|  | Αν σου αρέσει μπάρμπα Λάμπρο, ξανά πέρνα από την Άνδρο | 
|  | 
					
					|  | Δεμ πας να ψ'αλ'ς του Λάζαρου! | 
					
					|  | Ποττέ του αβκόν εν έδωκεν, μήτε τ΄άι Λαζάρου. | 
					
					|  | Με τη φωνή και ο Λάζαρος | 
					
					|  | Ξαναζωντάνεψε σαν τον Λάζαρο | 
					
					|  | Κέρινος ή Κίτρινος σαν τον Λάζαρο | 
					
					|  | Από τον άγιο Λάζαρο και στη Φανερωμένη με βάλανε να κουβαλώ νερό με το βαρέλι | 
					
					|  | Από τον άγιο Λάζαρο και στη Φανερωμένη το γάιδαρό σου να χαρής και καλομοίρα να 'σαι | 
					
					|  | Από τον άη Λάζαρο ως την Φανερωμένη βασιλικό εφύτεψα και βγήκε μαντζουράνα | 
					
					|  | Απού του Λαζάρου το Σάββατο έως του Θωμά τη Δευτέρα όλες οι μέρες μιά | 
					
					|  | Η σάρα και η μάρα και του Λάζαρου η μάνα  | 
					
					|  | Λάκη, από που φυσάν οι μύλοι; | 
					
					|  | Λάκης και μυαλό, καβούροι με φτερούγες | 
					
					|  | Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Λάκη κουταμάρες | 
					
					|  | Αδελφέ Λάκη, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι. | 
					
					|  | Θα κρατήσουν όσο της Λαμπρής τ' αυγά. | 
					
					|  | Απόκριες στο σπίτι σου και Λαμπριά όπου λάχει. | 
					
					|  | Αν δεν δουλέψεις την αυγή, γυμνός θα είσαι τη Λαμπρή. | 
					
					|  | Να ‘ναι Χριστούγεννα στεγνά, τα Φώτα χιονισμένα, και τα Λαμπρά βρεχούμενα, αμπάρια γιομισμένα. | 
					
					|  | Τη Γέννηση την άβρεχη, τα Φώτα χιονισμένα και τη Λαμπρή βρεχούμενη , τα πάντα ‘φτυχισμένα. | 
					
					|  | Απ’ το Γενάρη ως τη Λαμπρή, δεν έχει σχόλη και γιορτή. | 
					
					|  | Άσχημη η Λαμπρή όταν βρέχει κι ο φτωχός όταν δεν έχει. | 
					
					|  | Γλυκός η ν-ύπνους την αυγή, γυμνός η κώλους τη Λαμπρή. | 
					
					|  | Γλυκός ο ύπνος την αυγή, ζόρκος ο κώλος τη Λαμπρή. | 
					
					|  | Γλυκός ύπνος την αυγή, παλιά ρούχα τη Λαμπρή. | 
					
					|  | Γλυκός ύπνος το πρωί, χωρίς φαΐ τη Λαμπρή. | 
					
					|  | Έχεις γρόσια στο πουγκί, όθε θες κάνεις Λαμπρή. | 
					
					|  | Καλός ο ύπνος το πρωί, παλιά παπούτσια τη Λαμπρή. | 
					
					|  | Κατά που λέει το χαρτί κι ομολογάει η φλάσκα, ούτε και πέρυσι Λαμπρή ούτε και φέτο Πάσχα. | 
					
					|  | Μαθημένου είνι τ’ αρνί να κουρεύγιτι κ’ Λαμπρή. | 
					
					|  | Να ’ταν τα Φώτα βροχερά και η Λαμπρή βροχάτη. | 
					
					|  | Σαν είν’ τα Φώτα φωτεινά, πάντα η Λαμπρή δροσάτη. | 
					
					|  | Της νύφης τα προικιά σαν της Λαμπρής τ’ αυγά. | 
					
					|  | Να μη ζηλέψεις τη Λαμπρή γυναίκα και τον Απριλομάη φοράδα. | 
					
					|  | Αν σ’ αρέσει μπαρμπα-Λάμπρο ξαναπέρνα από την Άνδρο | 
					
					|  | Θαν το φας και θα ειπής και το Δήμο λεβέντη! | 
					
					|  | Μαντηλαριά και ασυρτικό φλάσκα και ποταμίσι, βάλε λεβέντη στη ληνό να τρέχει σαν τη βρύση | 
					
