το καρτερεί |
|
Ο Άι Μηνάς με μήνυσε κι Άι – Φίλιππας με φίλεψε |
|
Ο Άι Μηνάς το μήνυσε και ο Φίλιππος το καρτερεί |
|
Τ' Άη – Μηνός εμήνυσα, τ' Άη – Φιλίππου φίλησα τα βουνά και ζύγωσα, κι' αυτού κοντά τ' Άη Νικολάου φωτοβολώ μονάχο μου! |
|
Αν δεν έλθω τ' αγιού Στρατηγού θάρθω τ' άγιου Φιλίππου κι' αν δεν έλθω τ' άγιου Φιλίππου τα Νικολοβάρβαρα με παιδιά μου, με σκυλιά μου |
|
Άης Φίλιππος μήνυσε dόγ κύρ χειμώνα νάρτη. Τους γουνάτους προσκυνά τους, τους αμπαδάτους χαιρετά τους και τους άσπρους τοις βρακάτους καίει τους τσουρουφλά τους |
|
Αν τ' Άι Φιλίππου είπω, τ' Άγια των Αγιών δε είπω |
|
Τ' άη Φιλίππου φίλησε, τ' άη Πλατάνου κάτσε |
|
Τ' άι Φιλίππου φίλησε κερά Πούλια την δύσι, και συ γλυκιέ Αυγερινέ την νύκτα για να σβύση |
|
Τ' αγιού Φιλίππου την απόκρια φιλεί η πηλιά το πέλαγος, κι ο βοσκός φιλεί τ' αρνί του. Μα μηδέ ο ναύτης στο γιαλό, μηδέ τουμπάνης στο βουνό, μηδέ ζευγάς στον κάμπο |
|
Ο Άι Μηνάς με μήνυσε κι Άι – Φίλιππας με φίλεψε |
|
Του Αγίου Μηνά Άη Μηνάς μου μήνυσε κι ως τ΄ Άη-Φίλιππα είμ΄αυτού, λέει το χιόνι
|
|
Ο Άι Μηνάς το μήνυσε και ο Φίλιππος το καρτερεί |
|
Ο τούρτουρος εμύνησεν τ' άι Μηνά πως έρκεται' τζ' αδ δεν έρτη τ' άι Μηνά, τ' άι Φιλίππου δέχτου τον
|
|
Ο τούρτουρος εμύνησεν τ' άι Μηνά πως έρκεται' τζ' αδ δεν έρτη τ' άι Μηνά, τ' άι Φιλίππου δέχτου τον
|
|
Τ' άι Μηνός εμήνυσε και τ' άι Φιλίππου αυτού είμαι. Χαιρέτα και τους φίλους μου τους παλιοσιγκουνάδις
|
|
Αγάπαγε το φίλο σου με τα ελαττώματά του. |
|
Οι φίλοι των φίλων μας είναι φίλοι μας. |
|
Αυτός που έπαψε να είναι φίλος, ποτέ του δεν υπήρξε τετοιος.
|
|
Μη βιάζεσαι να πας στις χαρές των φίλων σου, μα στις ανάγκες τους τρέξε οσο μπορείς γρηγορότερα. |
|
Μη εμπιστευτείς το φίλο σου και πείς το μυστικό σου, ο φίλος στον φίλο θα το πει, κι είναι κακό δικό σου. |
|
Καινούργιο φίλο έπιασες; Παλιό μη λησμονήσεις.
|
|
Ενας φράχτης στην αυλή τη φιλία με το γείτονα κρατεί. |
|
Άλλος έκαμε τον μπόρδο κι' άλλος επήρε το φλώρο |
|
Κόρη ασ' τον Άγιο Φλώρο, μη μας τον κουνάς τον κώλο, άσ' τον νάρθη ο καιρός του, και κουνιέται μοναχός του |
|
Αίσωπος
Άνευ χαλκού Φοίβος ου μαντεύεται |
|
Εμ παστρικός σαν τα φούλια |
|
Αδελφή Φωτεινή, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
|
|
Φωτεινούλα, από που φυσάν οι μύλοι;
|
|
Φωτεινή και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
|
|
Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Φωτίτσας κουταμάρες
|
|
Φωτεινή, χορεύεις και το μικρό σου κλαίει; |
|
Τ’ αρχίδια του Καράμπελα και το μουνί της Χάιδως |
|
Μοιρασμένη χαρά, διπλή χαρά |
|
Ανοστιά του Χαραλάμπη και γιαχνί του γέρου Σταμάτη |
|
Α σ' αρέση, Χαλαλάμπρο ξαναπέρασ' α' την Άντρο |
|
Ο άγιος Γεράσιμος ανοίγει τσι γιορτάδες, κι' ο άγιος Χαράλαμπος τσι κλείνει |
|
Όταν έφευγε η Πανούκλα από το Νησί, εφώναζε: “με διώχνει ο Λάμπης”, “με διώχνει ο Λάμπης”
|
|
Η χάρη θέλει αντίχαρη και πάλι χάρη είναι.
|
|
Χάρισμα χωρίς χάρη δε γίνεται. |
|
Άλλος έχει τ' όνομα κι άλλος τη χάρη. |
|
Βαγενάδες (βαρελάδες) και γάιδαροι ένα μήνα έχουν χάρη |
|
Δώρο αν είναι και μικρό, μεγάλη χάρη έχει. |
|
Δυνατός παγωμένος αγέρας φύσηξε και σκόρπισε τα σύννεφα, συναστεριές φάνηκαν, και στάθηκε ο Χαρίδημος ν` αστρονομίσει.
|
|
Μα το ναι, σου λέω αλήθεια, που είπε η ψευτρού η Χαρίκλεια. |
|
Με μιαν ευτζιή (ευχή) της Χαρικλούς οι ουρανοί ανοίξαν |
|
Αδελφά Χαρίλαε, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
|
|
Άμ’ ηλέηται και τέθνηκεν η χάρις.
Αρχαιοελληνική παροιμία |
|
Η χάρις αλλάξαι την φύσιν ου δύναται.
Αρχαιοελληνική παροιμία από το μύθο της αίγας που θήλαζε λύκο. |
|
Η χάρη θέλει αντίχαρη και πάντα χάρη μένει. |
|
Εγ κουτσατζιές τ' άι Χαρίτου |
|
Ξωρινός τ' άι Χαρίτου, τζαί πο τζείθε πομ περίτου |
|
Χάρος είναι, φορατζής δεν είναι. |
|
Σαν σαμαρωθεί ο κουμπάρος, δέκα τύφλες να 'χει ο χάρος (Κυθναίικη) |
|
Αλλού ο νεκρός, κι' αλλού ο Χάρος |
|
Τί εδωκ’ ό Θεός καί τί νά πάρ’ ό Χάρος. |
|
Του γέρου σκόνταμμα, του χάρου μήνυμα. |
|
Αν δε σκοτώσ' ο ἀγιος Θεός, τι θε να πάρ' ο Χάρος; |
|
Η κακή ζωή του χάρου μοιάζει. |
|
Ο Χάρος φίλους και εχθρούς σ’ ένα τραπέζι σμίγει. |
|
Ανάθεμα στον Χάροντα που μ’ άφησε χήρα κι ο Δεκέμβρης ο κακός που μου ’φερε τέτοια πύρα. |
|
Πες τους πως ο Χασάνης, έγινε βεζύρης και θα καταλάβουν!…»
|
|
Ένα χελιδόνι δεν φέρνει την άνοιξη.
|
|
Μηδέ χελιδόνας εν οικία δέχεσθαι. |
|
Χελιδόνι γύρισε, καλοκαίρι μύρισε. |
|
Άρμεγε λαγούς και κούρευε χελώνες |
|
Απ΄ολους η χελώνα είναι πιο σοφή, αφού το σπιτικό της στην πλάτη κουβαλεί. |
|
Κλαίν' οι χήρες, κλαίν' κι οι παντρεμένες |
|
Η χήρα μέσα κάθεται κι όξω την κουβεντιάζουν |
|
Σαν τη χήρα στο κεββάτι |
|
Χήρας κώλος που πονάει, άλλα πράματα ζητάει. |
|
Αφού αποκλάψαν όλοι, εδάκρυσε κι η χήρα. |
|
Θέλω την κι ας είναι χήρα και φτωχή και κακομοίρα.
|
|
Να σε φυλάει ο Θεός από κουμπάρας μάτια κι από χήρας πόδια. |
|
Το µυαλό του και µια χήρα. |
|
Ο μαύρος είδε τη χλόη μα το γκρεμό δεν τον είδε
|
|
Ζήσε, μαύρε μου, να φας χλόη το Μάη
|
|
Ζήσε μαύρε γάϊδαρε να ιδής χλόη τον Μάη
|
|
Ο γάγδαρος τη χλόη βλέπει, το γκρεμό δεν το βλέπει
|
|
Πόθθεν τζιαι πόθθεν η Τταλλού να κλάψει τον Κωλέττην; |
|
Όσα ξέρ΄ ο Σιόλος δεν τα ξέρ΄ ο κόσμος όλος |
|
Υπήγε νύφη του Χριστού |
|
Μωρέ, Χριστέ ξυπόλυτε, καί Παναγιά Ντρουβιάρα νά σ' είχα μέσα στόν Τρουβείο νά τράβαγες τή μπάρα
|
|
Έχει ο σάκος άλευρα; Χριστός Ανέστη.
Δεν έχει; θάνατον πατήσας. |
|
Όσο κι αν γέρασε ο Χριστός πέντε θαύματα τα κάνει. |
|
Δεν καταλαβαίνει Χριστό. |
|
Δεκέμβριος Χριστού γέννηση και καλός μας χρόνος.
|
|
Ας πάει κι αυτό το φίλημα με το «Χριστός Ανέστη». |
|
Μπρος πίσω του Χριστού τα Νικολό – Βάρβαρα. |
|
Γύρω- τριγύρω του Χριστού, είν’ η καρδιά του χειμωνιού. |
|
Πας μετά Χριστόν προφήτης γάιδαρος εστί. |
|
Άϊ - Γιάννης το έχει και ο Χριστόφορος το κρατεί |
|
Ο Άγιος Χριστόφορος γύριζ' με το χαλάζ' στον κόρφο. Αν δουλέψουμε την ημέρα τ' θα μας πνίξη με το χαλάζ'. |
|
Κάλλιον ένας κακός χρόνος, παρά ένας κακός γείτονας, γιατί ο χρόνος περνά, μα ο γείτονας απομείνει
|
|
Μιάς ώρας δουλειά ένας χρόνος έγνοιες
|
|
Τα σέρνει ο χρόνος κι ο καιρός, κανείς δεν τα γνωρίζει
|
|
Ανάποδος χρόνος δεκατριάμσ' (ή 13) φιγγάρια
|
|
Ανάποδος χρόνος, δεκατρείς (ή3, ή9, ή11 ή 15) μήνες
|
|
Θέζε πράμα να βρη ο χρόνος |
|
Θέλ' ο Θεός και φταίει ο χρόνος
|
|
Έγκαιρος ο πόνος γιατρός ο χρόνος
|
|
Ένας χρόνος άσπορος πέντε χρόνια έρημα
|
|
Οι μήνες χάνουν τα νερά κι' ο χρόνος δεν τα χάνει
|
|
Όσα φέρνει η μέρα, ο χρόνος δεν τα φέρνει...
|
|
Αδελφέ Χρύσανθε, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
|
|
Χρυσανθούλη, από που φυσάν οι μύλοι; = Ειρωνικά
|
|
Χρύσανθος και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
|
|
Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Χρύσανθου κουταμάρες
|
|
Απ’ το ντιπ καλή είναι και η Χρύσω τ’ Χαμπίπ’.
|
|
Ότι λάμπει δεν είναι χρυσός.
|
|
Από τη γης βγαίνει το χρυσάφι κι από το σκουλήκι το μετάξι |
|
Του κακού και το χρυσάφι που του δίνεις είναι φαρμάκι
|
|
Η σιωπή είναι χρυσός (‘πολύτιμη’)
|
|
Ο λόγος είναι άργυρος και η σιωπή χρυσός
|
|
Πόθθεν τζιαι πόθθεν η Τταλλού να κλάψει τον Κωλέττην;
|
|
Ο άγγελος παίρνει την ψυχή κι ο παπάς τους παράδες. |
|
Παρηγοριά στον άρρωστο ως που να βγη η ψυχή του κι όσο να κατεβάσουνε στον Άδη το κορμί του
|
|
Αστέρι έπεσε ψυχή έσβησε
|
|
Θέλω το 'γω, ματάκια μου να σώσω την ψυχή μου, μα δεν μ' αφήνει ο δαίμονας πόχω στο βρακί μου
|
|
Το ξένο βιό ο καλόγερος για την ψυχή του δίνει.
|
|
Ο κόλακας κι ο κόρακας έχουν το ίδιο χρώμα,
ο ένας το ‘χει στην ψυχή κι ο άλλος εις το σώμα.
|
|
Το κόκκινο αυγό και η ψυχή της Μαργαρίτας
|
|
Απ’ όπου έρχεται η λέξη, έρχεται και η ψυχή
|
|
Δεν είχε ο φτωχός να φάει κι έκανε για την ψυχή του.
|
|
Ένα σπίτι χωρίς γυναίκα και τζάκι είναι σαν ένα σώμα χωρίς ψυχή και πνεύμα.
|
|
Σαν το λες και δεν το κάνης, μονον την ψυχήν σου χάνεις
|
|
Της κακής ψυχής και τα 'μάτια της φταίνε!
|
|
Ανάθεμα που δούλεψε τα τρία τα Σαββάτα. Το Ψυχοσάββατο της Τυρινής και του Αγίου Θεοδώρου
|
|
Σαράντα φάε, σαράντα πιες, σαράντα δος για την ψυχή |
|
Όλα ψυχούς αν έρθουνε, μαγιόψυχος μην έρθη |
|
Ανάθεμα που δούλεψε τα τρία τα Σαββάτα. Το Ψυχοσάββατο της Τυρινής και του Αγίου Θεοδώρου
|
|
Σαράντα φάε, σαράντα πιες, σαράντα δος για την ψυχή |
|
Όλα ψυχούς αν έρθουνε, μαγιόψυχος μην έρθη |
|
Βασιλικός κι αν μαραθεί τη μυρωδιά την έχει |
|
Βασιλικός στην πόρτα μας κι εμείς τον εζητάμε. |
|
Βασιλικός στη γειτονιά κι αγκάθι μες στο σπίτι. |
|
Σε πήρα για βασιλικό κι εσύ βγήκες τσουκνίδα. |
|
Για χάρη της βασιλιτσιάς ποτίζεται κι η γλάστρα. |
|
|
Πάσαι ουν αι γενεαί από Αβραάμ έως Δαυΐδ γενεαί δεκατέσσαρες, και από Δαυίδ έως της μετοικεσίας Βαβυλώνος γενεαί δεκατέσσαρες, και από της μετοικεσίας Βαβυλώνος έως του Χριστού γενεαί δεκατέσσαρες.
|
|
Άρξον χείρ μου αγαθή, γράψον γράμματα καλά, μη δαρθής και παιδεθής και στον φάλαγκα βαλθής = Ερμηνεία: Εν τη ώα. Εν αρχή κώδικος της Μονής το εύρον ούτω: άρξον, χείρ μου αγαθή γράφε γράμματα καλά, μη ντραπής και λυπηθής κι' εις τον φόρον ντροπιάστης |
|
Όταν αγάπη και ικανότητα δουλεύουν μαζί, να περιμένεις ένα αριστούργημα.
|
|
Τα πουλιά είναι σαν την αγάπη. Υπήρχαν πάντα. Όλα τα είδη εξαφανίζονται, αλλά όχι τα πουλιά. Όπως η αγάπη.
Μαργκρίτ Ντυράς, 1914-1996, Γαλλίδα συγγραφέας |
|
Sine Cerere et Baccho friget Venus.
Χωρίς Δήμητρα και Βάκχο (Διόνυσο), η Αφροδίτη παγώνει
|
|
Αγάπη: μια περαστική ασθένεια που θεραπεύεται με το γάμο. = |
|
Τη μέρα που η δύναμη της αγάπης θα υπερνικήσει την αγάπη της δύναμης, ο κόσμος θα γνωρίσει την ειρήνη. |
|
Αγησίλαος ερωτώμενος πώς μεγάλην εκτήσατο δόξαν έφη:
«θανάτου καταφρονήσας.» |
|
Ο Αρκάς Αγλαός ο ψωφίδιος ο ευτυχέστερος των ανθρώπων. |
|
Τα πάντα πρέπει να τα θεωρούμε αγνά, ώσπου ν’ αποδειχτεί το αντίθετο.
|
|
Τα πάντα πρέπει να τα θεωρούμε αγνά, ώσπου ν’ αποδειχτεί το αντίθετο.
|
|
Γυμνήν είδε Πάρις με και Αγχίσης και Άδωνις. Τους τρεις οίδα μόνους. Πραξιτέλης δε πόθεν; |
|
Ο Αδάμ ήταν άνθρωπος: δεν θέλησε το μήλο για το μήλο, το θέλησε επειδή ήταν απαγορευμένο.