					|  | Σαν δεν σ' αρέση πάρε, λεβέντη μου τη βόλτα σου | 
					
					|  | Ο Απρίλης είν' λεβέντης, μα να βρέξη δυο νερά! | 
					
					|  | Λεβέντης θέλω να γίνω και ταμπουρά δεν έχω  | 
					
					|  | Τα ρούχα κάνουν άνθρωπο και τ' άρματα (ή το σπαθί) λεβέντη | 
					
					|  | Η Λένα την Τετάρτη, μας γύρισε την πλάτη | 
					
					|  | Εν τζ' είμαι η καμήλα του Τζένιου που τα Λεύκαρα, που σηκώννει πολλά | 
					
					|  | Η Μαρικκού που τα Λεύκαρα | 
					
					|  | Απ' τη λεχώνα ως τη μαμή χάθηκε το παιδί. | 
					
					|  | Πήγε για μαμή κι έκατσε για λεχώνα | 
					
					|  | Αδελφέ Λεωνίδα, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι. | 
					
					|  | Λεωνιδάκη, από που φυσάν οι μύλοι; | 
					
					|  | Λιόντας και μυαλό, καβούροι με φτερούγες | 
					
					|  | Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Λεωνίδη κουταμάρες  | 
					
					|  | Έγινε ο λύχνος θυμιατό κι η κουτσουλιά λιβάνι | 
					
					|  | Αδελφή Λίντα, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι. | 
					
					|  | Λιντίτσα, από που φυσάν οι μύλοι; | 
					
					|  | Λίνδα και μυαλό, καβούροι με φτερούγες | 
					
					|  | Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Λιντούλας κουταμάρες | 
					
					|  | Ο Λίνος την Τετάρτη, μας γύρισε την πλάτη | 
					
					|  | Η Λίτσα την Τετάρτη, μας γύρισε την πλάτη | 
					
					|  | Βούννου-Βούννου δουλαππάτζιμ μου, να κάμνεις την οντζιάσ σου, να φας τηγ καυκαλλιάσ σου· βρε Λοϊζή, που είσαι και γυρίζεις τζέν έρκεσαι να φας όρνιθαμ με το ρύζι. | 
					
					|  | Ο Λοϊζής εμ περήφανος στ' αφκιά | 
					
					|  | Από το εν μέρος το εκ του κατά Λουκαν Αγίου Ευαγγελίου και από το “Μπισμιλλιαΐ ραχμάνι, ραχίμ | 
					
					|  | Του Αγίου Λουκά σπέρνει (ή σπείρε) κουκιά. | 
					
					|  | Αν βρέξει τ’ Αϊ – Λουκά, χέσε μέσα στα βρακιά. | 
					
					|  | Αν βρέξει τ' Άη Λουκά μούντζωσε΄τα τα βαριά | 
					
					|  | Αν δεν βρέξ' τ' άη Λουκά σπείρε και τη Μαλουκά | 
					
					|  | Ο πούμπουρος εμύνησε τ' άι – Λουκά εν νάρτη τζ' αν μεν τ' Άι - Λουκά τ' Άι Φιλίππου εν νάρτη | 
					
					|  | Πού του αποστόλου Λουκά, ως τ' άι Δημητρίου, εν το καλοτζαίριν τους οκνιάρηδες | 
					
					|  | Τ' Αγίου Λουκά λουκάν΄κο κι ας είν΄και χαλαζιάρ΄κο | 
					
					|  | Τ' άι Λουκά λουκάνικα, τ' άι Μανθαίου πήττες, και του αγίου Σαραντώνει, ρακί και τηγανίτες | 
					