|
|
Πιστεύεται ότι το κρανίον του πρωτοπλάστου Αδάμ ήτο τόσον μέγα, ώστε εκ των κοιλωμάτων των οφθαλμών αυτού ηδύνατο να διήθη ελευθέρης ανήρ έφιππος.
|
|
Εχθρεύομαι όσο και τις πύλες του Άδη εκείνον που άλλα κρύβει μέσα του κι άλλα απ᾿ το στόμα βγάζει. |
|
Γυμνήν είδε Πάρις με και Αγχίσης και Άδωνις. Τους τρεις οίδα μόνους. Πραξιτέλης δε πόθεν;
|
|
Οι υψηλές θέσεις είναι σαν τα απότομα βράχια: μονάχα οι αετοί και τα ερπετά μπορούν να φτάσουν στην κορυφή. |
|
Βλέπουμε τους αετούς να πετούν ψηλά μόνοι τους, ενώ τα πρόβατα μαζεύονται σε κοπάδι.
|
|
Οι ανώτεροι άνθρωποι είναι όπως οι αετοί που χτίζουν τις φωλιές τους ψηλά, σε απρόσιτα σημεία.
|
|
Μακάρι ο φαλακρός αετός να μην είχε επιλεγεί σαν έμβλημα της Αμερικής. Είναι ένα πουλί με απαίσιο και ανήθικο χαρακτήρα. Και δεν βγάζει το ψωμί του τίμια.
Βενιαμίν Φραγκλίνος, 1706-1790, Αμερικανός πολιτικός & συγγραφέας |
|
Μην κακαρίζεις σαν πάπια, να πετάς ψηλά σαν αετός. |
|
Τα παιδιά είναι η μόνη μορφή αθανασίας για την οποία μπορούμε να είμαστε σίγουροι. |
|
Διογένης
Αθλίας, παρ’ αθλίου, δι’ Αθλίου προς άθλιο.
|
|
Διογένης
Καγώ, φησίν, Διογένης ο κύων.
|
|
Η Σοβιετική Ένωση είναι το νόθο παιδί του Καρλ Μαρξ και της Μεγάλης Αικατερίνης. |
|
Ουκ αισχύνει, ω Αισχίνη, ή της πόλεως αισχύνη, καταισχύνεις αισχύνης;'
(Δεν ντρέπεσαι Αισχίνη, εσύ, που αποτελείς τη ντροπή της πόλης, να καταντροπιάζεις τη ντροπή;). |
|
Ακαδημία:
(1) Αρχαίο σχολείο όπου εδιδάσκοντο η ηθική και η φιλοσοφία
(2) Σύγχρονο σχολείο όπου διδάσκεται το ποδόσφαιρο.. |
|
Όποιος δεν γνωρίζει γεωμετρία να μην μπει.
Ρητό γραμμένο πάνω απ' την πύλη της Ακαδημίας (του Πλάτωνα). |
|
Αλέξανδρος ερωτηθείς πού αυτώ οι θησαυροί εισί, επιδείξας τους φίλους έφη «εν τούτοις» |
|
Αν θες να πεις στους ανθρώπους την αλήθεια, κάν’ τους να γελάσουν, αλλιώς θα σε σκοτώσουν. |
|
H αλήθεια είναι υπερβολικά γυμνή. Δεν διεγείρει του άντρες. |
|
Επίκτητος
Ανίκητος είναι δύνασαι, εάν εις μηδένα αγώνα καταβαίνης, όν ουκ έστιν επί σοι νικήσαι.
|
|
Κείνο που σου προσάπτουνε τα χελιδόνια είναι η άνοιξη που δεν έφερες.
|
|
Άνοιξη είναι η παιδική ηλικία του έτους.
|
|
Μπορείς να κόψεις όλα τα λουλούδια, αλλά δεν μπορείς να εμποδίσεις την Άνοιξη να ‘ρθει. |
|
Δεν είναι η άνοιξη που ήλθε, είναι που μου χαμογέλασες. |
|
Την άνοιξη αν δεν την βρεις τη φτιάχνεις. |
|
Tην άνοιξη η φύση φορά τα γιορτινά της |
|
Αντιγόνη (Σοφοκλέους)
Δεν είναι στη φύση μου να μισώ, αλλά να αγαπώ. |
|
Εμέ δε Άνυτος και Μέλητος αποκτείναι μεν δύνανται, βλάψαι δε ού.
Σωκράτης, 469-399 π.Χ., Φιλόσοφος |
|
Αίσωπος ερωτηθείς τι των ζώων σοφώτατον, «των χρησίμων», έφη, «μέλισσα, των δ’ αχρησίμων αράχνης». |
|
Αιδώς Αργείοι: |
|
Αρετής προπάροιθε ιδρώτα θεοί αθάνατοι θήκαν.
(Μπροστά στην αρετή οι αθάνατοι θεοί έβαλαν τον ιδρώτα.)
|
|
Θέλει Αρετήν και Τόλμην η Ελευθερία
|
|
Η ανώτατη αρετή δεν είναι νά’ σαι ελεύτερος, παρά να μάχεσαι για ελευτερία. |
|
Οι κομψοί λόγοι και η προσεγμένη εμφάνιση σπάνια συμβαδίζουν με την αρετή. |
|
Μια είναι η αρετή, να αποφεύγεις πάντα το κακο.
|
|
Όταν μια γυναίκα αγαπάει, συγχωρεί τα πάντα, ακόμα και τα εγκλήματά μας. Όταν δεν μας αγαπάει, δεν της αρέσει τίποτα πάνω μας, ούτε καν οι αρετές μας. |
|
Ιωάννης Στοβαίος
Αριστείδης ο δίκαιος ερωτηθείς τι εστι το δίκαιον, «το μη αλλοτρίων επιθυμείν», έφη. |
|
Είς εμοί μύριοι, εάν άριστος εί.
Για εμένα, ο ένας αξίζει όσο δέκα χιλιάδες, εάν είναι άριστος.
|
|
Αν ο μέσος άνθρωπος είναι πλασμένος «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» του Θεού, τότε άνθρωποι όπως ο Μπετόβεν και ο Αριστοτέλης ήταν ανώτεροι από τον Θεό.
|
|
Το πιο απλό παιδί που πάει σχολείο σήμερα είναι εξοικειωμένο με δεδομένα για τα οποία ο Αρχιμήδης θα έδινε τη ζωή του. |
|
Τα καθαρά Μαθηματικά είναι το καλύτερο παιχνίδι του κόσμου. Σε καθηλώνει πιο πολύ από το σκάκι, έχει μεγαλύτερο ρίσκο από το πόκερ και διαρκεί περισσότερο από τη Μονόπολη. Και είναι δωρεάν, μπορείς να το παίξεις παντού —ο Αρχιμήδης το έπαιζε στη μπανιέρα του. |
|
Ω ματαιοδοξία! Είσαι ο μοχλός με τον οποίο ο Αρχιμήδης ευχήθηκε να κινήσει τη γη! |
|
Sine Cerere et Baccho friget Venus.
Χωρίς Δήμητρα και Βάκχο (Διόνυσο), η Αφροδίτη παγώνει
|
|
Ο Βάκχος έπνιξε περισσότερους μες το ποτήρι, παρά ο Ποσειδώνας μες στη θάλασσα.
|
|
Βάκχος: Μια χρήσιμη θεότητα που επινοήθηκε από τους αρχαίους σαν δικαιολογία για να μεθάνε. |
|
Όταν πρέπει να διαλέξει ποιος θα σταυρωθεί, ο όχλος θα διαλέξει πάντα να σώσει τον Βαραββά. |
|
Κάλλιστον εντάφιον η βασιλεία
(Το ωραιότερο σάβανο είναι η βασιλεία.) |
|
Ο κύριος λόγος που ο Αϊ-Βασίλης είναι τόσο κεφάτος είναι επειδή ξέρει πού κάθονται όλα τα άτακτα κορίτσια. |
|
Οι βασιλιάδες και οι γυναίκες θεωρούν ότι όλα όσα γίνονται οφείλονται σ' αυτούς
|
|
Σύντομα θα απομείνουν μόνο πέντε βασιλιάδες στον κόσμο: ο βασιλιάς της Αγγλίας, ο ρήγας κούπα, ο ρήγας σπαθί, ο ρήγας καρό και ο ρήγας μπαστούνι.
|
|
Ο φόβος δημιούργησε τους Θεούς. Το θράσος δημιούργησε τους βασιλιάδες. |
|
Βελισαρίω οβολόν δότε τω στρατηλάτη, ον τύχη μεν εδόξασεν, αποτυφλοί δ’ ο φθόνος.
Ιωάννης Τζέτζης, 1110-1180, Βυζαντινός λόγιος
|
|
Ναι, είμαι Εβραίος. Και όταν οι πρόγονοι του αξιότιμου αντιπάλου μου ήταν αγριάνθρωποι σε ένα άγνωστο νησί, οι δικοί μου ήταν ιερείς στο Ναό του Σολομώντα.
|
|
Ο Βίκτωρ Ουγκώ ήταν ένας τρελός που πίστευε ότι ήταν ο Βίκτωρ Ουγκώ. |
|
Και σύ τέκνον, Βρούτε; |
|
Την γεωργίαν των άλλων τεχνών μητέρα και τροφόν είναι.
|
|
Καθημερινά με το πιρούνι μας ψηφίζουμε το μέλλον της γεωργίας της Ελλάδας και του πλανήτη όλου |
|
Τη νια ημέρα εν τ' Ά – Γιωργιού και την άλλη τ' Ά – Γιωργιού το παλληκάρι |
|
Τα παιδιά και οι τρελοί κόβουν το Γόρδιο δεσμό που οι ποιητές ξοδεύουν μια ζωή για να λύσουν. |
|
Ου μοι τα Γύγεω.
Δεν είναι για μένα τα πλούτη του Γύγη. (Δεν τα θέλω)
|
|
Πλάτων
Δούλοι γαρ και δεσπότης ουκ αν ποτέ γένοιντο φίλοι. |
|
Δεσπότης δούλου δείται και δούλος δεσπότου.
Αριστοτέλης
|
|
Sine Cerere et Baccho friget Venus.
Χωρίς Δήμητρα και Βάκχο (Διόνυσο), η Αφροδίτη παγώνει
|
|
Όσο υπάρχουν δικτατορίες, δεν μου πάει η καρδιά να επικρίνω τη δημοκρατία. |
|
Δημόκριτος την φιλαργυρίαν έλεγε μητρόπολιν πάσης κακίας. |
|
"Στην εποχή του παραδείσου, ο διάβολος έκανε τη γυναίκα να ντυθεί, σήμερα την κάνει να γυμνώνεται... Αλίμονο! Κι αυτός ο διάβολος διεφθάρη από τότε. |
|
Αίσωπος
Ο εγγύς Διός, εγγύς κεραυνού. |
|
Διογένης ερωτηθείς υπό τινος, διά τίνα αιτίαν οι άνθρωποι, τοις μεν προσαιτούσι, διδόασι, τοις δε φιλοσοφούσιν, ουδαμώς, είπεν, «Ότι χωλοί μεν και τυφλοί ίσως ελπίζουσι γενέσθαι, φιλόσοφοι δε ού.»
|
|
Sine Cerere et Baccho friget Venus.
Χωρίς Δήμητρα και Βάκχο (Διόνυσο), η Αφροδίτη παγώνει
|
|
Ο Διόνυσος έχει πνίξει περισσότερους ανθρώπους από τον Ποσειδώνα.
|
|
Είμαι ακόλουθος του Διόνυσου. Θα προτιμούσα να είμαι σάτυρος παρά άγιος.
|
|
ἄνθρωπε, καλὴ μὲν Ἥρα,
καλὴ δὲ καὶ Ἀθηνᾶ, καλλίστη δὲ πασῶν ἡ Διώνη |
|
Dura lex, sed lex
(Ντούρα λεξ, σεντ λεξ) |
|
Τη μέρα που η δύναμη της αγάπης θα υπερνικήσει την αγάπη της δύναμης, ο κόσμος θα γνωρίσει την ειρήνη.
Μαχάτμα Γκάντι, 1869-1948, Ινδός στοχαστής και ακτιβιστής |
|
Να διδάξουμε στα παιδιά μας την ειρήνη, αλλιώς κάποιος άλλος θα τους διδάξει τη βία. |
|
Θ’ Ελέναν; επεί πρεπόντως ελέναυς, έλανδρος, ελέπτολις.
|
|
Οι λέξεις που ξεκινούσαν από «ελ» μου ασκούσαν πάντα μια μαγεία. Ελλάδα, ελευθερία, ελπίδα και μια Ελένη που ερωτεύτηκα. |
|
Τόση ελευθερία στην τέχνη για να κάνουμε τόσο λίγα! |
|
Η λευτεριά βασίλειο καί η σκλαβιά καδένα καί διάλεξε, παιδάκι μου, από τά δύο ένα |
|
Οι λέξεις που ξεκινούσαν από «ελ» μου ασκούσαν πάντα μια μαγεία. Ελλάδα, ελευθερία, ελπίδα και μια Ελένη που ερωτεύτηκα. |
|
Ο σπόρος μέσα στη γη είναι ζωή. Στα χέρια των καλλιεργητών ελευθερία |
|
Πιστόν Ελλάς οίδεν ουδέν.
Η Ελλάδα δεν γνώρισε τίποτε [ή κανέναν] άξιο εμπιστοσύνης.
|
|
Πιστόν Ελλάς οίδεν ουδέν.
Ευριπίδης, 480-406 π.Χ., Αρχαίος τραγικός (Ιφιγένεια εν Ταύροις) |
|
Ο αγρότης, ο ψαράς, ο άνθρωπος του χωριού, είναι γεννημένοι πρίγκιπες. Αλλά όσο ο Έλληνας προχωρεί προς την πόλη, μαθαίνει το συμφέρον, τα λεφτά, την κομπίνα. Χάνει τις αξίες του και γίνεται λούστρος.
Ελένη Βλάχου, 1911-1995, Δημοσιογράφος & εκδότρια |
|
Για τους περισσότερους ανθρώπους, δικαιοσύνη σημαίνει, απλά, ελπίδα για περισσότερες χάρες.
|
|
Οι λέξεις που ξεκινούσαν από «ελ» μου ασκούσαν πάντα μια μαγεία. Ελλάδα, ελευθερία, ελπίδα και μια Ελένη που ερωτεύτηκα. |
|
"Εάν μη έλπηται ανέλπιστον, ουκ εξευρήσει.
|
|
Ερωτηθείς τι έστιν ελπίς, «Εγρηγορότος», είπεν, «ενύπνιον.»– |
|
"Τι κοινότατον; Ελπίς. Και γαρ οις άλλο μηδέν, αύτη παρέστη.
|
|
Τίποτε δεν είναι χωρίς ελπίδα, πάντα πρέπει να ελπίζουμε.
|
|
Η ελπίδα τρέφει τους περισσότερους ανθρώπους.
|
|
Ο μόνος ευτυχισμένος θεωρώ ότι είναι ο ελεύθερος, εκείνος που ούτε ελπίζει ούτε φοβάται κάτι.
|
|
Παρόν: Το κομμάτι της αιωνιότητας που χωρίζει τα εδάφη της απογοήτευσης από το βασίλειο της ελπίδας.
|
|
Έλπιζε ως θνητός, φείδου ως αθάνατος. |
|
Θρησκεία - Κόρη της Ελπίδας και του Φόβου, που εξηγεί στην Αμάθεια τη φύση του Ακατάληπτου. |
|
Τί κοινότατον; Ἐλπίς. Καὶ γὰρ οἳς ἄλλο μηδέν, αὔτη παρέστη.
|
|
'Εμφυτος πάσιν ανθρώποις ο της ελευθερίας πόθος |
|
Έμφυτος πάσιν ανθρώποις ο της ελευθερίας πόθος. |
|
Η επιστήμη μας έκανε θεούς πριν να γίνουμε άξιοι να είμαστε άνθρωποι. |
|
Στην αρχαία τραγωδία, την οργανωμένη με τόση ακρίβεια, ο άνθρωπος που ξεπερνά το μέτρο πρέπει να τιμωρηθεί από τις Ερινύες.