					|  | Του αγίου Λουκός, λουκάνικα τ' αγίου Θοδώρου πίττες και τα Νικολοβάρβαρα τρώνε τες τηγανίτες | 
					
					|  | Αδελφέ Λουκά, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι. | 
					
					|  | Λούκας και μυαλό, καβούροι με φτερούγες | 
					
					|  | Ο Άγιος-Λουκάς τ΄ανοίγει κι άγι΄-Αντώνης τα κλείνει | 
					
					|  | Οι Παναγίες που έχει ζωγραφίσει ο ευαγγελιστής Λουκάς βαστάνε το Χριστό με το δεξί τους χέρι | 
					
					|  | Μήδ' εγώ 'μουν εκεί μήδ' ο Λουκάς τού Μαρκή | 
					
					|  | Αν δε βρέξει τ΄αη Λουκά, χαρά εις τα βαρκά | 
					
					|  | Του Αγίου Λουκά σπείρε τα κουκκιά αύριο | 
					
					|  | Του αποστόλου Λουκά φόρεσε, τζαί τ' άι (Γε)ωρκού βκάλε | 
					
					|  | Όσα δεν πιάνει η Λουλού, τα κάνει µαργαριτάρια. | 
					
					|  | Απ' ολούθε και απ' ούλα, ούλα τα μαζώνει η Λούλα  | 
					
					|  | Ο καιρός πουλεί τα λάχανα κι ο Μάης τα λουλούδια  | 
					
					|  | Τον έκανα λουλούδι  | 
					
					|  | Απάντησε μου, λυγερή, πότε θ' αλλάξουν οι καιροί; | 
					
					|  | Αρχόντηνε η λυγερή κι αγόρασε λανάρι (εργαλείο όπου ξαίνουν το μαλλί). | 
					
					|  | Όλα τάχει η λυγερή κι' ο φερετζές τής λείπει | 
					
					|  | Σε βοηθάνε, λυγερή και φαίνεσ' αντρειωμένη  | 
					
					|  | Αρά και που θα να βρεθή, αρά και που θαλάχη ξανθομαλλούσα, λυγερή και μαύρα μάθια νάχη | 
					
					|  | Η ζόνι ζόνι τέσσερις, η μπετσικούλα πέντε, η κεραμιδοτρέχουσα σαρανταπέντε μέρες, κι' εγώ η πανώρια λυγερή δυόμισυ μηναράκια | 
					
					|  | Η λυερή ψυχομαχεί τζιαι το κακόμ πειράζει | 
					
					|  | Που θα ᾿βρω τέτοια λυγερή, ξανθή και μαυρομάτα. Έχει το μάτι σαν ελιά, το φρύδι σαν γαϊτάνι, το δόλιο το ματόφρυδο σαν κρόσσι απ᾿ το μαντήλι. Κι αυτή τότε τους έδωκε τ᾿ ολόχρυσο γαϊτάνι. / «Όρίστε την πλεξίδα μου τον εδικό σας κόπο.» Χρυσό γαϊτάνι περιβάλλει όλα τα ανοίγματα και τον ποδόγυρο. | 
					
					|  | Ο λύκος κι αν εγέρασε κι ασπρίσαν τα μαλλιά του, ούτε την γνώμη άλλαξε ούτε και τα μυαλά του. | 
					
					|  | Μισακός ο γάιδαρος, για να τον φάει ο λύκος. | 
					
					|  | Εβάλανε το λύκο να φυλάει τα πρόβατα.
ή
Βάλανε το λύκο να φυλάει το μαντρί.
ή
Άφησαν το λύκο να φυλάει τ’ αρνιά. | 
					