Γιώργος Σεφέρης, 1900-1971, Έλληνας ποιητής, Νόμπελ 1963
(από την ομιλία του στην απονομή του Νόμπελ) |
|
Αίσωπος
Ζητών Ερμήν γλύψαι, Κέκροπα έγλυψα.
|
|
Η Εκκλησία, μην μπορώντας να καταργήσει τον έρωτα, θέλησε τουλάχιστον να τον απολυμάνει: επινόησε το γάμο
Charles Baudelaire |
|
Για τη γυναίκα, η πείνα να είναι όμορφη και η δίψα να αγαπηθεί είναι η πραγματική κατάρα της Εύας. |
|
Ο παράδεισος βρίσκεται εκεί που είναι η Εύα. |
|
Ιά τη χάρη τσ' Ευγαγγελίστρας πρέπει ν' αοράσης ψάρι να φας, κι α δεν έχης ν' αοράσης, να κλέψης να φας. Α δε μπορης να κλέψης, νάβρης μες στη ρύμνη ένα gοκκαλάκι να το γλείψης |
|
Θαλής ο Μιλήσιος
Τις ευδαίμων; Ο το μεν σώμα υγιής, την δε ψυχήν εύπορος, την δε φύσιν ευπαίδευτος. |
|
Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία |
|
Να δίνει κανείς την ευθυμία στους άλλους, είναι η μεγαλύτερη υπηρεσία που μπορεί να προσφέρει στους ομοίους του. Ένα καλό γέλιο είναι λιακάδα μέσα στο σπίτι |
|
Εὔμαιε, τὸ σοφόν ἐστιν οὐ καθ' ἓν μόνον |
|
Ο Σοφοκλής εσθίει όψον τω οικέτι αρέσκονται, ο δε Ευριπίδης ότι αυτώ αρέσκει! |
|
Πλάτων
Σοφός Σοφοκλής, σοφότερος Ευριπίδης, ανδρών δ’ απάντων Σωκράτης σοφότατος. |
|
Εδιδάχθη Ηρακλής αρματηλατείν μεν υπό Αμφιτρύωνος, παλαίειν δε υπό του Αυτολύκου, τοξεύειν δε υπό Ευρύτου. |
|
Ευτυχίαν εύχου |
|
Nemo malus felix
Γιουβενάλης, 1ος-2ος αι. μ.Χ.,
Ρωμαίος σατιρικός ποιητής |
|
Αν θέλαμε απλώς να ήμασταν ευτυχισμένοι, θα ήταν εύκολο. Αλλά θέλουμε να είμαστε πιο ευτυχισμένοι από τους άλλους και αυτό -σχεδόν πάντα- είναι δύσκολο, μιας και τους νομίζουμε πιο ευτυχισμένους από ό,τι είναι.
Μοντεσκιέ, 1689-1755, Γάλλος στοχαστής |
|
Αίσωπος
Ή Ζευς ή Χάρων.
|
|
Αίσωπος
Ζευς... τα μεν υψηλά ταπεινών, τα δε ταπεινά υψών. |
|
Ευτυχία δεν είναι να κάνεις πάντα αυτό που θέλεις, αλλά να θέλεις πάντα αυτό που κάνεις. |
|
Ζήνων των μαθητών έφασκε τους μεν φιλολόγους είναι τους δε λογοφίλους.
|
|
Νυν ευπλόηκα, ότε εναυάγησα.
Ζήνων ο Κιτιεύς (σήμερα Λάρνακα Κύπρου) |
|
Να μετράς την ηλικία σου με τους φίλους, όχι με τα χρόνια.
Να μετράς τη ζωή σου με τα χαμόγελα, όχι με τα δάκρυα.
John Lennon, 1940-1980, Βρετανός μουσικός |
|
Η πραγματική ερώτηση δεν είναι αν υπάρχει ζωή μετά το θάνατο, αλλά αν έχεις ζωή πριν το θάνατο.
Όσσο (Μπαγκουάν Σρι Ραζνίς), 1931-1990, Ινδός γκουρού |
|
Δεν ξέρουμε τι να κάνουμε σ’ αυτήν τη σύντομη ζωή μας και παρ’ όλα αυτά, ελπίζουμε και σε μια αιώνια.
Ανατόλ Φρανς, 1844-1924, Γάλλος συγγραφέας, Νόμπελ 1921 |
|
Ο άνθρωπος έχει τρία γεγονότα στη ζωή του: γεννιέται, ζει, πεθαίνει. Δεν το συνειδητοποιεί όταν γεννιέται, υποφέρει όταν πεθαίνει και ξεχνάει να ζήσει.
Ζαν ντε Λα Μπρυγιέρ, 1645-1696, Γάλλος συγγραφέας |
|
Ω, η Αγάπη. Είναι αρκετά αληθινή, θα τη βρεις μια μέρα. Έχει όμως έναν θανάσιμο εχθρό: τη ζωή!
Ζαν Ανουίγ, 1910-1987, Γάλλος θεατρικός συγγραφέας |
|
Η μαμά πάντα έλεγε ότι η ζωή είναι σαν ένα κουτί σοκολατάκια. Ποτέ δεν ξέρεις τι θα σου τύχει.
|
|
Θα βρεις νόημα σ’ αυτή τη ζωή μόνο αν το δημιουργήσεις εσύ. Είναι ένα ποίημα που θα συνθέσουμε, ένα τραγούδι που θα τραγουδήσουμε, ένας χορός που θα χορέψουμε. |
|
Βλέπω τη ζωή σαν ένα χορό. Είναι ανάγκη ο χορός να έχει κάποιο νόημα; Χορεύεις επειδή το ευχαριστιέσαι. |
|
Όπως δεν μπορείς να οδηγήσεις το αυτοκίνητό σου κοιτώντας πίσω, με τον ίδιο τρόπο δεν μπορείς να πας τη ζωή σου μπροστά…κοιτώντας πίσω |
|
Ο άντρας δημιουργεί τη ζωή του, η γυναίκα δικαιολογεί τη δική της.
|
|
Ηδονήν φεύγε, ήτις ύστερον λύπην τίκτει |
|
Εξ ηδονής γαρ φύεται το δυστυχείν |
|
Ηδοναί άκαιροι τίκτουσιν αηδίας |
|
Αι μεν ηδοναί θνηταί αι δε αρεταί αθάνατοι |
|
Ο ήλιος εις τους αποπάτους, αλλ’ ου μιαίνεται (=λερώνεται). |
|
Μια ημέρα χωρίς γέλιο είναι μια χαμένη ημέρα |
|
Η μέρα με τη νύχτα. |
|
Τη μέρα που η δύναμη της αγάπης θα υπερνικήσει την αγάπη της δύναμης, ο κόσμος θα γνωρίσει την ειρήνη.
|
|
Είτε τρέχετε την ημέρα ή η ημέρα τρέχει εσάς |
|
Ο δε γε Ηράκλειτος έλεγε την οίησιν προκοπής εγκοπήν.
|
|
Ο ήλιος, καθάπερ ο Ηράκλειτος φησι, νέος εφ’ ημέρη εστίν.
|
|
Η μεν φωνή Ιακώβ, αι δε χείρες Ησαύ. |
|
Βούλευμα μεν το Δίον, Ηφαίστου δε χειρ.
Αισχύλος, 525-456 π.Χ., Αρχαίος τραγικός ποιητής (Προμηθεύς Δεσμώτης)
(για τα δεσμά του Προμηθέα) |
|
Ο μεν Ηφαιστίων φιλαλέξανδρος, ο δε Κρατερός φιλοβασιλεύς
Ο μεν Ηφαιστίων είναι φίλος του Αλεξάνδρου, ο δε Κρατερός φίλος του βασιλιά.
|
|
Ο οίνος, ώ φίλε παι, λέγεται και αλήθεια |
|
Ο Θεός θα μπορούσε να ήταν ένας κωμικός, ο οποίος παίζει μπροστά σε ένα κοινό, που φοβάται να γελάσει |
|
Η μέρα που ο Θεός δημιούργησε την ελπίδα ήταν πιθανότατα η ίδια μέρα που δημιούργησε την Άνοιξη. |
|
Αν υπάρχει μετενσάρκωση, θα ήθελα να επιστρέψω σαν γεράκι. Κανείς δεν το μισεί ούτε το φθονεί ούτε το θέλει ούτε το χρειάζεται. Ποτέ δεν ενοχλείται ούτε κινδυνεύει, και τρώει τα πάντα.
|
|
Εδώ και δυο χιλιάδες χρόνια, ο Ιησούς μάς εκδικείται που δεν πέθανε πάνω σ’ ένα άνετο ανάκλιντρο. |
|
Ο Καίσαρας έχει παραπάνω από τον Αλέξανδρο, τον Καρλομάγνο και τον Ναπολέοντα, ότι ο Ιησούς πρόφερε το όνομά του. |
|
Ο Ιησούς ήταν ο πρώτος Αμερικανός |
|
Ουκ ειμί ικανός λύσαι τον ιμάντα των υποδημάτων αυτού |
|
Διάβασα, κατανόησα, καταδίκασα. |
|
Το πιο σπουδαίο ανθρώπινο γραπτό: ο όρκος του Ιπποκράτη. |
|
Τα του Καίσαρος τῷ Καίσαρι και τα του Θεού τῷ Θεῷ |
|
(Απόδοτε) τα του Καίσαρος τω Καίσαρι |
|
Ο Καίσαρας έχει παραπάνω από τον Αλέξανδρο, τον Καρλομάγνο και τον Ναπολέοντα, ότι ο Ιησούς πρόφερε το όνομά του. |
|
Ο Καίσαρας έχει παραπάνω από τον Αλέξανδρο, τον Καρλομάγνο και τον Ναπολέοντα, ότι ο Ιησούς πρόφερε το όνομά του.
|
|
Αίσωπος
Ζητών Ερμήν γλύψαι, Κέκροπα έγλυψα.
|
|
Ο Κολόμβος όταν ξεκίνησε, δεν ήξερε που πήγαινε και όταν έφτασε, δεν ήξερε πού βρισκόταν.
Ουίνστον Τσώρτσιλ, 1874-1965, Βρετανός πρωθυπουργός, Νόμπελ 1953 |
|
Ο μεν Ηφαιστίων φιλαλέξανδρος, ο δε Κρατερός φιλοβασιλεύς.
Ο μεν Ηφαιστίων είναι φίλος του Αλεξάνδρου, ο δε Κρατερός φίλος του βασιλιά |
|
Επίκτητος
Ουδέ γαρ Μίλων έσομαι και όμως ουκ αμελώ του σώματος. Ουδέ Κροίσος και όμως ουκ αμελώ της κτήσεως. Ουδ' απλώς άλλου τινός της επιμελείας διά την απόγνωσιν των άκρων αφιστάμεθα.
|
|
Λυχνίας σβεσθείσης πάσα γυνή Λαΐς» |
|
Ιωάννης Στοβαίος
Λάμπις ο ναύκληρος ερωτηθείς πώς εκτήσατο τον πλούτον: «Ου χαλεπώς», έφη, «τον μέγαν. Το δε βραχύν επιπόνως». |
|
Αριστοτέλη
Αεὶ Λιβύη φέρει τι καινόν.(κακόν)
Πάντα κάτι καινούργιο (κακόν) έρχεται από την Λιβύη (Αφρική).
|
|
Η Μόνα Λίζα μοιάζει σαν να ήταν άρρωστη ή σαν να πρόκειται να αρρωστήσει.
|
|
Χρειάστηκαν περισσότεροι από ένας άντρες για να μου αλλάξουν το όνομα σε «Σαγκάη Λίλι».
|
|
Αυτά ξεχάστηκαν, ό,τι έγινε έγινε. Πάντως όσο ζω θα υποστηρίζω, ότι ο Λούης δεν μας κατέφθασε, αλλά παρουσιάστηκε ουρανοκατέβατος |
|
Η χρήση βίας είναι πολύ κακή λύση για οποιοδήποτε πρόβλημα. Γενικώς, χρησιμοποιείται μόνο από μικρά παιδιά και μεγάλα έθνη. |
|
Μια θρησκεία που δεν λαμβάνει υπόψη της πρακτικά ζητήματα και δεν βοηθάει στη λύση τους, δεν είναι θρησκεία. |
|
Όταν δουλεύω πάνω σ’ ένα πρόβλημα, δεν ασχολούμαι ποτέ με το αισθητικό μέρος. Σκέφτομαι μόνο πώς θα λύσω το πρόβλημα. Όταν τελειώσω όμως, αν η λύση δεν είναι ωραία, ξέρω ότι είναι λάθος. |
|
Για κάθε ανθρώπινο πρόβλημα υπάρχει μια λύση που είναι απλή, ξεκάθαρη και απολύτως λάθος. |
|
Μάρθα, Μάρθα, μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃς περὶ πολλά, |
|
Η Μάρλεν Ντήτριχ έχει ένα όνομα που αρχίζει με ένα χάδι και τελειώνει με ένα χτύπημα μαστιγίου. |
|
Όταν το λουλούδι ανθίζει, οι μέλισσες έρχονται απρόσκλητες. |
|
Αίσωπος ερωτηθείς τι των ζώων σοφώτατον, «των χρησίμων», έφη, «μέλισσα, των δ’ αχρησίμων αράχνης». |
|
Εμέ δε Άνυτος και Μέλητος αποκτείναι μεν δύνανται, βλάψαι δε ού.
Σωκράτης, 469-399 π.Χ., Φιλόσοφος |
|
Μα να μάθω αυτήν τη μελωδία πριν πεθάνω!
|
|
Επίκτητοε
Ουδέ γαρ Μίλων έσομαι και όμως ουκ αμελώ του σώματος. Ουδέ Κροίσος και όμως ουκ αμελώ της κτήσεως. Ουδ' απλώς άλλου τινός της επιμελείας διά την απόγνωσιν των άκρων αφιστάμεθα. |
|
Ο Μωυσής μας έσερνε 40 χρόνια μέσα στην έρημο για να μας φέρει στο μοναδικό σημείο στη Μέση Ανατολή που δεν έχει πετρέλαιο.
|
|
Ο Καίσαρας έχει παραπάνω από τον Αλέξανδρο, τον Καρλομάγνο και τον Ναπολέοντα, ότι ο Ιησούς πρόφερε το όνομά του. |
|
Η παρουσία του Ναπολέοντα στο πεδίο της μάχης ισοδυναμεί με διαφορά 10.000 ανδρών.
|
|
Δεν είμαστε πιο ένοχοι όταν ακολουθούμε τα πρωτόγονα ένστικτά μας που μας κυβερνούν, από ό,τι είναι ο Νείλος για τις πλημμύρες του ή η θάλασσα για τα κύματά της. |
|
Τι είναι τα λεφτά;
Ένας άνθρωπος είναι επιτυχημένος αν σηκώνεται το πρωί από το κρεβάτι του και πηγαίνει στο κρεβάτι του τη νύχτα, έχοντας στο ενδιάμεσο κάνει αυτό που θέλει. |
|
Σωκράτης:
Εγίγνωσκον ότι βροντώσα Ξανθίππη και βρέξει. |
|
Αλκιβιάδης: Η Ξανθίππη είναι ανυπόφορη όταν βρίζει.
Σωκράτης: Εσύ δεν ανέχεσαι την φασαρία που κάνουν οι χήνες σου;
Αλκιβιάδης:, Ναι, αλλά μου γεννούν αυγά και πουλάκια.
Σωκράτης: Και μένα η Ξανθίππη μου γεννά παιδιά.
|
|
Πλάτων
Όμηρος την Ελλάδα επεπαιδεύκει. |
|
Η Ιλιάδα γράφτηκε είτε από τον Όμηρο είτε από κάποιον άλλον με το ίδιο όνομα!
|
|
Σκιάς όναρ άνθρωπος
που σημαίνει
"ο άνθρωπος είναι τ’ όνειρο μιας σκιάς" |
|
Υπάρχουν περισσότερα πράγματα σε ουρανό και γη, Οράτιε, από όσα έχει ονειρευτεί η φιλοσοφία σου
|
|
Τα πετεινά του Ουρανού ου σπείρουσιν ουδέ θερίζουσιν, αλλ' ο πατήρ' ο Ουράνιος τρέφει αυτά! |
|
Υπάρχουν περισσότερα πράγματα σε ουρανό και γη, Οράτιε, από όσα έχει ονειρευτεί η φιλοσοφία σου. |
|
Ξέρουμε τι είμαστε, αλλά δεν ξέρουμε τι θα μπορούσαμε να είμαστε.
|
|
Πριν με ρίξεις υποσχέθηκες να με παντρευτείς. |
|
Ο Αίας φημιζόταν για την δύναμή του και ο Οδυσσέας για την πανουργία του. |
|
Καλύτερα να πεθαίνει κανείς όπως ο Έκτορας στη μάχη, παρά να ζει σαν παρφουμαρισμένος Πάρις βάζοντάς το στα πόδια.
|
|
Γυμνήν είδε Πάρις με και Αγχίσης και Άδωνις. Τους τρεις οίδα μόνους. Πραξιτέλης δε πόθεν;
|
|
Ανάγκα και Θεοί πείθονται.
Σιμωνίδης ο Κείος, 556-468 π.Χ., Αρχαίος ποιητής & συγγραφέας επιγραμμάτων |
|
Είσαι σμιχτοφρύδα, μωρή Πελαγιά, θα τον ματιάσεις, άδικο να του λάχει! |
|
Η Πηνελόπη ήταν η τελευταία δοκιμασία του Οδυσσέα στο τέλος του ταξιδιού του. |
|
Πίστει χρήματ' ὄλεσσα (ἔχασα), ἀπιστίῃ δ' ἐσάωσα (ἔσωσα)
Ησίοδος - Έργα και ημέραι |
|
Πλατωνικός έρωτας ίσον μαλακόν παξιμάδιον δια τους μη έχοντας οδόντας.
|
|
Το γράψιμο για τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη ήταν λιγότερο σοφή και σοβαρή ασχολία, η αληθινή σοφία τους όμως, ήταν η ικανότητα να ζούνε απλά και γαλήνια. |
|
Ο πλατωνικός έρωτας είναι ένα ηφαίστειο χωρίς εκρήξεις. |
|
Ο Πλάτων ήταν βαρετός. |
|
Μετά από εικοσιένα αιώνες, δεν βρέθηκε κανένας άνθρωπος με ευφυΐα, βάθος, ποιότητα, πνεύμα και φαντασία σαν του Πλάτωνα —για να μας απελευθερώσει από την κληρονομιά του. |
|
Από τον Πλάτωνα προέρχονται όλα τα θέματα για τα οποία ακόμα γράφουν και διαφωνούν οι άνθρωποι του πνεύματος. |
|
Έχω διαβάσει στον Πλάτωνα και στον Κικέρωνα ρήσεις που ήταν σοφές και ωραίες. Αλλά σε κανέναν από αυτούς δεν διάβασα: «έλθετε προς εμέ πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι». |
|
Ο πιο ακριβής γενικός χαρακτηρισμός για τη Δυτική φιλοσοφική παράδοση είναι ότι αποτελείται από μια σειρά υποσημειώσεων στον Πλάτωνα.
|
|
Πλάτων έφησε (ονόμασε) τον μεν ύπνον ολιγοχρόνιον θάνατον, τον δε θάνατον πολυχρόνιον ύπνον.
|
|
Πλην πλούτου, παντός χρήματος εστι κόρος.