					|  | Όταν τα σκυλιά τρώγονται, ο λύκος τρώει τα πρόβατα | 
					
					|  | Το μισιακό (μεσιακό) το γαϊδούρι το τρώει ο λύκος. | 
					
					|  | Ο λύκος άμα γεράσει γίνεται κορόιδο των σκυλιών | 
					
					|  | Με μύγες ο λύκος δεν χορταίνει | 
					
					|  | Κλαίει από το λύκο ο βοσκός, κλαίει κι ο καρβουνιάρης | 
					
					|  | Θρέψε λύκο τον χειμώνα, να σε φάει το καλοκαίρι | 
					
					|  | Τούτον το ρούχο ήφηκεν τη δέσιν κ' ήπιασεν την λύση (=διαλύεται) | 
					
					|  | Σε τούτον – ν – κόσμο λύση ποτέ δεν απολείπει | 
|  | 
					
					|  | Λυχνίας σβεσθείσης πάσα γυνή Λαΐς» | 
					
					|  | Ιωάννης Στοβαίος
Λάμπις ο ναύκληρος ερωτηθείς πώς εκτήσατο τον πλούτον: «Ου χαλεπώς», έφη, «τον μέγαν. Το δε βραχύν επιπόνως». | 
					
					|  | Αριστοτέλη
Αεὶ Λιβύη φέρει τι καινόν.(κακόν)
Πάντα κάτι καινούργιο (κακόν) έρχεται από την Λιβύη (Αφρική). | 
					
					|  | Η Μόνα Λίζα μοιάζει σαν να ήταν άρρωστη ή σαν να πρόκειται να αρρωστήσει. | 
					
					|  | Χρειάστηκαν περισσότεροι από ένας άντρες για να μου αλλάξουν το όνομα σε «Σαγκάη Λίλι». | 
					
					|  | Αυτά ξεχάστηκαν, ό,τι έγινε έγινε. Πάντως όσο ζω θα υποστηρίζω, ότι ο Λούης δεν μας κατέφθασε, αλλά παρουσιάστηκε ουρανοκατέβατος | 
					
					|  | Ως πρόβατα εν μέσω λύκων
(αρχαίο γνωμικό) | 
					
					|  | Όταν δουλεύω πάνω σ’ ένα πρόβλημα, δεν ασχολούμαι ποτέ με το αισθητικό μέρος. Σκέφτομαι μόνο πώς θα λύσω το πρόβλημα. Όταν τελειώσω όμως, αν η λύση δεν είναι ωραία, ξέρω ότι είναι λάθος. | 
					
					|  | Για κάθε ανθρώπινο πρόβλημα υπάρχει μια λύση που είναι απλή, ξεκάθαρη και απολύτως λάθος. | 
					
					|  | Η χρήση βίας είναι πολύ κακή λύση για οποιοδήποτε πρόβλημα. Γενικώς, χρησιμοποιείται μόνο από μικρά παιδιά και μεγάλα έθνη. | 
					
					|  | Μια θρησκεία που δεν λαμβάνει υπόψη της πρακτικά ζητήματα και δεν βοηθάει στη λύση τους, δεν είναι θρησκεία. | 
|  | 
					
					|  | Λυκούργος προς τον ειπόντα δια τι Λακεδαιμόνιοι την βραχυλογίαν ασκούσιν, είπεν, «ότι εγγύς εστί του σιγάν». (Διότι εἶναι κοντά στὴν σιωπή) | 
					
					|  | "Λυκούργου λόγον περί της κόμης, ότι τοις μεν καλούς ευπρεπεστέρους ποιεί, τους δε αισχρούς φοβερωτέρους. | 
					
					|  | Λυκούργος ο νομοθέτης το μεν αξιόχρεον των ανθρώπων έφη εν τη ουσία κείσθαι το δε αξιόπιστον εν τοις τρόποις. | 
					
					|  | Η τραγωδία δεν είναι λύση. | 
					
					|  | Η απλούστερη λύση είναι συνήθως και η σωστή.
(γνωστό και ως «Η αρχή του Όκαμ») | 
					
					|  | Ποτέ μη δημιουργείς ένα πρόβλημα αν δεν ξέρεις τη λύση του. | 
					
					|  | Ειδικός είναι αυτός που έχει ένα πρόβλημα για κάθε λύση. | 
					
					|  | Αν ένα πρόβλημα δεν έχει λύση, ίσως δεν είναι πρόβλημα, αλλά ένα δεδομένο που δεν χρειάζεται να λυθεί, αλλά να αντιμετωπισθεί με τον καιρό. | 
|  | 
					