Θέογνις, 6ος αιών π.Χ., Αρχαίος Έλληνας ποιητής |
|
Ο Βάκχος έπνιξε περισσότερους μες το ποτήρι, παρά ο Ποσειδώνας μες στη θάλασσα.
(Τζουζέπε Γκαριμπάλντι) |
|
Ιδού ο Ρομπέν των Δασών της Αριστεράς: Όχι να κλέβει από τους πλούσιους για να πληρώσει τους φτωχούς, αλλά να κλέβει από το μέλλον για να πληρώσει το παρόν |
|
Φαντάζομαι πως ο Σίσυφος ήταν ευτυχισμένος.
|
|
Ισοκράτης
Σοφία μόνον κτημάτων αθάνατον. |
|
Πλάτων
Σοφία πάντων κάλλιστον, η δε αμάθεια πάντων κάκιστον. |
|
Ει το τρέφειν πώγωνα δοκείς σοφίαν περιποιείν, και τράγος ευπώγων αίψ’ όλος εστὶ
Αν το να έχεις γένεια θεωρείται σοφία, τότε και οι τράγοι θα ήταν σοφοί |
|
Πλάτων
Σοφός Σοφοκλής, σοφότερος Ευριπίδης, ανδρών δ’ απάντων Σωκράτης σοφότατος. |
|
Αριστοτέλη
Τρεις δε και σκηνογραφίαν Σοφοκλής.
|
|
Ο Σοφοκλής εσθίει όψον τω οικέτι αρέσκονται, ο δε Ευριπίδης ότι αυτώ αρέσκει! |
|
Ο Έλλην στέργει συνήθως να είπη την αλήθειαν, ουχί όμως και να την γράψη. |
|
Στέργε μεν τα παρόντα, ζήτει δε τα βελτίω. |
|
Πλάτων
Σωκράτης μαινόμενος. |
|
Πλάτων
Σοφός Σοφοκλής, σοφότερος Ευριπίδης, ανδρών δ’ απάντων Σωκράτης σοφότατος. |
|
Το δε σώφρον του ανάνδρου πρόσχημα |
|
Ο Τάρταρος τοσούτον από γης διάστημα, όσον απ’ ουρανού γη. |
|
Τι υπάρχει σ’ ένα όνομα; Αυτό που ονομάζουμε τριαντάφυλλο, με οποιοδήποτε άλλο όνομα θα μύριζε εξίσου ωραία |
|
Απελλής ο ζωγράφος ερωτηθείς διά τι την τύχην καθημένην έγραψεν, είπεν: «ότι ουχ έστηκεν». |
|
Πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ουφεισόμεθα της ζωής ημών. |
|
Ισοκράτης
Έσο περί την οικείαν εσθήτα φιλόκαλος αλλά μη καλλωπιστής. Φιλοκάλου μεν γαρ το μεγαλοπρεπές, καλλωπιστού δε το περίεργον.
|
|
Μετά την δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις
Μένανδρος, 4ος αιών π.Χ., Αρχαίος Έλληνας ποιητής |
|
Αίσωπος
Ή Ζευς ή Χάρων. |
|
Ιωάννης Στοβαίος
Χρύσιππος ερωτηθείς δια τι ου πολιτεύεται είπε: Διότι ει μεν πονηρά πολιτεύεται, τοις θεοίς απαρέσει· ει δε χρηστά, τοις πολίταις. |
|
Ο, σατιρικός ποιητής, Χρυσόστομος λένε πως έφαε τη Μεγάλη Παρασκευή αβγά κι από τότες ετιμωρήθηκε κι ελάλησε, όπως ο κόκκορας. |
|
Οι ρυτίδες του προσώπου ξεκινούν από τις ρυτίδες της ψυχής.
Το χαμόγελο είναι το πρώτο βήμα εξολόθρευσης της απαισιοδοξίας και του φόβου |
|
Το κρασί φέρνει στο φως όλα τα κρυμμένα μυστικά της ψυχής.
|
|
Κρασί: ένα μέσο να μετακινήσεις το βάρος της ψυχής στο σώμα. |
|
Το αργύριον έστιν αίμα και ψυχή βροτών |
|
|
Αγάπησε τη γλώσσα σου για να καρπίσει ο νους σου |
|
Ακαρπότερος Ἀγρίππου |
|
Ιδρώτα θέλ’ η αρετή |
|
Ξυνόν ανθρώποις Άρης. |
|
Αρηϊφάτους θεοί τιμώσι και άνθρωποι |
|
Sine Cerere et Baccho friget Venus.
Χωρίς Δήμητρα και Βάκχο (Διόνυσο), η Αφροδίτη παγώνει
|
|
Χρυσός Δανάην έπεισεν εθέλουσαν. |
|
Η Αλήθεια είναι θυγατέρα του Δία.
Πίνδαρος |
|
Δικαίως κτω
|
|
Δικαίως κτω
|
|
Διογένης τον έρωτα είπε σχολαζόντων ασχολίαν. |
|
Διογένης ερωτηθείς τι των θηρίων κάκιστα δάκνει έφη: των μεν αγρίων συκοφάντης, των δε ημέρων κόλαξ. |
|
Διογένης λοιδορούμενος υπό τινος φαλακρού, έφη: «Σε μεν ουχ υβρίζω, τας δε τρίχας σου επαινώ, ότι κακόν εξέφυγον κρανίον». |
|
Δόξαν δίωκε |
|
Δόξαν μη λείπε |
|
Ελπίδα αίνει |
|
Ελπίδα αίνει |
|
Ένα από τα πιο ωραία πράγματα στη ζωή είναι να ξέρει κάποιος να γελά |
|
Βρείτε χρόνο να γελάτε, είναι η μουσική της ζωής |
|
Το γέλιο ομορφαίνει και μακραίνει τη ζωή |
|
Η ζωή είναι σύντομη |
|
Ζωή: Η αέναη ανανέωση της Φύσης |
|
Ύψιστον αγαθόν η ηδονή, είτε πνευματική
είτε υλική. |
|
Έπου Θεώ |
|
Θεούς σέβου
|
|
Την ανάγκη ούτε οι θεοί οι ίδιοι μπορούν να την νικήσουν |
|
Ότι η φιλία και το φιλί είναι της αυτής ρίζης, το λέγει το λεξικόν, αλλά το υποστηρίζει και η ιστορία με το φίλημα του Ιούδα.
|
|
Αν ήμουν ο Ιησούς, θα είχα σώσει τον Ιούδα. |
|
Τον δε εχθρόν φίλον ποιείν, ρητό του Κλεόβουλου του Λίνδιου |
|
Τον δε εχθρόν ευεργετείν |
|
Λυκούργος προς τον ειπόντα δια τι Λακεδαιμόνιοι την βραχυλογίαν ασκούσιν, είπεν, «ότι εγγύς εστί του σιγάν». (Διότι εἶναι κοντά στὴν σιωπή) |
|
"Λυκούργου λόγον περί της κόμης, ότι τοις μεν καλούς ευπρεπεστέρους ποιεί, τους δε αισχρούς φοβερωτέρους. |
|
Λυκούργος ο νομοθέτης το μεν αξιόχρεον των ανθρώπων έφη εν τη ουσία κείσθαι το δε αξιόπιστον εν τοις τρόποις. |
|
Η τραγωδία δεν είναι λύση. |
|
Η απλούστερη λύση είναι συνήθως και η σωστή.
(γνωστό και ως «Η αρχή του Όκαμ») |
|
Ποτέ μη δημιουργείς ένα πρόβλημα αν δεν ξέρεις τη λύση του. |
|
Ειδικός είναι αυτός που έχει ένα πρόβλημα για κάθε λύση. |
|
Αν ένα πρόβλημα δεν έχει λύση, ίσως δεν είναι πρόβλημα, αλλά ένα δεδομένο που δεν χρειάζεται να λυθεί, αλλά να αντιμετωπισθεί με τον καιρό. |
|
Άκουε ουρανέ και φρίξον ήλιε |
|
Ο Πλάτων είναι η φιλοσοφία και η φιλοσοφία είναι ο Πλάτων.
|
|
Ο Πλάτων βρήκε τη φιλοσοφία φτιαγμένη από τούβλα και την άφησε από χρυσάφι. |
|
Φίλος μεν Πλάτων, φιλτέρα δ’ αλήθεια. |
|
Ει το τρέφειν πώγωνα δοκείς σοφίαν περιποιείν, και τράγος ευπώγων αίψ’ όλος εστὶ Πλάτων.
|
|
Σύνδρομο (ή Φαινόμενο) του Πυγμαλίωνα |
|
Ένα από τα πιο σημαντικά γνωμικά του Πυθαγόρα “Σέβου όρκον.” |
|
Στέργει γαρ ουδείς άγγελον κακών επών. |
|
Το τερπνό μετά του ωφελίμου |
|
Τρώων μένος αἰὲν ἀτάσθαλον. |
|
Τυδεύς τοι μικρός μεν έην δέμας, αλλά μαχητής. |
|
Χρόνου φείδου
|
|
Φιλία είναι μια ψυχή σε δυο σώματα |
|
Χάριν εκτέλει |
|
Χάριν εκτέλει
|
|
Το λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν |
|
Μηδέν άγαν |
|
Γνώθι σαυτόν |
|
Εγγύα πάρα δ’ άτα |
|
Τα μεν υψηλά ταπεινούν, τα δε ταπεινά υψούν |
|
|
Η Άβα την Τετάρτη, μας γύρισε την πλάτη |
|
Ο Άβας την Τετάρτη, μας γύρισε την πλάτη |
|
Ἀβδηριτισμόν ὀφλισκάνεις; |
|
Η θυσία του Αβραάμ |
|
Σπέρμα Αβραάμ |
|
Τ' Αβραάμ τ' αγαθά |
|
Τ' Αβραάμ τ' καλά
'Η
Τ' Αβραάμ τ' καλά και του Ισαάκ τα κουλουκύθια |
|
Ο Θεός να σουδώση του Αβραάμ και του Ισαάκ τ'αγαθά
|
|
Κόλποι του Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ |
|
Εν τούτῳ πεδίλῳ πόδ' ἔχειν |
|
Αγαθούς τίμα
|
|
Αρετή την λέν τη στρίγλα |
|
Αγαθή λαλιά δεν με δίνει
|
|
Είσαι τέλεια Αγαθώ
|
|
Αγαθή Τύχη |
|
Αγαθή Ελπίδα |
|
Αγαθή Πρόνοια |
|
Ξύπνα Αγαθοκλή...κοιμάσαι όρθιος |
|
Ο Αγαθοκλής ο μερακλής |
|
Ο αγαθός είναι κουτός
|
|
Ἀγαθοὺς τίμα |
|
Αγάπη μου |
|
Φάε αγάπη
ή
Φάτε αγάπη |
|
Φάε αγάπη |
|
Είσαι τέλεια Αγάπιος
|
|
Πίθος των Δαναΐδων
|
|
Φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντες (Από το Λατινικό ‘Timeo Danaos et dona ferentes’) |
|
Ατζέλου ψυχή παίρνει |
|
Μηδ΄ Αγγελής ςτο πέλαγο
|
|
Άγγελος Κυρίου δεν του το βγάνει |
|
Άγγελος πρωτοστάτης!
|
|
Κλάψε Αγγλία τον υπήκοόν σου |
|
Ο Άγις την Τετάρτη, μας γύρισε την πλάτη |
|
Πιάσε κατάρτι σαν τον Οδυσσέα και περίμενε να τελειώσουν οι Σειρήνες. |
|
Ο Άγνων την Τετάρτη, μας γύρισε την πλάτη |
|
Η Άδα την Τετάρτη, μας γύρισε την πλάτη |
|
Εξορία του Αδάμ |
|
Απ` τον Αδάμ καταγόμαστε όλοι. |
|
(Εν) αδαμιαία περιβολή |
|
Αδάμ παπαδάμ
ή
Αντάμ – παπ' Αντάμ |
|
Από του Αδάμ τον καιρό (Από τον καιρό του Αδάμ) |
|
Συτζιά του Αδάμ |
|
Ξύλω του Αδάμ |
|
Δεν είναι βόας, δεν είναι κροταλίας, είναι το φιδάκι ο Διαμαντής.
|
|
Πάει σαν τον στραβό στον Άδη
|
|
Φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντες (Από το Λατινικό ‘Timeo Danaos et dona ferentes’) |
|
Πίθος των Δαναΐδων |
|
Πίθος των Δαναΐδων |
|
Φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντες (Από το Λατινικό ‘Timeo Danaos et dona ferentes’) |
|
Ο Άδμων την Τετάρτη, μας γύρισε την πλάτη |
|
Σωστός Αδωνις |
|
Άδωνις, όνομα τζιαι πράμα. |
|
Αδώνιδος κήποι.
|
|
Αέθλιο μήλο |
|
Αέθλιο μήλο |
|
Μάτι αετού.
ή
Αετίσιο μάτι
|
|
Βάστα Θανάσ' - Μπράβο Θανάσ'! |
|
Τη γάμησε όλο το χωριό, την πήρε ο Θανάσης |
|
Οι γυναίκες, Θανάση μου, έτσι είναι: οι νόμιμες τρελαίνονται για την οικονομία και οι παράνομες για τη σπατάλη.
|
|
Αθανασάς ο κλαπαρχίδας |
|
Θανάση γιατί έκοψες το άλφα από μπροστά;
για ένα γράμμα χάνεις την αθανασία. |
|
Είναι για τον άη Θανάσ'; |
|
Πάμε για τον άη Αθανάσιο;
|
|
Αθάνατο νερό |
|
Ψήφος της Αθηνάς |
|
Το πουλί της Αθηνάς |
|
Αθήνα, ανθήνα, ανθός του κόσμου |
|
Γαμώ τη Νανά τη χορεύτρια |
|
Αιάντειος γέλως |
|
Αλλ’ ημίν Αίας πού ‘στιν; |
|
Ο Αίας την Τετάρτη, μας γύρισε την πλάτη |
|
Ανάθεμά τα τα κούτουλα αγρίμια |
|
Θα γίνουμε Αιγαίο πέλαγος
|
|
Η Αίγη την Τετάρτη, μας γύρισε την πλάτη |
|
Η Αίγλη την Τετάρτη, μας γύρισε την πλάτη |
|
Ο Αίγων την Τετάρτη, μας γύρισε την πλάτη |
|
Αιθέρια ύπαρξη. |
|
Έτερον εκάτερον |
|
Ρήνα μου, Κατερίνα, μη φαρμακώνεσαι, σου δίνω το βοτάνι. |
|
Κατίνα σαλαμάκι |
|
Γαιδούρι Κατιρνιώτικου
|
|
Είσαι τέλεια Μιλού
|
|
Αίγιες τζαι κουέλλες |
|
Αναγέλασεν η αίγια την κουδέλλαν |
|
Θωρεί με σαν η αίγια το μασαίριν |
|
Ανοίγω τους ασκούς του Αιόλου |
|
Αισχύνην σέβου
|
|
Αἰσχύνην σέβου
|
|
Μύθοι του Αισώπου |
|
Το Άκης πάει με όλα |
|
Μεταξύ σφύρας και άκμονος |
|
Αακραία καιρικά φαινόμενα |
|
Ακραία αθλήματα.
Γωστά επίσης σαν 'εξτρίμ σπορ' |
|
Πίθος των Δαναΐδων |
|
Φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντες (Από το Λατινικό ‘Timeo Danaos et dona ferentes’) |
|
Σαν αλαμάνος είσαι καημένε!
|
|
Τι κάνεις σαν Αλλαμάνος;
|
|
Αλαμανιά |
|
Γηραιά Αλβιώνα |
|
Albus dies = ευτυχίσμένη μέρα |
|
Alba stella = αίσιον άστρον |
|
Πριν αλέκτορα φωνήσαι |
|
Άλεκα τσαί ξάλεκα |
|
Έγινε Αλέκος |
|
(Και) Πού' σαι Αλέκο... |
|
Ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος; |
|
Όριον έδωσε και πάρ' Αλέξανδρος |
|
Εμένα με λεν Αλέξανδρο |
|
Άλεκα τσαί ξάλεκα
|
|
Είσαι τέλεια 'Λέξω
|