					|  | Ψάλλει μας τον Λάζαρον | 
					
					|  | Αποκερωμένος Λάζαρος 
ή 
Αποκερωμένος σαν τον Λάζαρον | 
					
					|  | Λάζαρε δεύρο έξω | 
					
					|  | Αγέλαστος Λάζαρος | 
					
					|  | Τσου (ή σου) ρε Λάκη | 
					
					|  | Είσαι τέλεια Λάκης | 
					
					|  | Ο Λάκης την Τετάρτη, μας γύρισε την πλάτη | 
					
					|  | Έχει κορμί λαμπάδα | 
					
					|  | Είναι Λαμπρογεννημένη | 
					
					|  | Γεννήθηκε μέρα Λαμπρή. | 
					
					|  | Δεν είναι κάθε μέρα Λαμπρή. | 
					
					|  | Να έχεις όσα φέρνει η μέρα η Λαμπρή. | 
					
					|  | Να είσαι χαρούμενος σαν της Λαμπρής το φως. | 
					
					|  | Είναι Λαμπρογεννημένος | 
					
					|  | Έχ' αφέντη και Λεβέντη | 
					
					|  | Ψηφίζω λευκό | 
					
					|  | Λεωκράτους τρόπαια. | 
					
					|  | Είς, αλλά λέων
ένας, αλλά λέων 
Που σημαίνει 'ένας και καλός' | 
					
					|  | Ο Λεωνίδας και οι τριακόσιοι του | 
					
					|  | Είσαι τέλεια Λιοντής | 
					
					|  | Λήκυθος του ορθού = στομάχι | 
					
					|  | Είσαι τέλεια Λιντού | 
					
					|  | Μη μιλάς έτσι για τη Λόλα. Αυτή η γυναίκα είναι ο πατέρας σου. | 
					
					|  | Έγινε Λούης! | 
					
					|  | Από του κατά Λουκά τον καιρό | 
					
					|  | Έσιει αρτσίδκια (αρχίδια) του Παπάλουκα | 
					
					|  | Είσαι τέλεια Λουκής | 
					
					|  | Λουκή, από που φυσάν οι μύλοι; | 
					
					|  | Λουκούλλειο γεύμα | 
					
					|  | Η Λούλα την Τετάρτη, μας γύρισε την πλάτη | 
					
					|  | Λυδία λίθος | 
					
					|  | Πεινώ σαν λύκος | 
					
					|  | Σολομώντεια Λύση | 
					
					|  | Έφαγε λωτό | 
|  | 
					
					|  | Εν τη πόλει Βηθανία Μάρθα κλαίει και Μαρία
Λάζαρο τον αδελφό τους... | 
					
					|  | Αχ βρε Λαυρέντη, μόνο εγώ ήξερα τι κάθαρμα ήσουν. | 
					
					|  | Μ’αν ήρτες που τα Λεύκαρα, 
εν τζαι διώ σου’γιώ χαράν, 
γιατί είσαι παραπάνω
Ούτε θωρώ να’χεις καρκιάν
θκυο να σου‘ώκω μες ταφκια,
τζαι κάτω που δαπάνω | 
					
					|  | Γιατί δακρύζεις λυγερή και βαριαναστενάζεις; | 
					
					|  | Ποτί δ’ εχθρόν, άπ’ εχθρός εών, λύκοιο δίκαν υποθεύσομαι.
Πίνδαρος, 522-438 π.Χ., 
Αρχαίος λυρικός ποιητής | 
					
					|  | Μα αν του λωτού το μελοστάλαχτο καρπό κανείς γευόταν,
πια δε γνοιαζόταν για μηνύματα κι ουδ᾿ έλεε να διαγείρει᾿
το `χε να μείνει εκεί καλύτερο και με τους Λωτοφάγους
λωτό να γεύεται, κι ολότελα το γυρισμό ξεχνούσε. | 
|  | 
					
					|  | Αρφότεγνος μου ο Παυλής ένει ψηλό κοπέλλι
επήρεν που την μάνα του, του Λέαντρου την Έλλη. |